Η Ελλάδα και η διαχρονική απειλή της χρεοκοπίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα και η διαχρονική απειλή της χρεοκοπίας

"Τα χρεοστάσια του 1843, 1893 και 1932, τα πολιτικά τους αίτια και οι δομικές συνέχειες"

Ο πληθυσμός της υπαίθρου, και μάλιστα εκείνος της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας ή των ακτημόνων, δεν θα πάψει πάντως να είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του αστικού μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και ο αγροτικός τομέας, μεγαλύτερος έναντι του δευτερογενούς και του τριτογενούς, με προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, το κρασί, το στάρι μα πάνω από όλα την κορινθιακή σταφίδα να πρωτοπορούν σταθερά και με διαφορά στις εξαγωγές. Πρόκειται με δύο λόγια για μια κοινωνία αγροτική κατά βάση και συντηρητική στα ήθη και την κουλτούρα αλλά με μεγάλη επιθυμία για ανοδική κινητικότητα. Το στόχο αυτό τον επιτυγχάνει κυρίως με την οικογενειακή επένδυση στη συσσώρευση σχολικού κεφαλαίου (εξ ου και τα πολύ υψηλά ποσοστά αλφαβητισμού παρότι αγροτική) όπως και με την πρόσδεσή της στα πολιτικά δίκτυα πατρωνίας της εποχής (χάρη και στην καθιέρωση της καθολικής ψήφου των αρρένων, πολύ νωρίτερα από ό, τι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη) τα οποία αναλαμβάνουν τη διαχείριση των ατομικών και συλλογικών υποθέσεων σε τοπικό επίπεδο, εν απουσία ενός ισχυρού κράτους. Κάτι που άλλωστε εξηγεί και τη διαχρονικά έντονη πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αποτυπώνεται στον εντυπωσιακό αριθμό των 789 νέων τίτλων εφημερίδων (σχεδόν αποκλειστικά πολιτικών) που εμφανίστηκαν πανελλαδικά από το 1863 ως το τέλος του αιώνα, οι 402 εκ των οποίων στην Αθήνα [2].

Παράλληλα, στο επίπεδο της ιδεολογίας, κράτος και κοινωνία ταυτίζονταν με τρόπο απόλυτο, χάρη στη διαταξική και πανεθνική συναίνεση που είχε επιτευχθεί από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια γύρω από την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας (οι διαφορές αφορούσαν μόνο τον τρόπο και το χρόνο πραγμάτωσής της) εκτρέφοντας επί έναν αιώνα τις εθνικιστικές φαντασιώσεις για ένταξη των «αλύτρωτων» πληθυσμών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης κ.ά. στον εθνικό κορμό. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, που θα ενταθεί όσο θα οξύνεται το Ανατολικό Ζήτημα στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, είναι και από τα πιο κρίσιμα σε ό,τι αφορά το θέμα μας, καθώς είχε ως βασική συνέπεια τη σταθερά υπέρογκη επένδυση των ελληνικών κυβερνήσεων σε στρατιωτικές δαπάνες που, όπως έχει υπολογιστεί, κάλυπταν κατά μέσο όρο γύρω στο 30% του συνόλου των κρατικών δαπανών σε ειρηνικές περιόδους και έφθαναν το 50% σε περιόδους πολέμου ή πολεμικής κινητοποίησης[3]. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι δαπάνες αυτές καλύπτονταν ως επί το πλείστον από εξωτερικό δανεισμό και από τους ιδιαίτερα αυξημένους έμμεσους φόρους (που στράγγιζαν την αγοραστική δύναμη πρωτίστως των μισθωτών) και εκ της φύσεως τους δεν είχαν δε καμία παραγωγική αξία, ενώ η πολιτική και στρατιωτική τους σημασία θα αργούσε πάνω από μισό αιώνα να αποδειχτεί στην πράξη (δηλαδή από τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-3 και μετά). Πριν από το 1906-7, όταν και θα αρχίσει ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αυτές θύμιζαν ακόμη σε πολλά τους ατάκτους φουστανελάδες του 1821 [4]. Οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες είναι ένα φαινόμενο με αδιάλειπτη συνέχεια στα 180 χρόνια ζωής του ελληνικού κράτους, άμεσα συνδεδεμένο ασφαλώς με τα υπαρκτά γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα της περιοχής στην οποία οι συχνές αναταράξεις λόγω του Οθωμανού «μεγάλου ασθενούς» και του Ψυχρού Πολέμου εν συνεχεία, προκαλούσαν αντίστοιχα συχνές αλλαγές του status quo. Ταυτόχρονα, όμως, είχε να κάνει και με τη ροπή της εγχώριας πολιτικής τάξης διαχρονικά σε μια εθνικιστική ρητορική που συνέπαιρνε μεν το εκλογικό Σώμα και δημιουργούσε λαοπρόβλητους «εθνεγέρτες», δεν ανταποκρινόταν όμως πάντοτε σε απτούς εθνικούς κινδύνους.

Σε κάθε περίπτωση, η άρση του αποκλεισμού της χώρας από τις χρηματαγορές, το 1878 (μετά το συμβιβασμό με τους ομολογιούχους για το δάνειο του 1824-5) την βρήκε ενώπιον εντελώς νέων δεδομένων. Πολιτικά, ήταν η περίοδος που είχε αρχίσει να ανατέλλει το άστρο του φιλελεύθερου Χαρίλαου Τρικούπη ο οποίος, αφενός με τις απόψεις του περί της αρχής της δεδηλωμένης θα κατορθώσει να περιορίσει δραστικά την παρέμβαση του Θρόνου στο πολιτικό παιχνίδι, αφετέρου με την εμμονή του στη μετατροπή του πολιτικού συστήματος σε δικομματικό, θα μπορέσει να βάλει σε εφαρμογή, κάτω από συνθήκες σχετικής πολιτικής σταθερότητας, το μεγάλο του σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Το σχέδιο αυτό απαιτούσε πριν από όλα μεγάλα κονδύλια για δημόσιες επενδύσεις αλλά η διεθνής οικονομική συγκυρία ήταν ευνοϊκή για όλα αυτά. Ακριβώς επειδή η ευρωπαϊκή οικονομία βίωνε μια περίοδο ύφεσης μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1873, με αφορμή την κερδοσκοπία γύρω από τα γερμανικά χρεόγραφα, οι επενδυτές βρήκαν στις ανάγκες του ελληνικού κράτους για δανεισμό τον πιο ιδανικό πελάτη τους.