Η αρκούδα που πεθαίνει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αρκούδα που πεθαίνει

Η δημογραφική συμφορά της Ρωσίας

Σήμερα, όμως, το εκπαιδευτικό σύστημα της Ρωσίας εμφανίζεται κατακερματισμένο, ή τουλάχιστον η χώρα μοιάζει ανίκανη να αποκομίσει τα αναμενόμενα οφέλη από αυτό. Σε ολόκληρο τον κόσμο, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης αντιστοιχεί, σε γενικές γραμμές, με καλύτερη δημόσια υγεία. Στη Ρωσία αυτή η τάση ανατρέπεται: παρά το γεγονός ότι η χώρα μπορεί να καυχηθεί επειδή υπερβαίνει κατά 30% τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ στο ποσοστό των ενηλίκων με μεταλυκειακή εκπαίδευση, εντούτοις η Ρωσία μόλις και μετά βίας κατορθώνει να πετύχει ένα συνολικό προσδόκιμο ζωής ενηλίκων καλύτερο από αυτό της Σενεγάλης. Μέρος του προβλήματος οφείλεται στο γεγονός ότι αν και πολλοί Ρώσοι φοιτούν στα σχολεία, σε ανώτερες σχολές και πανεπιστήμια, η παρεχόμενη εκπαίδευση βρίσκεται σε τρομερά χαμηλό επίπεδο. Καθιερωμένα διεθνή κριτήρια αξιολόγησης αποκαλύπτουν ότι η ρωσική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι επιεικώς μέτρια. Στην έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΟΣΑ το 2009 για την καταγραφή της απόδοσης στον τομέα της παιδείας, διαπιστώθηκε ότι οι βαθμολογίες των Ρώσων μαθητών στη μελέτη κειμένων ήταν χαμηλότερες των Τούρκων, τη στιγμή που η Τουρκία βρίσκεται σχεδόν στον πάτο της κατάταξης του ΟΟΣΑ.

Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στο επίπεδο της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης στη Ρωσία. Αν και η Ρωσία προσφέρει ποσοστό 6% στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού με μεταλυκειακή εκπαίδευση, μόλις και μετά βίας ένα 0,1% των ανά τον κόσμο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που εξέδωσε το αμερικανικό Patent and Trademark Office κατά τα τελευταία 15 χρόνια, χορηγήθηκε σε Ρώσους. Δεν πρόκειται για κάποια αμερικανική συνομωσία κατά των Ρώσων εφευρετών. Τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας των Ηνωμένων Εθνών για το ίδιο διάστημα, φανερώνουν ότι το ρωσικό ποσοστό των αιτήσεων για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας από το εξωτερικό, ήταν μικρότερο από το 0,2% του παγκοσμίου συνόλου. Η εικόνα δεν είναι πολύ καλύτερη στον τομέα των επιστημονικών δημοσιεύσεων: ο αριθμός των δημοσιεύσεων που πραγματοποίησαν το 2008 Ρώσοι επιστήμονες σε περιοδικά όπου η δημοσίευση εγκρίνεται από ανεξάρτητο πάνελ εμπειρογνωμόνων, δεν ήταν μεγαλύτερος από εκείνον του 1990. Στο ίδιο διάστημα, σχεδόν παντού στον κόσμο αυξήθηκε η παραγωγή τέτοιων δημοσιεύσεων. Μέχρι το 2008, οι Ρώσοι συγγραφείς εξέδωσαν πολύ λιγότερα επιστημονικά συγγράμματα σε σύγκριση με τους ομολόγους τους στη Βραζιλία, την Κίνα και την Ινδία. Στην ουσία, η Ρωσία εμφανίζεται σαν ένα νέο και ανησυχητικό «θαύμα» στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο σύμπαν: μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό φοίτησης αλλά χαμηλό επίπεδο στην υγεία, στη γνώση και στην εκπαίδευση.

Οι τάσεις στον τομέα της δημιουργίας οικογένειας, προκαλούν πρόσθετο προβληματισμό. Μεταξύ 1987 και 1993, ο αριθμός των γεννήσεων στη Ρωσία κατακρημνίστηκε από 2,5 σε 1,4 εκατομμύρια και τελικά καταβαραθρώθηκε στο 1,2 εκατομμύριο το 1999, προτού αρχίσει η ανάκαμψη. Το 2010 η Ρωσία γιόρτασε το 1,79 εκατομμύριο γεννήσεων, το υψηλότερο ποσοστό της τελευταίας εικοσαετίας. Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο αριθμός ήταν κατά 25% χαμηλότερος συγκριτικά με εκείνον προ εικοσιπενταετίας και δημιουργεί μια εικόνα που, αν συνεχιστεί, θα διαμορφώσει μακροπρόθεσμα έναν μέσο όρο γονιμότητας μιάμισης γέννησης ανά γυναίκα, ποσοστό που είναι κατά 27% μικρότερο από εκείνο που απαιτείται για μια μακροχρόνια πληθυσμιακή σταθερότητα. Όπως είναι αναμενόμενο, από αυτόν τον μέσο όρο σημειώνονται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των πολλών εθνικών ομάδων και εδαφικών περιοχών που απαρτίζουν τη Ρωσία. Οι καθαυτού Ρώσοι έχουν έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας, ενώ οι Τσετσένοι τον υψηλότερο, με 3,3% γεννήσεις ανά γυναίκα, κατά μέσο όρο. (Η Τσετσενία αποτελεί ένα παράδοξο, ακόμη και μεταξύ των περιοχών της Ρωσίας όπου πλειοψηφούν οι μουσουλμάνοι: οι περισσότεροι Τσετσένοι, συμπεριλαμβανομένων και των γειτονικών τους Νταγκεστάν και Ιγκουσετίας, αναφέρουν ποσοστά υπογεννητικότητας).

Εκτός από τις γεννήσεις, ο τρόπος με τον οποίον οι Ρώσοι δημιουργούν οικογένειες και ανατρέφουν παιδιά, έχει υποστεί τεράστιες αλλαγές στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, πράγμα που θέτει ερωτήματα σχετικά με τις ανθρώπινες και οικονομικές προοπτικές της επερχόμενης γενιάς. Για παράδειγμα, οι γάμοι στη σημερινή Ρωσία είναι πιο ασταθείς σε σχέση με τους γάμους ακόμη και της σοβιετικής περιόδου, όταν η χώρα ήταν ήδη διαβόητη για τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των διαζυγίων. Η Ρωσία καταγράφει 56 διαζύγια ανά 100 γάμους, έναν ατελή αλλά εύγλωττο δείκτη των μακροπρόθεσμων προοπτικών του γάμου στη χώρα. Η αυξανόμενη οικογενειακή αστάθεια είναι, ασφαλώς, μια τάση διάχυτη σε όλον τον κόσμο, εδραιωμένη σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και σε πολλές άλλες κοινωνίες της ευμάρειας. Όμως, οι χωρισμένοι γονείς στη Ρωσία πρέπει να αναθρέψουν τα παιδιά τους με εισόδημα πολύ μικρότερο από ό,τι οι όμοιοί τους στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.

Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ή τους Αμερικανούς, δεν μπορούν να βασίζονται παρά ελάχιστα σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Αν και η οικονομική θεωρία που επικρατεί στη Δύση πρεσβεύει ότι το να κάνεις λιγότερα παιδιά σημαίνει πως μπορείς να επενδύεις περισσότερα σε κάθε παιδί, στη Ρωσία φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο : παρά τη δραστική πτώση των γεννήσεων, στη χώρα καταγράφεται μικρή αλλά δυσοίωνη μείωση των εγγραφών στα δημοτικά σχολεία και ανησυχητική αύξηση στην εγκατάλειψη παιδιών. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 2004 περισσότερα από 400.000 παιδιά κάτω των 18 ετών στη Ρωσία ζούσαν σε καθεστώς ιδρυματικής φροντίδας, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν ένα στα εβδομήντα παιδιά ζούσε σε παιδικό ξενώνα, σε ορφανοτροφείο ή σε κρατικό οικοτροφείο. Μεγάλος είναι και ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των άστεγων παιδιών, που -σύμφωνα με ορισμένες μη κυβερνητικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις- μπορεί να ξεπεράσει τον αριθμό των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα.

ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ