Κρίση και εξωτερική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κρίση και εξωτερική πολιτική

Αδράνεια και λάθη πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους

Όλα τα παραπάνω έχουν περιβληθεί από την τριάδα Ερντογάν, Γκιούλ και Νταβούτογλου με τον ιδεολογικό μανδύα του νέο-οθωμανισμού [2] και της πίστης ότι η Τουρκία μπορεί και πρέπει να παίξει έναν σημαντικό ρόλο, όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αδιάψευστος μάρτυρας των εν λόγω φιλοδοξιών είναι το βιβλίο του νυν Υπουργού των Εξωτερικών και Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Αχμέτ Νταβούτογλου Το στρατηγικό βάθος, το οποίο οφείλει να μελετήσει όποιος επιθυμεί να κατανοήσει την τουρκική εξωτερική πολιτική. Χαρακτηριστικό όχι για τη στάση τής Τουρκίας στο Κυπριακό, στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή ή τις σχέσεις της με το Ισραήλ και την Ελλάδα, αλλά για την θέση της στο διεθνές σύστημα και τις παγκοσμίων διαστάσεων φιλοδοξίες της, είναι ένα από τα σχόλια του Νταβούτογλου ως προς τη συμμετοχή τής Τουρκίας στους G-20:
«Κάθε μεγάλη δύναμη, η οποία έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει παγκόσμιες στρατηγικές, τρέφει προσδοκίες αναφορικά με την … ιδιότητα (του μέλους) του οργανισμού». [3]

γ. Ανακατατάξεις και ευκαιρίες στο διεθνές υποσύστημα

Η πρώτη αιτία των ανακατατάξεων στο διεθνές περιβάλλον της Ελλάδας εντοπίζεται στην κινητικότητα της Τουρκίας και στα λάθη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η διάθεσή της να συμμετάσχει αν όχι να ηγηθεί του αραβικού κόσμου, να λειτουργήσει ως προστάτης των Παλαιστινίων και άλλων Αράβων, να υποδυθεί ουσιαστικά το ρόλο πυρηνικής δύναμης και πυρηνικού διαμεσολαβητή απεγκλωβίζοντας το Ιράν από τις διεθνείς πιέσεις, οδήγησε σε τριβές με το Ισραήλ και, τελικώς, στη διάσπαση της συμμαχίας τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε το Ισραήλ σε νέους προσανατολισμούς και στην αναζήτηση μίας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην περιοχή. Πρόσφατη έκφανση αυτής της νέας αντίληψης είναι η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας και Ισραήλ.

Η δεύτερη αιτία είναι η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στο υπέδαφος της Ανατολικής Μεσογείου και σε γειτνιάζουσες περιοχές τής ΑΟΖ του Ισραήλ και της Κύπρου. Η Τουρκία συναισθανόμενη τη σημασία της συγκεκριμένης προοπτικής για το Ισραήλ, για την Κύπρο και τα ζητήματα που αυτή δημιουργεί στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ξεδίπλωσε την πολιτική της για την περιοχή και προσπάθησε με την απειλή τής ισχύος της να συμμετάσχει στη «μοιρασιά» του προσδοκώμενου πλούτου. Αυτή η στάση έφερε πιο κοντά το Ισραήλ με την Κύπρο και, εμμέσως, με την Ελλάδα. Επιπλέον, μετά τη στάση της προσφάτως απέναντι στην Αρμενία, στο Ιράκ, στην Κύπρο και τώρα στη Συρία, απέδειξε ότι η διακηρυγμένη πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» [4] με τους γείτονες ήταν απλώς μία ρητορική για τα ώτα του φιλικού προς αυτή διεθνούς ακροατηρίου

Πέραν των ανακατατάξεων που έχουν επέλθει στο επίπεδο των στρατιωτικών αξόνων, η προοπτική ανεύρεσης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην προς διακήρυξη ελληνική ΑΟΖ – την οποία επίσης η Τουρκία επιχειρεί να σταματήσει – συνιστά σημαντική πολιτικού, οικονομικού και αμυντικού χαρακτήρα ευκαιρία, την οποία η Ελλάδα ακόμη και αν δεν βρίσκονταν στην παρούσα οικονομική κατάσταση όφειλε να διερευνήσει. Αν μη τι άλλο, η ανακήρυξη ελληνικής ΑΟΖ μπορεί να εγγυηθεί την ασφαλή διέλευση αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων κατευθείαν από την κυπριακή ΑΟΖ προς την ΕΕ. Οι δισταγμοί που μπορεί να οφείλονται στην τουρκική αντίθεση και προκλητικότητα πρέπει να ξεπεραστούν για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ισχυρότατοι παράγοντες του διεθνούς συστήματος επιθυμούν την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Δεύτερον, διότι οι σημαντικότεροι των ενδιαφερομένων φαίνεται να επιθυμούν οι αγωγοί προς τη Δύση να διέλθουν μόνο από την Ελληνική ΑΟΖ, χωρίς την παρεμβολή τρίτων.

Β. Οι συνέπειες της κρίσης στην εξωτερική πολιτική

Η τεράστια οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα είναι φυσικό να έχει επηρεάσει την εξωτερική της πολιτική και κυρίως ένα μέρος των συντελεστών ισχύος στους οποίους στηρίζεται και τα μέσα με τα οποία υλοποιείται.

• Ευρωπαϊκή Ένωση

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ παρείχε έναν θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό συντελεστή ισχύος για την εξωτερική της πολιτική. Όλοι γνωρίζουν τη μεγάλη σημασία τής συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ/Ένωση για τις σχέσεις της με την Τουρκία και την ΠΓΔΜ ή στην πορεία ένταξης στην ΕΕ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο συντελεστής αυτός συνεχίζει να υφίσταται και να παρέχει τα πλεονεκτήματα κάθε κράτους μέλους, ανεξαρτήτως της συμμετοχής του στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Τα πλεονεκτήματα προκύπτουν από το ρόλο κάθε κράτους μέλους στην ένταξη νέων μελών, στην αναθεώρηση των Συνθηκών και στις διεθνείς συμφωνίες. Προκύπτουν επίσης από τη συμμετοχή εκπροσώπων από κάθε χώρα στα όργανα της ΕΕ, τα οποία αποφασίζουν για πολλά θέματα που αφορούν χώρες εντός και εκτός Ένωσης.

Ωστόσο τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, η διαρκής ενασχόληση κρατών μελών και Ευρωπαϊκών οργάνων με δικά της ζητήματα και η σχετική κόπωση, η απόδοση ευθυνών που άλλες της ανήκουν και άλλες όχι, περιορίζουν τις δυνατότητες χρήσης τού συγκεκριμένου συντελεστή ισχύος στην εξωτερική της πολιτική. Με απλά λόγια, καθώς το σύστημα της ΕΕ έχει κορεσθεί και κουραστεί από την Ελληνική κρίση, εκτιμώ πως είναι πιο δύσκολο για την Ελλάδα απ΄ότι στο παρελθόν να θέσει στην ατζέντα της ΕΕ ζητήματα εξωτερικής της πολιτικής.

• Ο «Τιτανικός» του διεθνούς κύρους [5]