Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού

Στόχοι, αναγκαιότητες και περιορισμοί τής ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές

Η κατάσταση είναι ανάλογη για την ΕΚΤ, παρά την διακεκηρυγμένη και αναμφισβήτητη προθυμία τού προέδρου της, Μάριο Ντράγκι, να κάνει «ο,τιδήποτε απαιτείται» για την διατήρηση της Ευρωζώνης και την αποκατάσταση της οικονομικής ομαλότητας στο πλαίσιό της. Η ΕΚΤ θα επιθυμούσε οι ανακεφαλαιοποίησεις των τραπεζών να γίνονται κεντρικά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό θα απήλασε την Ελληνική Δημοκρατία από ένα σημαντικό βάρος, αφού το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης σήμερα καταλογίζεται στο εθνικό δημόσιο χρέος. Πλην όμως, ως προς την παρούσα κρίση, αυτή η προοπτική έχει κλείσει ήδη από το 2012, λόγω των κάθετων και κατηγορηματικών γερμανικών αντιρρήσεων. Κατά τα λοιπά, η ΕΚΤ ενδιαφέρεται για την σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος συνολικώς, καθώς και την διασφάλιση των συμβατικών της απαιτήσεων από τα ελληνικά ομόλογα που διαθέτει. Στον βαθμό που η Ελλάδα δεν απειλείται με άμεσο δημοσιονομικό αδιέξοδο, η ΕΚΤ δεν έχει σαφή λόγο να επιδεικνύει διαλλακτικότητα ή να συμμερίζεται τις πολιτικές ανησυχίες τής Αθήνας.

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΔΝΤ

Από την πλευρά του, το ΔΝΤ επιθυμεί διακαώς και μονοσήμαντα την εφαρμογή στην Ελλάδα ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων ικανού να αποκαταστήσει σε μόνιμη βάση την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Το πακέτο μέτρων που προωθεί (και που πλέον αποτυπώνεται συνοπτικά στην «εργαλειοθήκη» τού ΟΟΣΑ και τις προτάσεις για τα εργασιακά) δεν είναι καθόλου εύπεπτο, ούτε αδιαφιλονίκητης ορθότητας. Δεν έχει δε καμία πιθανότητα να υιοθετηθεί από το εσωτερικό πολιτικό σύστημα εάν εκλείψει ο εξωτερικός εξαναγκασμός. Για τον λόγο αυτό, το ΔΝΤ επιθυμεί να δεσμεύσει ανεπιστρεπτί την χώρα στο νέο οικονομικό μοντέλο, προτού λήξει το πρόγραμμα βοηθείας και χαθεί έτσι η ικανότητά του να πιέζει αποτελεσματικά στην κατεύθυνση αυτή.

Για τον ίδιο λόγο, το ΔΝΤ δεν στερείται ομολογημένων ή ανομολόγητων υποστηρικτών μεταξύ των οπαδών τού οικονομικού φιλελευθερισμού και της ελεύθερης οικονομίας. Καθώς πολλοί εκ των τελευταίων συμπεριλαμβάνονται στον κυβερνητικό συνασπισμό εξουσίας, και μάλιστα στην ελίτ του, θα αποτελούσε γι’ αυτούς βέλτιστη λύση να υιοθετηθεί το πλήρες πακέτο υπό την πίεση του ΔΝΤ και να εμφανιστεί ως «διαπραγματευτική υποχώρηση» της ελληνικής πλευράς. Από την πλευρά τους, αυτό θα διασφάλιζε το επιθυμητό αποτέλεσμα περιορίζοντας κατά το δυνατόν το πολιτικό κόστος, καθώς η ευθύνη για τις πολιτικώς επώδυνες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να επιρριφθεί στον εξωτερικό παράγοντα· ταυτοχρόνως, οι σαφώς αρνητικές για τμήματα του πολιτικού συνασπισμού συνέπειες θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν από τα θετικά και τις «επιτυχίες» τού συνολικού πακέτου και την προοπτική επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος και εξόδου από την κρίση.

Περαιτέρω, όμως, το ΔΝΤ επεδίωξε να εξαναγκάσει τις άλλες πλευρές τής Τρόικας και τις εθνικές κυβερνήσεις των δανειστών να αποδεχθούν μια γενναία και οριστική διευθέτηση του προβλήματος του χρέους. Αυτό προϋποθέτει διαγραφή χρέους ή βαθύτατη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας μέσω αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων της χώρας προς τους δανειστές της – μια μείωση από την οποία το ίδιο το ΔΝΤ, ως απολύτως προνομιούχος δανειστής, εξαιρείται. Πλην όμως, για να επιτύχει η στρατηγική τού ΔΝΤ και να καμφθούν (αν υποθέσουμε ότι είναι δυνατόν να καμφθούν, δηλαδή ότι μπορούν να γίνουν αποδεκτές και εσωτερικά από τα πολιτικά τους συστήματα) οι αντιστάσεις των άλλων δανειστών, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή η Φινλανδία, θα έπρεπε πρώτα να καταδειχθεί ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι ανεπαρκές και η κατάσταση έχει εκτραπεί. Αυτό απαιτεί έντονο πεσιμισμό στις προβλέψεις και την προσπάθεια να αποτυπωθεί η δημοσιονομική κατάσταση με όσο το δυνατόν πιο μελανά χρώματα. Σε συνδυασμό με την επιθυμία διατήρησης του ελληνικού κυβερνητικού μηχανισμού υπό άμεσο έλεγχο, η παράμετρος αυτή εξηγεί, γιατί το ΔΝΤ καθ’ όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων έβρισκε παντού δημοσιονομικά κενά.

Αντικειμενικά, η καταληκτική επιδίωξη του ΔΝΤ (δηλαδή, η γενναία ελάφρυνση του χρέους) ήταν απολύτως σύστοιχη με τα συμφέροντα της χώρας μας. Όμως, η πορεία προς τον θετικό στόχο δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά, διότι προϋπέθετε να αναγνωριστεί ευθέως η μη βιωσιμότητα της μέχρι τώρα ακολουθούμενης πολιτικής, και μάλιστα προκαταβολικά, δηλαδή, χωρίς να έχει ήδη διασφαλιστεί το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν ένα ρίσκο, που η ελληνική πλευρά δεν ήταν πρόθυμη να πάρει – ειδικά, μάλιστα, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοακύρωσή της. Έτσι, μεταξύ της πολιτικής της «αδυναμίας πληρωμής» και εκείνης του «success story», η επιλογή της δεύτερης προέκυψε ως μονόδρομος για την κυβέρνηση. Συνεπώς, η ελληνική γραμμή ήταν και είναι ότι ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους επιβάλλεται, όχι επειδή το χρέος έχει καταστεί μη εξυπηρετήσιμο, αλλά επειδή αυτό επιτάσσουν η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και οι ρητές δεσμεύσεις των κρατικών δανειστών. Με άλλα λόγια, η περικοπή τού χρέους επιβάλλεται να γίνει απλώς και μόνον ως επιβράβευση για τις θυσίες και τις επιτυχίες τού ελληνικού λαού. Πρόκειται για μια ασθενή διαπραγματευτική βάση, αλλά και πάλι, την μόνη πολιτικώς εφικτή.

Έτσι, η κυβέρνηση υιοθέτησε μια ρητορική αντιπαράθεσης με το ΔΝΤ, στο οποίο αποδόθηκε (και μάλιστα με εύλογα επιχειρήματα) αδιαλλαξία. Η αντιπαράθεση για το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αποτέλεσε το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Την εικόνα συμπλήρωσε η απόδοση στον εκπρόσωπο του ΔΝΤ στην Τρόικα, κ. Poul Thomsen, της κύριας ευθύνης για την κωλυσιεργία στις διαπραγματεύσεις και την διαρκή διεύρυνση των αιτημάτων.