Γιατί η Ελλάδα δεν μειονεκτεί έναντι της Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Ελλάδα δεν μειονεκτεί έναντι της Τουρκίας

Η απομυθοποίηση ορισμένων «παραδοχών» των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Εάν αυτή η παραδοχή τα προηγούμενα χρόνια είχε μια ουσιαστική αξία, μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, έχει μειωθεί σημαντικά. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ ως πλήρους μέλους θα πρέπει να μελετηθεί ως η σημαντικότερη διπλωματική επιτυχία της χώρας μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913, η τελευταία, ωστόσο ήταν απόρροια πολεμικών επιχειρήσεων. Η ένταξη δεν απέφερε μόνο οικονομικά οφέλη στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο όφελος από πλευράς ασφάλειας ήταν - χωρίς η ΕΕ να είναι κατά βάσιν στρατιωτική συμμαχία- ότι στην ουσία εξουδετερώθηκε σε μεγάλη έκταση ο κίνδυνος μιας προσβολής της Ελλάδας από τον υπέρτερο σε στρατιωτικά μέσα γείτονά της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κίνδυνος αυτός έχει εξαφανιστεί καθώς η Τουρκία ενδυναμώνει τη στρατιωτική της ισχύ και ιδιαίτερα το ναυτικό της. Γι’ αυτό το λόγο η Ελλάδα δεν πρέπει να αντιμετωπίζει την Τουρκία με το δέος μιας μικρής χώρας έναντι μιας μεγάλης, αλλά με τα πιστοποιητικά που έχει ως μέλος μιας ευρωπαϊκής (συν)ομοσπονδίας που με κατάλληλους διπλωματικούς ελιγμούς είναι σε θέση να επιβάλλει τις δικές της εθνικές θέσεις ως θέσεις της κοινής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.

Εξάλλου, κατά το πρόσφατο παρελθόν αυτό το πέτυχε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία θα πρέπει να εκτιμηθεί ως ένα άλλο μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μολονότι το Κυπριακό ζήτημα δεν έγινε κατορθωτό να επιλυθεί και η διασύνδεση της προόδου των διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας με την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Βασική, ωστόσο, προϋπόθεση αυτής της πολιτικής είναι να αποκατασταθεί το διαπραγματευτικό βάρος της Ελλάδας στη διαμόρφωση των θέσεων της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική με την ανάκαμψη της οικονομίας της καθώς και με τη ανάδυση ενός κράτους πιο αποτελεσματικού και λιγότερο διεφθαρμένου. Βλέπουμε, συνεπώς, πόσο διασυνδεμένη είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση με την εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα με την αντιμετώπιση της Τουρκίας.

Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επιχειρηματολογίας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ότι οι ελληνικές θέσεις στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο ενώ η Τουρκία κατάφωρα το παραβιάζει, όπως παραβιάζει επίσης το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Αυτή η παραδοχή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εισβολή που η Τουρκία πραγματοποίησε στην Κύπρο και στην άρνησή της να αποδεχτεί ότι τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα. Ως εκ τούτου, αρνήθηκε να επικυρώσει τη νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών του 1992. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική ενός κράτους δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στο διεθνές δίκαιο και ούτε μπορεί να το επικαλείται συνεχώς για ζητήματα που για πολλούς εκτιμούνται και ως πολιτικά. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται συνήθως από τα τρίτα κράτη και κυρίως τις μεγάλες δυνάμεις με κύριο κριτήριο τα εθνικά συμφέροντά τους.

Εξάλλου, αυτή η παραδοχή αποτελεί μια «κατασκευή» που καλλιεργήθηκε επισταμένως από την ελληνική πλευρά. Δηλαδή, ότι η Ελλάδα καταφεύγοντας στα διεθνή δικαστήρια θα δικαιωθεί. Όμως, δεν είναι σίγουρο ότι σε περίπτωση που το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών με βάση τις αποφάσεις που έχει εκδώσει (νομολογία) επιδικάσει τη διμερή διαφορά με την Τουρκία για την χάραξη των ορίων της υφαλοκρηπίδας, όπως, επίσης και στην περίπτωση της χάραξης των ορίων της ΑΟΖ, δεν θα λάβει σοβαρά υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες που υφίστανται στο Αιγαίο, την επήρεια της νότιας τουρκικής ακτογραμμής και της οικονομικής δραστηριότητάς της. Επίσης, δεν είναι δεδομένο ότι θα παραχωρήσει μεγαλύτερη θαλάσσια έκταση για εκμετάλλευση στην Τουρκία από εκείνη που πολλοί νομίζουν στην Ελλάδα. Ούτε στα ζητήματα των μειονοτήτων θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που ακολουθούν μια πολιτική ικανοποιητικής ανεκτικότητας, αφού έχει καταδικαστεί από το Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για παραβίαση των μειονοτικών δικαιωμάτων.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Στην Ελλάδα ολοένα και περισσότερο έχει γίνει αποδεκτό, ακόμα και πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, ότι η Τουρκία εξαιτίας του δυναμισμού που επιδεικνύει η οικονομία της, θα καταστεί στο μέλλον μεγαλύτερη απειλή. Ήδη, από το 1995 είχε διατυπωθεί ο φόβος ότι η έναρξη της τελωνειακής ένωσης μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ θα οδηγούσε σε αύξηση των εξαγωγών της Τουρκίας προς στην Ελλάδα. Σήμερα, το ΑΕΠ της γειτονικής χώρας έχει ήδη φτάσει τα 744 δισ. δολάρια από το επίπεδο των 230 δισ. δολαρίων που βρισκόταν το 2002 ενώ σημειώνεται ότι έχει πετύχει εντυπωσιακή ανάπτυξη των εξαγωγών της που άγγιξαν τα 152 δισ. δολάρια. Η Τουρκία ανήκει στoυς G-20, ενώ συνολικότερα η οικονομική ισχύς της αυξάνεται συνεχώς, πράγμα που τονίζεται επανειλημμένα από την τουρκική διπλωματία. Η Τουρκία εξ αιτίας του δυναμισμού που η οικονομία της, έχει αποκτήσει έχει συνεπώς τα μέσα να περιθωριοποιήσει την Ελλάδα. Εκφράζεται, δε ολοένα και συχνότερα η ανησυχία ότι η Τουρκία θα είναι σε θέση να διεισδύσει στον οικονομικό χώρο της Ελλάδας, ιδιαίτερα στη Δυτική Θράκη, εξαγοράζοντας πολλές ελληνικές επιχειρήσεις και εκμεταλλευόμενη την οικονομική δυσπραγία της χώρας. Επίσης, οι τουρκικές επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν με επιτυχία τις ελληνικές στα Βαλκάνια, ένα χώρο όπου η ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια σημείωσε σημαντικά επιτεύγματα.