Το τουρκικό παράδοξο
Από τότε που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία, ο κόσμος παρακολουθεί στενά για να δει αν η Τουρκία θα γίνει πιο δημοκρατική ή περισσότερο αυταρχική. Ωστόσο, η Τουρκία κάνει και τα δύο συγχρόνως και η ασυμφωνία απειλεί την διεθνή θέση της.
Ο MICHAEL J. KOPLOW είναι υποψήφιος Δόκτωρ Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Georgetown και διατηρεί ένα μπλογκ που ονομάζεται Οθωμανοί και Σιωνιστές.
Ο STEVEN A. COOK είναι βασικός συνεργάτης στην έδρα Hasib J. Sabbagh για τη Μέση Ανατολή στο Council on Foreign Relations.
Η Σχολή της Χάλκης, η οποία ιδρύθηκε το 1844 ως κέντρο εκπαίδευσης της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, ήταν για δεκαετίες σύμβολο της θρησκευτικής ανεκτικότητας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Τουρκική Δημοκρατία. Αλλά το 1971 η Άγκυρα έκλεισε την σχολή, όταν το συνταγματικό δικαστήριο, που κυριαρχείται από τους υποστηρικτές του κεμαλισμού, της κοσμικής ιδεολογίας του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, έκρινε ότι μόνο ο στρατός είχε τη δυνατότητα να λειτουργεί ιδιωτικά κολέγια τα οποία δεν επιβλέπονται από το τουρκικό κράτος. Έτσι, τον Μάρτιο, όταν ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε ότι η Σχολή της Χάλκης θα πρέπει να αποκατασταθεί και θα λειτουργήσει εκ νέου, φάνηκε ότι το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ) που κυβερνά τη χώρα από το 2002, προωθούσε την μεταρρυθμιστική ατζέντα του να κάνει την Τουρκία μια πιο ανοιχτή κοινωνία με την επέκταση των προσωπικών, των θρησκευτικών και των οικονομικών ελευθεριών.
Αλλά, ενώ η Άγκυρα ενθαρρύνει ανοίγματα με το ένα χέρι, τα υπονομεύει με το άλλο. Τον Μάιο, ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση θα σταματούσε τις κρατικές επιχορηγήσεις στις τέχνες, κλείνοντας την στρόφιγγα για 63 εκατομμύρια δολάρια ετήσιας χρηματοδότησης και, στην πραγματικότητα, θέτοντας σε κίνδυνο πάνω από 50 κρατικά θέατρα και καλλιτεχνικούς χώρους σε όλη τη χώρα. Το ΑΚΡ υποστήριξε ότι το έκανε αυτό στο όνομα της επιχειρηματικότητας και ότι θεσπίζει μια σύγχρονη προσέγγιση για την υποστήριξη των τεχνών από το κράτος. Οι αντίπαλοί του υποστήριξαν ότι ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια να φιμώσει τους καλλιτέχνες, μερικοί από τους οποίους είχαν γίνει εξαιρετικά επικριτικοί για την διακυβέρνηση του ΑΚΡ. Από τότε που ξεκίνησε η εποχή του ΑΚΡ, ο κόσμος παρακολουθεί στενά για να δει αν η Τουρκία θα αγκαλιάσει ή θα κακοποιήσει τη δημοκρατία. Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι η στρατηγική του Ερντογάν είναι να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα.
Το κλειδί για την κατανόηση της δημοκρατίας υπό την διακυβέρνηση του ΑΚΡ βρίσκεται στην έννοια της ίδιας της δημοκρατίας. Ο πολιτικός επιστήμονας του Γέιλ, Ρόμπερτ Νταλ, έγραψε ότι η δημοκρατία ορίζεται από το βαθμό στον οποίο οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή και κατά πόσο μπορούν να αμφισβητήσουν την εξουσία της κυβέρνησης. Κοιτάζοντας κάθε παράγοντα ξεχωριστά αποκαλύπτεται γιατί η Τουρκία αποτελεί ένα παράδοξο.
Όταν το ΑΚΡ ανέλαβε την εξουσία, εισήγαγε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που επέτρεψαν σε περισσότερους Τούρκους πολίτες να συμμετάσχουν στην πολιτική διαδικασία. Μέχρι τότε, οι Τούρκοι είχαν ζήσει κάτω από ένα σύνταγμα που επιβλήθηκε από το στρατό, το οποίο έθετε αυστηρά όρια στη δημοκρατία, από περιορισμούς στο συνδικαλίζεσθαι μέχρι τις θρησκευτικές ελευθερίες. Για να απελευθερώσει την τουρκική κοινωνία και να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, το ΑΚΡ κατήργησε τα πολιτικο-στρατιωτικά δικαστήρια στα οποία οι πολίτες που κατηγορούνταν για πολιτικά εγκλήματα δικάζονταν από αξιωματικούς του στρατού, απαγόρευσε τη θανατική ποινή και τροποποίησε τον αντιτρομοκρατικό νόμο της Τουρκίας, έτσι ώστε το κράτος να μην μπορεί πλέον να διώκει ποινικά πολίτες γιατί απλά εκφράζουν μη αρεστές απόψεις. Οι αλλαγές επίσης έκαναν πιο δύσκολη την απαγόρευση κομμάτων και πολιτικών από την πολιτική αρένα. Και τον Σεπτέμβριο του 2010, οι Τούρκοι ψήφισαν για μια σειρά συνταγματικών αλλαγών που αποσκοπούν στη βελτίωση της Τουρκικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της υπαγωγής των στρατιωτικών στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και την αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος με τον εξορθολογισμό της διαδικασίας προσφυγής, καθιστώντας την πιο προσιτή στον πολίτη.
Οι τουρκικές μειονότητες έχουν επίσης ωφεληθεί από τις μεταρρυθμίσεις του ΑΚΡ. Για δεκαετίες, η Τουρκία απαγόρευε τα κουρδικά πολιτικά κόμματα, περιόριζε τη χρήση της κουρδικής γλώσσας, και, το 1987, εφάρμοσε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε κουρδικές περιοχές. Παρόλο που οι περιορισμοί εξακολουθούν να υπάρχουν σχετικά με την χρήση της κουρδικής γλώσσας σε δημόσια φόρουμ και κατά τη διάρκεια των επίσημων καθηκόντων της κυβέρνησης, οι Κούρδοι μπορούν τώρα να διδάξουν τη γλώσσα τους σε ιδιωτικά σχολεία και πανεπιστήμια και απευθύνονται στα πλήθη στην κουρδική γλώσσα όταν γίνονται συγκεντρώσεις. Υπάρχει επίσης ένας κρατικός τηλεοπτικός σταθμός που εκπέμπει σε κουρδική γλώσσα. Άλλες μειονότητες, από τους Αρμενίους ως τα μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατέβηκαν για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου έτους, και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου έκανε έκκληση ώστε περισσότεροι Τούρκοι Εβραίοι να υπηρετήσουν ως διπλωμάτες.
Τα βήματα αυτά επέτρεψαν σε περισσότερους Τούρκους να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή από οποιαδήποτε άλλη φορά στην ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Οι πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές της χώρας συμπεριέλαβαν τους πιο πολλούς υποψηφίους από ποτέ. Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΑΚΡ έχει ανατρέψει νόμους που εμπόδιζαν τους Τούρκους πολίτες από το να ανήκουν σε περισσότερα από ένα εργατικά συνδικάτα ή σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, να υποβάλλουν αιτήματα παροχής πληροφοριών από την κυβέρνηση και να ταξιδεύουν στο εξωτερικό χωρίς περιορισμούς. Ως αποτέλεσμα, από τότε που το ΑΚΡ ανέλαβε την εξουσία, στην Τουρκία τα πολιτικά δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών έχουν αυξηθεί, φέρνοντας την Τουρκία κοντά στο να γίνει ένα πραγματικό «ελεύθερο» έθνος, όπως είναι ο ανώτερος χαρακτηρισμός του Οργανισμού Freedom House, ο οποίος μετρά τις πολιτικές ελευθερίες ανά τον κόσμο.
Υπό το ΑΚΡ, λοιπόν, οι Τούρκοι πολίτες απολαμβάνουν πολύ υψηλότερα επίπεδα συμμετοχής στη δημοκρατική λειτουργία. Όμως, η δυνατότητα να αμφισβητήσουν την κυβέρνηση δέχεται επίθεση. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ έχουν αποδειχθεί αμείλικτοι στην στόχευση οποιουδήποτε αντιλαμβάνονται ότι αμφισβητεί την εξουσία τους ή ότι αποτελεί απειλή για την κυριαρχία τους.
Η εκστρατεία καταστολής ξεκίνησε με τον Τύπο. Το ΑΚΡ έχει εκφοβίσει και μερικές φορές έχει συλλάβει με περίπου νόμιμο τρόπο δημοσιογράφους και εκδότες για συνηγορία υπέρ των Κούρδων ή ακόμα και απλώς γιατί επικρίνουν την κυβέρνηση. Περισσότεροι από 90 δημοσιογράφοι τώρα βρίσκονται στις τουρκικές φυλακές - περισσότεροι από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο - και το κράτος έχει πάνω από 4.000 αγωγές που εκκρεμούν κατά των μελών του Τύπου. Πολλοί από αυτούς τους δημοσιογράφους είναι εγκλωβισμένοι σε ένα νομικό κενό, καθώς οι νόμοι της Τουρκίας επιτρέπουν τη φυλάκιση δημοσιογράφων για ένα έως και τρία χρόνια χωρίς δίκη. Το 2011, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα κατέταξαν την Τουρκία 148η από 178 χώρες σχετικά με τον ετήσιο δείκτη ελευθερίας του Τύπου.
Επιχειρήσεις Τύπου που επέκριναν την κυβέρνηση Ερντογάν βρέθηκαν με οικονομικό πρόβλημα που οφείλεται σε πρόστιμα και φορολογικές έρευνες. Αφότου η κορυφαία εφημερίδα Hurriyet συνέδεσε το ΑΚΡ με ένα σκάνδαλο φιλανθρωπίας, επέβαλε πρόστιμο στον εκδότη, τον όμιλο Dogan, 523 εκατ. δολάρια για φοροδιαφυγή, και στη συνέχεια επέβαλε πάλι πρόστιμο επτά μήνες αργότερα 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για διαφυγόντες φόρους και άλλες απροσδιόριστες παρατυπίες, θέτοντας το συνολικό οφειλόμενο ποσό υψηλότερα από την αξία της ίδιας της εταιρείας. Η επίθεση αυτή χρησίμευσε ως προειδοποίηση στα άλλα μέσα ενημέρωσης να μην επικρίνουν το ΑΚΡ, και, μαζί με τις συλλήψεις και τις απολύσεις των μη φιλικών δημοσιογράφων, έχει δημιουργήσει κλίμα φόβου.
Το ΑΚΡ έχει επίσης κυνηγήσει αυτό που βλέπει ως την άλλη κύρια απειλή κατά της κυριαρχίας του: τους στρατιωτικούς. Εντάσεις μεταξύ στρατιωτικών και ισλαμιστών στην Τουρκία έχουν υπάρξει από την ίδρυση της Δημοκρατίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιο πρόσφατα, το 1997, εκτοπίστηκε από τον στρατό ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας, Νεχμετίν Ερμπακάν, και ετέθη εκτός νόμου το κόμμα του, Refah, ένα χρόνο αργότερα. Για να αποφύγει αυτή τη μοίρα, το ΑΚΡ έχει κατηγορήσει δεκάδες νυν και πρώην στρατιωτικούς αξιωματούχους ότι σχεδίασαν πραξικοπήματα, και τους δίωξε νομικά με καταστροφικές συνέπειες. Είκοσι τοις εκατό όλων των Τούρκων στρατηγών είναι σήμερα στη φυλακή, και τον Μάρτιο οι εισαγγελείς απαίτησαν ποινές φυλάκισης 15-20 ετών για 364 εν ενεργεία και απόστρατους αξιωματικούς. Αφότου η κυβέρνηση προχώρησε σε έναν νέο γύρο συλλήψεων ανώτερων αξιωματικών με σκοτεινές κατηγορίες για σχεδιασμό πραξικοπημάτων, ο Τούρκος επιτελάρχης και οι διοικητές της αεροπορίας, του ναυτικού και των χερσαίων δυνάμεων παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Νωρίτερα φέτος, η κυβέρνηση το παρατράβηξε τόσο ώστε να συλλάβει τον πρώην Αρχηγό του Επιτελείου Στρατηγό Ιλκέρ Μπασμπούγκ.
Η καταστολή των ενόπλων δυνάμεων από τον Ερντογάν αποτελεί μια επικίνδυνη εξέλιξη στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Λαμβάνοντας υπόψη το παρελθόν, υπάρχει μια λογική πιθανότητα ότι ορισμένοι διοικητές συνωμοτούν εναντίον του ΑΚΡ, και η θέσπιση πολιτικού ελέγχου επί του στρατού είναι ένα σημαντικό βήμα για την επίτευξη πλήρους δημοκρατίας. Αλλά οι διώξεις εναντίον των αξιωματικών έχουν σηματοδοτηθεί από ισχυρισμούς περί πλαστών εγγράφων, φυλακίσεις χωρίς αποδείξεις και αυτό πλέον φαίνεται σαν μια προσπάθεια να υποταχθούν οι στρατιωτικοί όχι στα θεσμικά όργανα του κράτους αλλά στο ίδιο το ΑΚΡ. Αν και πολλοί Τούρκοι πολίτες δεν υποστηρίζουν την επέμβαση του στρατού στο πολιτικό σύστημα, εξακολουθούν να θεωρούν ότι νομικές διαδικασίες εναντίον του έχουν πολιτικά κίνητρα. Σε αυτό έχουν δίκιο: Η πτώση των αξιωματικών είναι το αποκορύφωμα μιας πολύ αντιδημοκρατικής εκστρατεία να εκφοβιστούν, να παρενοχληθούν και να φυλακιστούν οι αντίπαλοι του ΑΚΡ.
Το ΑΚΡ έχει επιτεθεί επίσης στα κόμματα της αντιπολίτευσης, αν και με ευγενικότερο τρόπο. Η Τουρκία έχει αρχίσει να σχεδιάζει ένα νέο σύνταγμα για να αντικαταστήσει το τρέχον, που είναι ένα απομεινάρι από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, και ο Ερντογάν επέμεινε από την αρχή ότι στη διαδικασία εκπόνησης θα ενσωματωθούν οι απόψεις όλων των πλευρών. Τώρα που η αντιπολίτευση έχει αρχίσει να αμφισβητεί την πρόταση του ΑΚΡ να θεσπισθεί ένα προεδρικό σύστημα, εν μέσω ενδείξεων ότι το νέο σύνταγμα δεν θα προστατεύει ρητά τους Κούρδους και τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ο Ερντογάν απείλησε να εγκαταλείψει τις υποσχέσεις του για συναίνεση. Το ΑΚΡ ερευνά καταγγελίες περί διαφθοράς σε δήμους που ελέγχονται από την κεμαλική παράταξη, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Στην πραγματικότητα, το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει εγκρίνει έρευνες σε δήμους του CHP σε διπλάσιο ποσοστό συγκριτικά με δήμους που ελέγχει το ΑΚΡ.
Το ΑΚΡ έχει περιορίσει επίσης την ικανότητα των απλών Τούρκων να αμφισβητήσουν την εξουσία του. Το άγχος που προκλήθηκε από τις ενέργειες του ΑΚΡ σε βάρος δημοσιογράφων, στρατιωτικών και πολιτικών έχει δημιουργήσει ένα υψηλό βαθμό αυτο-λογοκρισίας. Η κυβέρνηση έχει εξουσιοδοτήσει ειδικά δικαστήρια να συλλάβουν πολίτες ως ύποπτους για τρομοκρατία χωρίς αποδείξεις ή χωρίς να τους δίνουν οποιοδήποτε δικαίωμα σε ακρόαση και έχει χρησιμοποιήσει δικαστικές διώξεις εναντίον αυτών που ζητούν μεγαλύτερη αυτονομία για τους Κούρδους. Το κράτος έχει ουσιαστικά αναλάβει την Ακαδημία Επιστημών της Τουρκίας, το αλλοτινό προπύργιο της κεμαλικής ορθοδοξίας. Υπάρχουν επί του παρόντος πάνω από 15.000 εκκρεμείς προσφυγές κατά της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με παραβιάσεις διαφόρων πολιτικών και προσωπικών ελευθεριών, σε σύγκριση με 3.000 για το Ηνωμένο Βασίλειο και περίπου 2.500 για τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Η Τουρκία έχει καταστεί πιο ανοικτή σε κάποια θέματα και των πιο κλειστή σε άλλα, επιτρέποντας μεγαλύτερη συμμετοχή και λιγότερη αμφισβήτηση. Η συμπεριφορά του ΑΚΡ κατά τη διάρκεια της συζήτησης γύρω από τη σύνταξη ενός νέου συντάγματος θα δείξει πολλά για την προσήλωσή του στη δημοκρατία. Παρά το γεγονός ότι το ΑΚΡ έχει τονίσει τη σημασία της συναίνεσης, ο Ερντογάν επιτέθηκε τον περασμένο μήνα κατά διαφόρων επικριτών του που έχουν αρχίσει να τον κατηγορούν για διαμόρφωση του νέου συντάγματος έτσι ώστε να αυξήσει την προσωπική δύναμή του, προειδοποιώντας ότι εάν η αντιπολίτευση σταθεί στον δρόμο του, θα προχωρήσει χωρίς αυτούς. Η συντακτική επιτροπή άρχισε τις εργασίες της την 1η Μαΐου, αλλά θα κρατήσει τα πιο δύσκολα θέματα, από τα δικαιώματα των μειονοτήτων ως την εξουσία της Προεδρίας, για το τέλος του καλοκαιριού. Σε περίπτωση που το ΑΚΡ πιέσει με επιτυχία για μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία, χωρίς ταυτόχρονους ελέγχους και ισορροπίες, η Τουρκία θα βυθιστεί πιο βαθιά στο παράδοξό της.
Η Τουρκία πιθανότατα δεν θα επαναφέρει σε πλήρη άνθηση τον αυταρχισμό. Αλλά μια αυταρχική απόκλιση θα υπονομεύσει τη διεθνή της θέση, η οποία οικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό πάνω στον εκδημοκρατισμό της. Σε περίπτωση που η φιλελευθεροποίηση της Τουρκίας αποτύχει, η χώρα μπορεί να χάσει γρήγορα την επιρροή της – κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν συνέπειες όσο θέλει να λειτουργεί και με τους δύο τρόπους.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137754/michael-j-koplow-and-steve...
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr