Πριν και μετά τον Χου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πριν και μετά τον Χου

Είναι η Κίνα καλύτερη από όσο πριν 10 χρόνια;

Για πρώτη φορά από το 1992, το πολιτικό ημερολόγιο των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας συγχρονίζεται, με τις προεδρικές εκλογές στην πρώτη χώρα και τη μετάβαση ηγεσίας στην άλλη. Όμως, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Μιτ Ρόμνεϊ θα έπρεπε να νικήσει τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα σε εθνικές εκλογές για να κερδίσει τον Λευκό Οίκο, ο Ξι Γινπίνγκ (Xi Jinping), ο οποίος αναμένεται να αναλάβει καθήκοντα ως ο επόμενος πρόεδρος της Κίνας αυτό το μήνα, δεν θα αντιμετωπίσει σε ανοικτό ανταγωνισμό τον εγκατεστημένο, Χου Ζιντάο. Αν οι Κινέζοι είχαν τη δυνατότητα μιας τέτοιας επιλογής, όμως, πιθανότατα θα ρωτούσαν το μόνιμο ερώτημα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών από την εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν [1], αν και σε ελαφρώς τροποποιημένη μορφή: Είμαστε σε καλύτερη θέση τώρα από ό, τι δέκα χρόνια πριν;

Παρ' όλα αυτά που έγιναν από την θεαματική άνοδο της Κίνας, οι αριθμοί δείχνουν ότι πολλοί άνθρωποι στην Κίνα θα απαντούσαν πιθανότατα «όχι». Καθώς ο Χου ετοιμάζεται να αφήσει την προεδρία, η Κίνα είναι απίστευτα ευημερούσα αλλά άνιση, ισχυρή αλλά και βαθιά ανασφαλής. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει βιώσει εντεινόμενες συγκρούσεις μεταξύ απαιτήσεων από την βάση για κοινωνική ισότητα, ατομικές ελευθερίες και περιβαλλοντική διαχείριση από την μία πλευρά και την επιθετική άμυνα του κατεστημένου του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος από την άλλη. Σε γενικές γραμμές, ο Χου και ο πρωθυπουργός του ο Γουέν Γιαμπάο (Wen Jiabao), θα παραδώσουν στην νέα διοίκηση του Ξι μια οικονομική κληρονομιά που είναι μακριά από το να είναι εξαιρετική και μια κοινωνία που είναι πιο κλονισμένη από εκείνη που κληρονόμησαν. Πιο σημαντικό, αφήνουν πίσω τους ένα πολιτικό περιβάλλον που είναι πιθανώς πιο διεφθαρμένο και ασφυκτικό σε σύγκριση με την επιχειρηματική και φιλελεύθερη εποχή της δεκαετίας του 1990. Αυτό είναι εν μέρει επειδή ο ρόλος της κυβέρνησης στην οικονομία αναπτύχθηκε, πράγμα που σήμαινε ότι εκείνοι που κατείχαν την πολιτική εξουσία μπορούσαν να την μεταφράζουν σε οικονομικό όφελος. Εν τω μεταξύ, εκείνοι που στερούνται πολιτικών διασυνδέσεων – δηλαδή, η συντριπτική πλειοψηφία των Κινέζων – είδαν τις οικονομικές ευκαιρίες τους να συρρικνώνονται καθώς τα χρήματα έρεαν προς τις πολιτικές τάξεις.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

Μια προφανής μέτρηση για την αξιολόγηση της απόδοσης του Χου και του Γουέν είναι η οικονομική ανάπτυξη - και η Κίνα όντως αναπτύχθηκε, από ένα ΑΕΠ 1,5 τρισ. δολαρίων το 2002 σε 7,3 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2011, διατηρώντας έναν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ περί το 10%. Καθώς η οικονομική πίτα επεκτάθηκε, τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν και οι μέσες ετήσιες αποδοχές μεταξύ των κατοίκων των πόλεων αυξήθηκαν από 1.000 δολάρια το 2002 σε 3.500 δολάρια το 2011. Οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται ακόμη περισσότερο απότομα, αλλά δεδομένου ότι τα κέρδη τους κατά μέσο όρο ήταν μόλις 300 δολάρια το 2002, δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε παρά μόνο προς τα επάνω.

Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την ίδια περίοδο, οι εξαγωγές της Κίνας απογειώθηκαν καθώς πραγματοποιήθηκε βιομηχανοποίηση σε μνημειακή κλίμακα και η μεταποίηση προσέφερε εισόδημα σε εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζομένων που έφυγαν από τα αγροκτήματα για υψηλότερα εισοδήματα στην πόλη. Παρά το γεγονός ότι η δεκαετής υπερ-εκβιομηχάνιση της Κίνας ακολούθησε την είσοδό της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 - το έτος πριν το σημερινό καθεστώς έλθει στην εξουσία – η κυβέρνηση του Χου έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την ιστορία. Υποστηρίζοντας πλήρως την ευρεία πολιτική συναίνεση σχετικά με την «επιτακτική ανάγκη ανάπτυξης» και υποστηρίζοντας ένα φιλελεύθερο εμπορικό καθεστώς, ο Χου και οι συνεργάτες του βοήθησαν με συνέπεια την Κίνα να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης που προκάλεσαν τον φθόνο των αναδυόμενων αγορών.

Αλλά αυτή η τεράστια ανάπτυξη έχει κάποιο κόστος. Δεδομένου ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έχει διογκωθεί στα 155 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011, οι οικονομικές προοπτικές της έγιναν υπερβολικά εξαρτημένες από την εξωτερική ζήτηση και η ανάπτυξή της έχει έρθει σε βάρος της εγχώριας κατανάλωσης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, κατά την τελευταία δεκαετία, η μείωση στο τμήμα του κινεζικού ΑΕΠ που εκπροσωπεί την εγχώρια κατανάλωση έχει σχεδόν εξ ολοκλήρου αντισταθμιστεί από την αύξηση των επενδύσεων. Η μεταμόρφωση της Σαγκάης, της οποίας ο ορίζοντας έχει γίνει ένας από τους πιο επιβλητικούς στον κόσμο μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια [2], είναι μια απόδειξη για τον εθισμό των επενδύσεων. Όταν η οικονομική κρίση του 2008-9 σάρωσε τα πάντα από το Μανχάταν ως τη Σαγκάη, ο ευάλωτος κινεζικός εξαγωγικός τομέας κατέρρευσε, με αποτέλεσμα το Πεκίνο να αναπτύξει βιαστικά ένα πακέτο αναζωογόνησης της οικονομίας ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έσωσε την οικονομία, αλλά βάθυνε τις ήδη σημαντικές ανισορροπίες. Παρά τις αντιξοότητες, ο Χου και ο Γουέν μπορούν να ισχυριστούν ότι έσωσαν την οικονομία της Κίνας από το χείλος της καταστροφής και ότι το μέσο κινεζικό εισόδημα αυξήθηκε σταθερά στα χρόνια τους.

Ωστόσο, η ραγδαία ανάπτυξη έχει ωφελήσει τον κινεζικό λαό άνισα, ενώ επιβάλλει βαρύ περιβαλλοντικό κόστος για όλους. Η ποσότητα της ενέργειας που απαιτείται για την εκβιομηχάνιση της Κίνας οδήγησε τη διοίκηση του Χου σε ένα επιθετικό ξεφάντωμα αγορών για φυσικούς πόρους. Ως αποτέλεσμα, η συνολική κατανάλωση ενέργειας της Κίνας υπερδιπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, από περίπου 1,6 δισεκατομμύρια τόνους ισοδύναμου άνθρακα το 2002 στα 3,5 δισ. τόνους το 2011. Επιπλέον, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) ανέφερε ότι η κατανάλωση ενέργειας της Κίνας ξεπέρασε εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών το 2009 (2,3 δισεκατομμύρια τόνους έναντι 2,2 δισεκατομμύρια τόνους), εξοργίζοντας τους Κινέζους αξιωματούχους, οι οποίοι αρνούνται κατηγορηματικά ότι οι αριθμοί είναι ακριβείς. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η ενεργειακή ένταση - το ποσό της ενέργειας που χρειάζεται για την παραγωγή μιας μονάδας ΑΕΠ - άρχισε να ανεβαίνει στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αφού μειώθηκε σταθερά καθ' όλη την προηγούμενη δεκαετία. Με άλλα λόγια, η κινεζική βιομηχανία όχι μόνο επεκτείνεται με ιλιγγιώδη ρυθμό αλλά γινόταν επίσης πολύ χαμηλής ενεργειακής απόδοσης.

Το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης αυτής της ενέργειας ήρθε με τη μορφή του άνθρακα, του οποίου η κυριαρχία στο ενεργειακό μείγμα της Κίνας έχει παραμείνει αξιοσημείωτα σταθερή, παρά την αύξηση της χρήσης του φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το 2010 ο άνθρακας αποτελούσε ακόμα το 70% του συνολικού ενεργειακού μίγματος της Κίνας. Και αυτό δεν αποτελεί μικρή ανησυχία: Μια οικονομία που κινείται με άνθρακα έχει ενσωματωμένες σοβαρές ατέλειες. Η ρύπανση στην Κίνα σήμερα είναι τόσο έντονη που, τις περισσότερες φορές, η κινεζική πρωτεύουσα φαίνεται να είναι τυλιγμένη μέσα σε ένα κουκούλι γκρι ομίχλης. Το αποτέλεσμα είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα δημόσιας υγείας, όπου αναφέρονται ότι είναι σε άνοδο οι ασθένειες του πνεύμονα που σχετίζονται με την ρύπανση. Και υπάρχει επίσης ο κίνδυνος θανάτου στα ανθρακωρυχεία. Το 2002, υπήρχαν περίπου 7.000 αναφορές θανάτων που σχετίζονται με τα ανθρακωρυχεία, περίπου 20 ανά ημέρα. Για να είμαστε δίκαιοι, η διοίκηση του Χου τσάκισε τις παράνομες δραστηριότητες εξόρυξης για να πετύχει τη μείωση των θανάτων που έγιναν το επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος και πηγή αμηχανίας για την κυβέρνηση. Η εκστρατεία για την ασφάλεια του άνθρακα υπήρξε επιτυχής στο να μειώσει δραστικά τον αριθμό των θανάτων κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά το σύνολο των θανάτων εξακολουθούσε να κυμαίνεται περίπου στους 2.000 μέχρι το 2011. Σαν για να υπενθυμίσει στην κυβέρνηση του Χου ότι το πρόβλημα είναι μακριά από το να έχει επιλυθεί πλήρως, μια έκρηξη σε ένα ανθρακωρυχείο στη νοτιοδυτική Κίνα στοίχισε άλλες 40 ζωές τον Αύγουστο του 2012.

Αυτή η ανησυχητική όρεξη για ενέργεια είναι ενδεικτική μιας ευρύτερης ιστορίας για την κυβέρνηση του Χου: Στη βιασύνη τους να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη, ο Χου και οι συνεργάτες του θυσίασαν στο μεταξύ την ποιότητα ζωής του κινεζικού λαού. Σε συνδυασμό με το σχετικό άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, αυτή η ανταλλαγή έχει μετατρέψει την κινεζική κοινωνία με τρόπους που διακυβεύουν το πολιτικό σύστημα, παράγοντας μη βιώσιμη κοινωνική ανισότητα ακόμη και όταν η ευημερία δημιούργησε μια αναδυόμενη μεσαία τάξη. Η ανισότητα έχει γίνει μια τόσο μείζων πολιτική ανησυχία για το Πεκίνο που έχει σταματήσει να δημοσιεύει τον επίσημο συντελεστή Gini - ένα πρότυπο που χρησιμοποιείται ευρέως για τη μέτρηση της εισοδηματικής ανισότητας. Πρόσφατα, ωστόσο, ο Λι Σι, ένας ακαδημαϊκός στο Normal University του Πεκίνου, εκτιμά ότι ο συντελεστής Gini της Κίνας πλησιάζει το 0,5, δηλαδή πολύ πάνω από το επίπεδο 0,4 που οι εμπειρογνώμονες θεωρούν ως κοινωνικά αποσταθεροποιητικό.

Το Πεκίνο τώρα κρύβει επίσης τον αριθμό των λεγόμενων μαζικών περιστατικών – που ορίζεται γενικά ως οι τοπικές διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και άλλες βίαιες ενέργειες στις οποίες συμμετέχουν τουλάχιστον 100 άτομα. Αυτά τα στατιστικά στοιχεία δημοσιοποιούνταν ιστορικά από το υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας της Κίνας. Τα τελευταία στοιχεία της κυβέρνησης, από το 2005, ανέφεραν περίπου 90.000 περιστατικά. Παρά το γεγονός ότι το Πεκίνο τηρεί επίσημα σιγή ιχθύος για το θέμα, ένας κοινωνιολόγος από το Πανεπιστήμιο Tsinghua υπολόγισε πρόσφατα ότι «τα μαζικά περιστατικά» διπλασιάστηκαν μεταξύ του 2005 και του 2010. Το να κουκουλωθούν τέτοια στοιχεία αυξάνει απλώς την ήδη δημοφιλή υποψία ότι οι κοινωνικές εντάσεις επιδεινώνονται στην Κίνα και ότι οι εργασιακές αναταραχές έχουν γίνει όλο και πιο συχνές και πιο έντονες, με τις ταραχές στο εργοστάσιο της Foxconn τον Σεπτέμβριο απλώς να υπογραμμίζουν την κατάσταση.

Η ανεπάρκεια των δημόσιων αγαθών, όπως η υγειονομική περίθαλψη, είναι επίσης ένα κρίσιμο συστατικό της επιδείνωσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα εξακολουθεί να είναι κατ’ όνομα μια σοσιαλιστική χώρα, οι δημόσιες δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη έχουν μειωθεί, ενώ οι προσωπικές ιατρικές δαπάνες έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία. Το 2010, οι προσωπικές δαπάνες αντιπροσώπευαν το 35% του συνόλου των κινεζικών των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης, σε σύγκριση με λιγότερο από 30% που είναι οι δημόσιες δαπάνες. Για να τεθεί απλά, τα τελευταία δέκα χρόνια, το Πεκίνο έχει διαθέσει χρήματα κυρίως για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και όχι για τις ανάγκες της κοινωνικής πρόνοιας του κινεζικού λαού. Πράγματι, την περίοδο 2002 - 2011 - την ίδια περίοδο που η οικονομία της Κίνας υπερτετραπλασιάστηκε – οι συνολικές δαπάνες υγείας-περίθαλψης ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμειναν σταθερές στο 4,8%.

Τέλος, στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, ο Χου προήδρευσε σε μια σειρά από νίκες, αλλά και σε κάποιες επικίνδυνες οπισθοχωρήσεις. Από τη θετική πλευρά της εξίσωσης, η Κίνα έχει βελτιώσει δραστικά τη σχέση της με την Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της θητείας του Χου, ιδίως μετά την εκλογή του προέδρου της Ταϊβάν Ma Ying-jeou το 2008. Κάποτε το πλέον ακανθώδες θέμα εθνικής ασφάλειας του Πεκίνου - και σίγουρα αυτό που ήταν πιο πιθανό να προκαλέσει μια στρατιωτική σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι σχέσεις εκατέρωθεν των στενών έχουν εισέλθει σε μια περίοδο επαναπροσέγγισης, με την οικονομική ολοκλήρωση να φέρνει την Ταϊβάν όλο και πιο κοντά στην ηπειρωτική χώρα κάθε μέρα. Επιπλέον, η αιγίδα του Χου επί του διαστημικού προγράμματος της Κίνας, η οποία οδήγησε στην πρώτη επανδρωμένη αποστολή της χώρας στο διάστημα νωρίτερα φέτος, αξίζει επίσης έπαινο. Αλλά τα λάθη της εξωτερικής πολιτικής του Χου είναι εξίσου αξιοσημείωτα όπως και οι επιτυχίες του. Στα τελευταία δύο χρόνια του Χου στην εξουσία, η Κίνα έδειξε τα δόντια της σε μια επίδειξη περιφερειακής αυτοπεποίθησης, εκνευρίζοντας τους γείτονές της και οδηγώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναπροσαρμόσουν τις στρατηγικές τους προτεραιότητες για την Ασία. Και ακόμη και καθώς ο Χου ετοιμάζεται να παραιτηθεί σε μια-δυο εβδομάδες, οι πρόσφατες σινο-ιαπωνικές εντάσεις εξακολουθούν να βράζουν χωρίς να διαφαίνεται κάποια λύση. Το σταθερό περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας της Κίνας, που χρειάστηκε τουλάχιστον μια δεκαετία για να οικοδομηθεί, βρίσκεται στο χείλος της διάλυσης.

ΕΝΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΣΙΓΟΥΡΟ ΤΕΛΟΣ

Στην θητεία του Χου, η Κίνα φιλοξένησε την πρώτη Ολυμπιάδα της και όρμηξε για να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, εμπνέοντας τόσο δέος όσο και τρόμο. Ωστόσο, οι Χου και Γουέν φεύγουν από την εξουσία αφήνοντας την οικονομια σε επιβράδυνση, τις λαϊκές διαμαρτυρίες σε αύξηση και ένα αυξανόμενο χάσμα αξιοπιστίας απέναντι στην κινεζική μεσαία τάξη, η οποία επιβαρύνεται όχι μόνο από την ανισότητα αλλά και από τους περιορισμούς στις πολιτικές ελευθερίες. Παρά τις επιτυχίες του Πεκίνου κατά την τελευταία δεκαετία, θα ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί μια ηχηρή επιδοκιμασία στην απερχόμενη διοίκηση.

Το ότι τόσα πολλά εσωτερικά προβλήματα έρχονται να κορυφωθούν ταυτόχρονα αποκαλύπτει ότι οι βάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το οικονομικό θαύμα της Κίνας αποδεικνύονται σαθρές σε μακροπρόθεσμη βάση. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές αντιμετωπίζει τώρα την ύφεση της παγκόσμιας ζήτησης. Ένα πολιτικό σύστημα που έχει φαινομενικά αποδώσει την επέκταση της οικονομικής πίτας έχει τώρα να μοιράσει την πίτα πιο δίκαια αντί απλά να εμπλουτίσει τον εαυτό του. Και ένα πρώην σταθερό περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας δίνει τώρα χώρο σε ρήγματα που θα μπορούσαν εύκολα να ξεφύγουν από τον έλεγχο αν δεν τύχει σωστής διαχείρισης.

Προκαλεί ελάχιστη απορία το ότι οι -από την βάση- κοινωνικές πιέσεις στην Κίνα αυξάνονται και ότι οι πιέσεις αυτές μπορούν να αποσταθεροποιήσουν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Πράγματι, η πιο αξιοσημείωτη μεταμόρφωση που έχει υποστεί το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) την τελευταία δεκαετία δεν είναι η στροφή προς τον καπιταλισμό της αγοράς, αλλά μάλλον η εξέλιξή του σε μια ελιτίστικη πολιτική οργάνωση που έχει προνομιακή πρόσβαση σε οικονομικές ευκαιρίες εις βάρος του μέσου μέλους της κινεζικής μεσαίας τάξης. Μια πρόσφατη ροή ανταποκρίσεων από δυτικούς δημοσιογράφους έδειξε ότι κορυφαίοι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν συσσωρεύσει τεράστιο πλούτο με ελάχιστη διαφάνεια. Ακόμα και η καλόκαρδη και ταπεινή δημόσια εικόνα του Γουέν έχει κλονιστεί από τις αποκαλύψεις ότι μπορεί να έχει συσσωρεύσει περί τα 2,7 δισ. δολάρια. Ως εκ τούτου, η επίτευξη μεγαλύτερης ισότητας και οικονομικής δικαιοσύνης - και άρα η άμβλυνση της αστάθειας - έχει γίνει τόσο μια πολιτική ανησυχία για το Πεκίνο όσο και μια οικονομική.

Σπάνια η διοίκηση Χου είδε την περαιτέρω πολιτική φιλελευθεροποίηση ως απάντηση στα αυξανόμενα οικονομικά και κοινωνικά δεινά. Εάν η επερχόμενη διοίκηση του Ξι αποτύχει να αντιληφθεί ότι οι πολιτικές αλλαγές είναι απαραίτητες για να ξεμπερδέψουν την πολυπλοκότητα των αυξανόμενων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Κίνα, το ΚΚΚ θα μπορούσε να δει την δική του πολιτική αντοχή να δοκιμάζεται σοβαρά κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Η ανοχή περισσότερης διαφάνειας και η υποδοχή της ισχύος ενός κράτους δικαίου είναι από τις βασικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αμβλύνουν τις πιέσεις στο πολιτικό σύστημα. Αλλά αν το Πεκίνο συνεχίσει να αντιστέκεται, όταν η επόμενη σημαντική μετάβαση εξουσίας έλθει το 2021, αντί να γιορτάζει τα 100ά γενέθλιά του, το ΚΚΚ θα μπορούσε να μελετά τον τρόπο με τον οποίο άφησε την εξουσία να γλιστρήσει από τα χέρια του.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138419/damien-ma/before-and-after-hu

Συνδέσεις:
[1] http://www.youtube.com/watch?v=loBe0WXtts8
[2] http://www.businessinsider.com/shanghai-1990-vs-2010-2010-6

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr