Halil Karaveli
Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την τουρκική αριστερά προέρχεται από την ιδεολογική ηττοπάθεια των ίδιων των προοδευτικών. Αντί να μελαγχολούν, οι Τούρκοι δημοκράτες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι μια πρόκληση από τα αριστερά μπορεί να ανατρέψει το αυταρχικό σύστημα του Ερντογάν.
Η τουρκική Δεξιά έχει αποκτήσει μαζική υποστήριξη με την αναδιατύπωση της ταξικής σύγκρουσης ως πόλεμο πολιτισμού. Άνθρωποι που σε άλλες χώρες θα αποτελούσαν την βάση στήριξης για τα κεντροαριστερά κόμματα (αγρότες, εργαζόμενοι και άτομα της κατώτερης μεσαίας τάξης) συσπειρώθηκαν γύρω από τους λαϊκιστές συντηρητικούς που τους προσελκύουν λόγω της θρησκευτικότητάς τους και της δυσαρέσκειάς τους για την αστική ελίτ.
Οι τουρκικές υπηρεσίες ασφαλείας, ή οποιαδήποτε στοιχεία μέσα σε αυτές, το λεγόμενο «βαθύ κράτος», έχουν μια ιστορία αξιοποίησης της δεξαμενής της δεξιάς ιδεολογίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Τουρκία δεν θα αποκλίνει από την παραδοσιακή στρατηγική της πορεία: Να διατηρήσει την επαγρύπνηση ενάντια στον ιστορικό εχθρό της, την Ρωσία.
Οι ηγέτες της Τουρκίας πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η επίκληση στο παρελθόν της Ανατολίας σημαίνει την αναγνώριση της ιστορίας της ως εθνοτικά πολυμορφικής γης. Η νίκη στο Μαντζικέρτ που έδωσε στους Τούρκους μια είσοδο στην Ανατολία δεν την μετέτρεψε σε έναν «τουρκικό τόπο», όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι εθνικιστές.
Η Τουρκία προσδοκούσε την πτώση τού Άσαντ από τότε που πρωτοξέσπασαν οι διαδηλώσεις στην Συρία το 2011. Όμως, έχει απογοητευτεί σε κάθε περίσταση, και τώρα δεν είναι μόνο ο Άσαντ που έχει το πρόβλημα, αλλά επίσης και η Τουρκία.
Ο Ερντογάν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές τού περασμένου Σαββατοκύριακου. Αλλά τα θεμέλια της εξουσίας του είναι ασταθή.
Η Τουρκία μπορεί να φαίνεται σαν μια ανερχόμενη δύναμη που διαθέτει αυτοπεποίθηση, αλλά οι ηγέτες της φοβούνται ότι θα εγκαταλειφθούν από την Δύση τόσο όσο πάντοτε. Όπως και στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ωθήσουν την Τουρκία προς πολιτικές μεταρρυθμίσεις υπενθυμίζοντας στην Άγκυρα ότι πρέπει λειτουργήσει με τα δυτικά δημοκρατικά πρότυπα, αν θέλει να συνεχίσει να απολαμβάνει τα οφέλη τού να εκλαμβάνεται ως σύμμαχος.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ερντογάν απαγόρευσε το Twitter σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την εξάπλωση ηχογραφημένων ενοχοποιητικών συνομιλιών μεταξύ του ιδίου, των μελών τής οικογένειάς του και του στενού του κύκλου. Εκθέτοντας τις πρωθυπουργικές καταχρήσεις εξουσίας, τις βρώμικες συναλλαγές των γκιουλενιστών (εχθροί του Ερντογάν και πιθανόν προμηθευτές των ηχογραφήσεων) και την αδυναμία τής αντιπολίτευσης, το σκάνδαλο εγείρει αμφιβολίες για το μέλλον τής τουρκικής δημοκρατίας.
Ευρισκόμενοι στην εξουσία για πάνω από μια δεκαετία, οι Ισλαμιστές τής Τουρκίας αποδεικνύεται ότι είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού τους. Η συμμαχία τού ΑΚΡ τού πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με το κίνημα του Fethullah Gülen, ενός μουσουλμάνου κληρικού που καθοδηγεί το ποίμνιό του από την αυτοεξορία στις Ηνωμένες Πολιτείες, συρρικνώνεται. Καθώς συμβαίνει αυτό, το κοινό χάνει την πίστη του και στους δύο, και ο στρατός ετοιμάζεται να ξαναμπεί στην πολιτική για μια ακόμη φορά.
Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι οι διαμαρτυρίες στην Τουρκία δεν θα ανεβάσουν τους φιλελεύθερους στην εξουσία, έχουν δίκιο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι διαδηλώσεις δεν έχουν πλήξει σοβαρά τον Ερντογάν. Οι χειρισμοί του στην κρίση έχουν ενισχύσει σημαντικά την θέση του ανταγωνιστή του, του Αμπντουλάχ Γκιούλ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίζουν την Τουρκία στο να βοηθήσει στην εκδίωξη του συριακού καθεστώτος και στην ανάδυση μιας πλουραλιστικής κυβέρνησης. Αλλά η Άγκυρα, της οποίας η σουνιτική ηγεσία βλέπει την σύγκρουση στην Συρίας με θρησκευτικούς όρους, δεν συμμετέχει.