Γιατί η Ελλάδα δεν μειονεκτεί έναντι της Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Ελλάδα δεν μειονεκτεί έναντι της Τουρκίας

Η απομυθοποίηση ορισμένων «παραδοχών» των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Αναμφίβολα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η γεωπολιτική ενότητα του ελληνοτουρκικού χώρου υπονομεύθηκε, καθώς η σοβιετική απειλή από το Βορρά δεν υπήρχε πλέον και τα όμορα βαλκανικά κράτη είτε εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, είτε αποδυναμώθηκαν εξαιτίας των συρράξεων στα Δυτικά Βαλκάνια. Ωστόσο, η επέκταση της γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας, κυρίως εξαιτίας της εγγύτητάς της με τον ευαίσθητο για τις ενεργειακές πηγές χώρο της Μέσης Ανατολής, και ως χώρας- διαμετακομιστή πετρελαίου και φυσικού αερίου, αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι η Τουρκία θεωρείται, ιδιαίτερα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ως ένα κράτος από τη μια μεριά κοσμικό και φιλικό προς αυτά, αλλά που ανήκει από την άλλη περισσότερο στον βαλτώδη και ρευστό χώρο της Μέσης Ανατολής παρά στην Ευρώπη. Εάν η Τουρκία καταστεί πλήρες μέλος, τότε η ΕΕ θα συνορεύει και θα είναι αναγκασμένη να αναμειχθεί στις εντάσεις που υφίστανται ανάμεσα στην Τουρκία σχεδόν με όλες τις γειτονικές της χώρες στα ανατολικά, συμπεριλαμβανομένου του Κουρδικού ζητήματος. Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ είναι περιορισμένες. Εξάλλου, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία στην προσπάθειά της να υπερτονίσει τη γεωπολιτική της σημασία επεδίωξε να αναλάβει πρωτοβουλίες που πολύ γρήγορα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 όταν παρουσιάστηκε ως προστάτης των τουρκόφωνων νέων Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας, όταν θέλησε να αναδείξει το ρόλο της στην Μαύρη Θάλασσα - που όμως πολύ γρήγορα έχασε το ενδιαφέρον της για τον ΟΣΕΠ (Οργανισμός Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου) - και τέλος η πρόσφατη έντονη δραστηριότητά της στα αραβικά κράτη που κατέληξε στη δυσχερή αντιμετώπιση του συριακού προβλήματος και στις ολοένα και επιδεινούμενες σχέσεις με το Ιράν.

Αντίθετα, μολονότι η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας μειώθηκε στον άξονα Βορρά – Νότου, αυξήθηκε στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ΄90, καθώς η Ελλάδα ως οργανικό μέλος της ΕΕ και φυσικά του ΝΑΤΟ μπορούσε να παίξει, όπως και τελικά έπαιξε, μετά την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας με την ΠΓΔΜ το 1995, πρωταγωνιστικό ρόλο για τη σταθεροποίηση των Δυτικών Βαλκανίων. Επιπρόσθετα, η γειτονία της αεροναυτικής βάσης των ΗΠΑ στην Κρήτη με τη Βόρειο Αφρική, το Ισραήλ, τον Λίβανο και τη Συρία, καθώς και με τις χώρες του Περσικού Κόλπου παίζει ένα σημαντικό ρόλο, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί. Τέλος, η σημασία της Ελλάδας έχει επίσης αναβαθμιστεί με δύο πρόσφατες εξελίξεις. Η πρώτη εξέλιξη αφορά στην ανάπτυξη στενών στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Ελλάδας, που αν αποδειχθούν μακροπρόθεσμης πνοής, μπορούν να επαναπροσδιορίσουν την ισορροπία των δυνάμεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου με αρνητικές επιπτώσεις για την Τουρκία. Η δεύτερη εξέλιξη αναφέρεται στην ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στις ΑΟΖ της Κύπρου και του Ισραήλ που αναπόδραστα οδηγούν και για πρακτικούς λόγους (τρόποι μεταφοράς των νέων κοιτασμάτων των υδρογονανθράκων) σε μια σύναψη ενός γεωοικονομικού τριγώνου ανάμεσα στο Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα.

Κατά συνέπεια, η παραδοχή ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει τεράστια γεωπολιτική σημασία μόνον εν μέρει είναι ορθή. Έχει και η Ελλάδα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, αρκεί αυτά να έχουν αναλυθεί σωστά από τους διαμορφωτές αποφάσεων και να γίνουν αντικείμενο παραγωγής ορθής πολιτικής.

ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΓΕΙΤΟΝΑ

Η τουρκική απειλή δημιουργούσε πάντοτε διλήμματα που συχνά αποδεικνύονταν ανυπέρβλητα. Μια παραδοχή που έχει γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτή από τους Έλληνες διαμορφωτές αποφάσεων είναι ότι όποτε η Ελλάδα αντιπαρατάχθηκε μόνη της με την Τουρκία δεν μπόρεσε να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, διότι όποτε το έκανε, η έκβαση της διαμάχης απέβαινε υπέρ της Τουρκίας, καθόσον ήταν μεγαλύτερη, ισχυρότερη και πολυπληθέστερη χώρα. Μόνο όταν την αντιμετώπισε στο πλαίσιο μιας συμμαχίας, κατάφερε η Ελλάδα να ικανοποιήσει τους στόχους της. Ο Θοδωρής Κουλουμπής το απεκάλεσε «δόγμα Θεοδωρόπουλου» από τον εξέχοντα διπλωμάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο που πρώτος το διατύπωσε συγκροτημένα. Για να αντιμετωπίσει, συνεπώς, η Ελλάδα την τουρκική απειλή ήταν αναγκασμένη να στρέφεται προς συμμαχίες που τις περισσότερες φορές ήταν με ισχυρότερες και εξωπεριφερειακές δυνάμεις, πράγμα που σήμαινε, όχι σπάνια, την απώλεια της αυτονομίας της, ιδιαίτερα όταν ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί στρατιωτική ισορροπία με την Τουρκία. Για να παραφράσουμε την περίφημη ρήση του Μεξικανού προέδρου Πορφύρο Ντιάζ «Καημένη Ελλάδα, τόσο κοντά στην Τουρκία και τόσο μακριά από το Θεό». Απόρροια της παραδοχής αυτής ήταν ότι, ιδιαίτερα από το 1974 μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα της ρητορείας που κατά καιρούς επέδειξαν με κύριο αποδέκτη το εσωτερικό ακροατήριο οι ελληνικές κυβερνήσεις, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και στην Κύπρο με τρεις τρόπους που φανέρωναν αυτήν ακριβώς την παραδοχή. Ο πρώτος τρόπος αναφέρεται στα μέσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, ώστε να αποτραπεί η τουρκική επιθετικότητα. Η Αθήνα έκρινε ότι μόνον ειρηνικά μέσα θα έπρεπε να υιοθετηθούν. Ο δεύτερος τρόπος αποσκοπεί στην επίτευξη της διεθνούς απομόνωσης της Τουρκίας, εγχείρημα βέβαια εξαιρετικά δυσχερές με τη συγκρότηση περιφερειακών, διαφορετικών κατά καιρούς συμμαχιών στη Βαλκανική, στη Μέση Ανατολή ακόμα και στην Υπερκαυκασία και ο τρίτος απέβλεπε στην αμυντική ενίσχυση, ώστε να αυξηθεί στο μέγιστο δυνατό η αποτρεπτική ισχύς της χώρας.