ΗΠΑ και Ευρώπη απομακρύνονται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

ΗΠΑ και Ευρώπη απομακρύνονται

Με αφορμή το νέο βιβλίο του Robert Kagan, The world America made

Στη δεκαετία που μεσολάβησε από εκείνο το βιβλίο μέχρι το πιο πρόσφατο του R. Kagan, The world America made (Alfred A. Knopf, 2012) οι εξελίξεις οδήγησαν σε αναδιάταξη του διεθνούς σκηνικού. Οι δύο διακηρυγμένοι στόχοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με την εισβολή στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, δεν εκπληρώθηκαν τελικά: η «εισαγωγή» της δημοκρατίας στις δύο αυτές χώρες (με ό,τι και αν σήμαινε αυτό) επιτεύχθηκε σε πολύ μικρό βαθμό παρά την ευκολία με την οποία γκρεμίστηκαν τα παλαιά καθεστώτα τους. Εξάλλου, οι πρόσφατες εξεγέρσεις σε μια σειρά αραβικών κρατών στο Μαγκρέμπ και στη Μ. Ανατολή απέδειξαν -ασχέτως της όποιας κατάληξής τους που άλλωστε παραμένει ανοικτή- ότι η δημοκρατία είναι αποκλειστικά «αυτοφυές φυτό» το οποίο μπολιάζεται πάντα και μόνο από το «υπέδαφος» στο οποίο φυτρώνει και δεν μπορεί να μεταφυτευτεί αυθαίρετα από ξένες «εκπολιτιστικές αποστολές» ακόμη και των καλύτερων προθέσεων.

Ο δε περιβόητος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας μάλλον περιπλέχθηκε από την παρουσία των Αμερικανών στη Μ. Ανατολή και σίγουρα δεν περιορίστηκε από αυτή (αντίθετα, εξαπλώθηκε και σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στη δεκαετία του 2000). Και φυσικά, δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η εξόντωση του επικεφαλής της αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν από τις αμερικανικές ειδικές δυνάμεις το 2011 στο Πακιστάν ήταν άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα της εκστρατείας στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι ΗΠΑ αποφάσισαν να απεμπλακούν από την περιπέτεια αυτή αποσύροντας τα στρατεύματά τους προτού ολοκληρώσουν το διακηρυγμένο έργο τους. Κι αυτό που αφήνουν πίσω τους σίγουρα δεν είναι μια Μ. Ανατολή πιο φιλική απέναντί τους και με λιγότερους κινδύνους για τη διεθνή τάξη. Μπορεί να μην υπάρχει Σαντάμ Χουσείν στο Ιράκ και Ταλιμπάν στα κυβερνητικά κτίρια τής Καμπούλ (διότι έξω από αυτή παραμένουν κυρίαρχοι) αλλά υπάρχει πάντα η απειλή του Ιράν η οποία ουδόλως τιθασεύτηκε από την παρουσία των Αμερικανών στη γειτονιά του και από την στρατιωτική τους υπεροπλία.

Καινούργια δεδομένα λοιπόν, καινούργια πρόταση για τη θέση της Αμερικής στον κόσμο, για να παραλλάξουμε το απόφθεγμα του Κέυνς. Και πράγματι, το νέο βιβλίο του Kagan απέχει παρασάγγας, στη λογική και το ύφος του, από εκείνο του 2002. Όπως προϊδεάζει και ο ίδιος ο τίτλος του, τον συγγραφέα τον ενδιαφέρει να υπερασπιστεί τον κόσμο που «έφτιαξε» η Αμερική μεταπολεμικά. Αλλά τι κόσμος είναι αυτός και από τι υλικά έχει φτιαχτεί; Όπως εξηγεί ο Kagan (εφεξής θα συνοψίζουμε το επιχείρημά του [4]), κάθε αυτοκρατορία επιβάλει το είδος της παγκόσμιας τάξης που της ταιριάζει, και τις βασικές αρχές και αξίες για τις οποίες πιστεύει ότι είναι οικουμενικές. Για την Αμερική οι αξίες αυτές βασίστηκαν στο δίπτυχο δημοκρατία-ελεύθερη αγορά [5]. Ωστόσο, την τάξη αυτή δεν την επέβαλε με πόλεμο όπως άλλες αυτοκρατορίες του παρελθόντος. Οι Αμερικανοί είναι απρόθυμοι ιμπεριαλιστές, αυτό όμως τους κάνει και λιγότερο επίφοβους ηγεμόνες. Αν ενεπλάκησαν μεταπολεμικά στην Ευρώπη ήταν γιατί τους το ζήτησαν οι Ευρωπαίοι. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Kagan, η Αμερική είναι η «Γκρέτα Γκάρμπο» του πλανήτη, θέλει να την αφήνουν ήσυχη. Πάει σε πόλεμο μόνο όταν πρέπει -αν και έχει πάει σε πολλούς. Βέβαια, έχει συνεργαστεί με δικτατορίες αλλά έχει ανατρέψει και πολλούς δικτάτορες. Υπό αυτή την έννοια, η εξωτερική της πολιτική είναι ελαφρώς σχιζοφρενική.

Τίποτα όμως δεν γίνεται από τύχη. Ο φιλελευθερισμός (δημοκρατία και καπιταλισμός) θριάμβευσε -λέει ο Kagan- διότι υπήρξαν μεγάλες δυνάμεις να τον υποστηρίξουν. Δεν ήταν μια ανεπίστρεπτη διαδικασία διότι υπήρξαν στο μεσοπόλεμο και μετά το ‘50 χώρες που ξανακύλησαν στη δικτατορία (Περού, Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή, Ελλάδα, Φιλιππίνες, Ν. Κορέα, Ινδονησία, Ταϊβάν, Πακιστάν κ.ά.). Ως το 1975, κάπου 35 χώρες στον κόσμο είχαν εγκαθιδρύσει δικτατορίες και παλινωδούσαν ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό. Το τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, όμως, ήρθε για να μείνει και τούτο παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός γνώριζε κάμψη μετά το 1973. Παραδέχεται, βέβαια, ότι οι ΗΠΑ ακόμη και σε αυτή τη φάση δεν είχαν πρόβλημα να ανεχτούν ορισμένες δικτατορίες (Χιλή, Ελλάδα, Γουατεμάλα, Ιράν) ενώ ήταν λίγες εκείνες οι φορές που αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν δημοκρατικά καθεστώτα λόγω ιδεαλιστικών λόγων (στον Παναμά ο Μπους πρεσβύτερος, στην Αϊτή ο Κλίντον). Πάντως, μετά το 1974 ήταν πολλές οι φορές που βοήθησαν για τον εκδημοκρατισμό ενός καθεστώτος (Γρανάδα, Ονδούρα, Ελ Σαλβαδόρ, Περού κ.ά.), κυρίως προστατεύοντας νεοπαγείς δημοκρατίες από το να κατρακυλήσουν στη δικτατορία. Το τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού θα ήταν εφικτό κατά πάσα πιθανότητα και χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ αλλά το ερώτημα είναι αν θα ήταν τόσο μεγάλο και με τόση διάρκεια. Μάλλον όχι, ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Οι ΗΠΑ μπόλιασαν με τις δημοκρατικές νόρμες τούς διεθνείς οργανισμούς και τις διεθνείς σχέσεις, και υπήρξαν ο καταλύτης της αλλαγής, βοηθώντας στην επίσπευσή της, και είναι αμφισβητήσιμο αν δίχως την παρουσία τους θα γίνονταν ποτέ οι αλλαγές αυτές.

Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, είναι ο «δικός τους» κόσμος αυτός που έχουμε μπροστά μας. Η θαλάσσια κυριαρχία και ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς ήταν που έκαναν τη Μ. Βρετανία και ακολούθως τις ΗΠΑ τους γεννήτορες του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος. Στο διάστημα 1950-2000, η παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόταν ετησίως με ρυθμό 3,9% σε σύγκριση με το 1,6% του 1820-1950. Και επίσης ο πλούτος διαχεόταν με πιο δίκαιο τρόπο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Κυκλοφορούν και πάλι, βέβαια, όπως στις αρχές του 20ου αιώνα, τα επιχειρήματα ότι οι δημοκρατίες και οι εμπορικά αλληλεξαρτημένες χώρες δεν εμπλέκονται σε πόλεμο μεταξύ τους ιδίως αν διαθέτουν όπλα τόσο ισχυρά με τα οποία να μπορούν να αλληλοεξοντωθούν. Η εμπειρία του αιματηρού 20ου αιώνα θα έπρεπε να μας δείξει ότι κάτι τέτοιο είναι αυταπάτη.