Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα

Όχι νέες διαπραγματεύσεις αμέσως. «Ναι» σε μέτρα άμεσης αναπτυξιακής απόδοσης

Καταλαβαίνει, λοιπόν, η Ευρώπη ότι υπό την πίεση του οικονομικού ανταγωνισμού θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποια μορφής πρόοδο στο θέμα της ομοσπονδοποίησης, στο πλαίσιο που περιέγραψα πριν, με τη Μεγάλη Βρετανία από τη μία άκρη και το Βέλγιο από την άλλη. Νομίζω ότι βαδίζουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί να πάρει πολλά χρόνια, μπορεί να πάει και πολύ πιο γρήγορα, αν η οικονομική πίεση ενταθεί και καταλάβουν οι ευρωπαίοι ότι αν δεν κάνουν κάτι σύντομα θα το πληρώσουν πολύ ακριβά.

Χαρακτηριστικό μιας τέτοιας βιασύνης είναι και το περιστατικό που έλαβε χώρα όταν δημιουργήθηκε η νομισματική ένωση στο Μάαστριχτ. Ο τότε Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν επέμενε να γίνει η νομισματική ένωση, έστω και αν προηγείτο της πολιτικής και οικονομικής ενώσεως. Δηλαδή, η ίδρυση της νομισματικής ένωσης ήταν πρωθύστερος αλλά δεν μπορούσε να γίνει και τίποτε άλλο, ήταν το μόνο που μπορούσε να προχωρήσει για να κρατηθεί η συνοχή της Ευρώπης. Απεφασίσθη, λοιπόν, να προχωρήσουμε στη νομισματική ένωση που λογικώς θα ήταν το τελευταίο βήμα που θα έπρεπε να γίνει. Σε μια από τις κρισιμότερες συνόδους ένας υπουργός μικρής χώρας σηκώθηκε και είπε προς τον Μιτεράν ότι εάν «προχωρήσουμε στη νομισματική ένωση με τα κριτήρια που έχουμε, μόνο το Λουξεμβούργο πληροί τις προϋποθέσεις». «Τότε», του απαντά ο Μιτεράν, «θα κάνουμε νομισματική ένωση μόνο με το Λουξεμβούργο». Αυτό το παράδειγμα δίνεται για να καταδειχθεί ότι κάποιες φορές μια πεποίθηση και η διαμόρφωση πολιτικής βάσει αυτής της πεποιθήσεως είναι τόσο δυνατή που ξεπερνάει και τα όρια της λογικής. Η νομισματική ένωση ήταν παράλογη, αλλά ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κρατήσει τότε την Ευρώπη ενωμένη και με προοπτική.
Ασφαλώς, τότε μπήκε και ο όρος ότι εντός διετίας θα προχωρήσουμε στην οικονομική ένωση και εντός τετραετίας η πολιτική ένωση θα είναι γεγονός. Πέρασαν 13 -14 χρόνια από τότε και δεν έγινε τίποτε, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αλλά και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει μια τάση να εξελίσσονται τα πράγματα αργά , μη μας τρομάζει αυτό ή μη μας εκπλήσσει. Πάντα έτσι γίνεται.
Εάν, λοιπόν, το ερώτημα είναι το ποια είναι η πορεία που πρέπει να ακολουθήσει μια χώρα σαν την δική μας, έχω την εντύπωση ότι ούσα η χώρα μας μικρή, περιθωριακή, χωρίς πρώτες ύλες, χωρίς βιομηχανία, με την οικονομία στηριζόμενη στον τριτογενή και ενδεχομένως στον καινούργιο τεταρτογενή τομέα (σ.σ.: η γνωστική βιομηχανία, η τεχνολογική έρευνα, ο σχεδιασμός, η εξέλιξη κ.λπ.) η λύσις για εμάς είναι να προχωρήσουμε προς αυτόν τον τομέα. Κι όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε και αρχίσουμε να παίζουμε ρόλο πρωταρχικό -για να αποκτήσουμε και πολιτική σημασία- τόσο καλύτερα θα είναι.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Αλλά στο μεταξύ, η Ελλάδα έχει να λύσει το ζήτημα του μνημονίου. Δεν θα μπω στην έννοια του μνημονίου γενικότερα, τα οποίο στη χώρα μας το έχουμε αναγάγει στο επίπεδο της θρησκείας. Το «πρώτο» μνημόνιο είναι αποτέλεσμα μιας εσπευσμένης διαπραγμάτευσης, η οποία ακολούθησε τον κλασικό τρόπο χειρισμού των διεθνών οργανισμών. Δηλαδή, βγάλε τη «ρετσέτα» και εφάρμοσέ την γενικώς. Επειδή έχω μια ιδέα του πώς δουλεύουν αυτοί οι οργανισμοί, η «συνταγή» είναι ίδια για εμάς και για τη Ζιμπάμπουε, όσο αστείο και αν φαίνεται. Υπάρχουν ορισμένες συνταγές που λένε τι πρέπει να γίνει ακριβώς και αυτές εφαρμόζονται από ανθρώπους που έχουν κατά κανόνα νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου. Είναι άνθρωποι επιπέδου, μορφωμένοι, με καλή σκέψη, ανθρωπιστές, αλλά σκέπτονται κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο ο οποίος έχει ένα πολύ έντονο μηχανιστικό στοιχείο. Αλλά, όπως έλεγε ο αείμνηστος πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν τον ερώτησε ο Σαλαζάρ «πώς τα κατάφερες και έκανες αυτή την μετάβαση από την δικτατορία στην δημοκρατία στην Ελλάδα», του απήντησε «δεν υπάρχει συνταγή».

Οι «ρετσέτες» είναι σπάνιο πράγμα. Πρέπει κανείς να προσαρμόζει τις καταστάσεις και τους κανόνες τους οποίους έχει στο περιβάλλον στο οποίο κινείται. Λοιπόν, το πρώτο μνημόνιο ήταν τελείως έξω από το ελληνικό πλαίσιο. Και είδαμε τα αποτελέσματα, φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Όταν είδαμε ότι στο πρώτο μνημόνιο προεβλέπετο πληθωρισμός 1,5% ενώ εκείνη την εποχή ήταν στο 5,5% έπρεπε να καταλάβουμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και να το μελετούσαμε περισσότερο.

Βεβαίως, το πρόβλημα με τους διεθνείς οργανισμούς είναι ότι άπαξ και παίρνουν μια θέση, είναι πολύ δύσκολο γι αυτούς να τις αλλάξουν, για λόγους αρχής, για λόγους πρεστίζ, κ.λπ.

Αλλά και στην Ελλάδα, δυστυχώς, αντί τα μνημόνια να αποτελέσουν αντικείμενο ψυχρής και σωστής αντιμετωπίσεως έγιναν αντικείμενο συναισθηματικής αντιδράσεως και όχι πολλής σκέψεως. Ο τρόπος με τον οποίον έγιναν οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν ο ιδεώδης και τούτο ισχύει και για τις δυο πλευρές. Νομίζω ότι οι βάσεις τις οποίες περιλαμβάνει το μνημόνιο στα δύο τμήματά του, γιατί αποτελείται από δύο τελείως χωριστά κομμάτια, το ένα είναι το δημοσιονομικό με τα οικονομικά θέματα και το άλλο είναι το θεσμικό, συνδέθηκαν ενώ είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Διότι δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένας λογικός άνθρωπος, στον φιλελεύθερο χώρο τουλάχιστον, ο οποίος να νομίζει ότι αυτά που περιλαμβάνονται ως αρχές στο θεσμικό μέρος είναι μη εφαρμόσιμα ή πράγματα τα οποία δεν πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς με σοβαρότητα ακόμα και στο πλαίσιο των ελληνικών δυνατοτήτων.