Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού

Στόχοι, αναγκαιότητες και περιορισμοί τής ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές

Η τάση αυτή ενισχύεται από την δυσπιστία των μελών τής Τρόικας ως προς την αφοσίωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος στους στόχους τού προγράμματος προσαρμογής και την βούληση και ικανότητά του να το εφαρμόσει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης μπορεί να είναι προσβλητική για την ελληνική πλευρά, αλλά δεν είναι αδικαιολόγητη. Ως αφετηρία έχει την χρόνια κωλυσιεργία τριών διαδοχικών κυβερνήσεων στα ζητήματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και τον υψηλό βαθμό κόπωσης της ελληνικής κοινωνίας, που ενισχύει τους κινδύνους εγκατάλειψης της περαιτέρω προσπάθειας. Επιτείνεται δε από τις διαπραγματευτικές επιδιώξεις τής χώρας, οι οποίες δεν αποσκοπούν στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας του προγράμματος ή την ορθολογικότερη εκδίπλωσή του, όσο στην κατοχύρωση εξαιρέσεων, την διαιώνιση κάποιων στρεβλώσεων (όπως η διάθεση μη συνταγογραφούμενων σκευασμάτων αποκλειστικά από τα φαρμακεία, το αγγελιόσημο, κ.λπ.) και την διασφάλιση της δυνατότητας για μικροπαροχές. Στα μάτια των συνομιλητών, αυτό αποδεικνύει την «κακή πίστη» τής ελληνικής πλευράς και την απουσία σοβαρότητας ή αποφασιστικότητας στην προσπάθειά της.

Επίσης, τα μέλη τής Τρόικας διατηρούν επιφυλάξεις ως προς την διατηρησιμότητα των έως τώρα επιτυχιών τής Ελλάδας. Ακόμη και εάν η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι διατηρήσιμη, όπως διατείνεται η ελληνική πλευρά, δεν παύει να είναι ευκόλως αναστρέψιμη. Η αναστροφή τού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν στηρίζεται στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά στην δραστική μείωση των εισαγωγών, πράγμα που σημαίνει ότι η θεωρητική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μεταφράζεται μέχρι τώρα σε απτό αποτέλεσμα. Το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων δεν έχει προχωρήσει ικανοποιητικά. Και η εφαρμογή ήδη νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων σε πολλές περιπτώσεις καρκινοβατεί.

Σε τέτοιο περιβάλλον, η Τρόικα έθεσε σημαντικά προσκόμματα στην κυβερνητική επιθυμία για διανομή «κοινωνικού μερίσματος» από το πρωτογενές πλεόνασμα και έδειξε ελάχιστη προθυμία να διευκολύνει πολιτικά την κυβέρνηση. Παρ’ ότι μια ενδεχόμενη σύγκρουση θα έβλαπτε καίρια την «φιλική» προς το πρόγραμμα κυβερνητική πλειοψηφία, αυτό δεν φάνηκε να αποτρέπει τους ελεγκτές από την τήρηση μιας σκληρής και άτεγκτης γραμμής, ενδεχομένως επειδή μια τέτοια γραμμή, πέραν των άμεσων αποτελεσμάτων της, λειτουργεί ταυτόχρονα ως ένα ισχυρό προειδοποιητικό μήνυμα προς τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΤΡΟΪΚΑΣ;

Πάντως, η στάση τής Τρόικας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ενιαία και αδιαίρετη. Ο κάθε πόλος υπακούει στις δικές του αναγκαιότητες και απευθύνεται στο δικό του κοινό. Παίζει, εν ολίγοις, το δικό του εσωτερικό παίγνιο, που έχει ειδικούς όρους.

Το ΔΝΤ έχει τα λιγότερα να χάσει από μια ενδεχόμενη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που αυτή την φορά θα πλήξει τους δανειστές τού δημόσιου τομέα. Οι δικές του απαιτήσεις απέναντι στην χώρα μας είναι διασφαλισμένες, αφού η πάγια διεθνής πρακτική τού επιφυλάσσει απολύτως προνομιακή μεταχείριση κατά την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων ενός κράτους. Συνεπώς, το ΔΝΤ έχει την πολυτέλεια να επιδιώκει την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, ακόμη και αν αυτή απαιτεί την απομείωση των απαιτήσεων τρίτων μερών, όπως η Γερμανία και οι λοιποί Ευρωπαίοι δανειστές.

Το ΔΝΤ είναι, επίσης, πάντοτε έτοιμο να εγκαταλείψει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η επιτυχία τού προγράμματος προσαρμογής το ενδιαφέρει περισσότερο απ’ ό,τι η συνέχιση της στήριξης. Η προθυμία του για υποχωρήσεις επί του περιεχομένου τού προγράμματος είναι, συνεπώς, εξαιρετικά περιορισμένη, ειδικά μάλιστα στον βαθμό που τα εκτός Ευρώπης μέλη του είναι αναδυόμενες οικονομίες, με σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, για τις οποίες δεν είναι καθόλου ευχάριστο να χρηματοδοτούν, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, την διάσωση μιας πλούσιας ευρωπαϊκής χώρας. Συνεπώς, για το ΔΝΤ η εγκατάλειψη του προγράμματος αποτελεί ρεαλιστική εναλλακτική λύση, και μάλιστα μικρού κόστους.

Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να εγκαταλείψει πλήρως και οριστικά την Ελλάδα, δηλαδή, ένα κράτος-μέλος τής Ένωσης. Ως ευρωπαϊκός γραφειοκρατικός μηχανισμός που ενδιαφέρεται για την συνέπεια και διοικητική ομοιομορφία των αποφάσεων, η Επιτροπή έχει ως υψηλή προτεραιότητα την εμπέδωση του πρόσφατου θεσμικού πλαισίου για την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η Επιτροπή επιθυμεί να προχωρήσει το πρόγραμμα, χωρίς να παραβιάζεται η διαδικαστική πεπατημένη και τα ουσιαστικά όρια που έχουν τεθεί. Επί της ουσίας, χωρίς να ταυτίζεται πλήρως με την γερμανική πολιτική, οφείλει να κρατά τις δανείστριες χώρες ικανοποιημένες και να αποφεύγει εμπλοκές με ευρύτερες συνέπειες, που μπορεί να οδηγήσουν σε γενικότερες διενέξεις ή παράλυση, όπως, για παράδειγμα, την άσκηση βέτο στο επίπεδο των ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης (EFSΜ ή ESM) ή την αμφισβήτηση της συμβατότητας των ευρωπαϊκών μηχανισμών και μέτρων διάσωσης με το γερμανικό σύνταγμα. Για την Επιτροπή, συνεπώς, γραφειοκρατικώς ορθές λύσεις, που συντηρούν την κατάσταση υπό έλεγχο, έστω και αν δεν αντιμετωπίζουν τα βαθύτερα προβλήματα, είναι αποδεκτές.

Η Επιτροπή δέχεται εξ άλλου την ισχυρή πίεση των κυβερνήσεων των χωρών τού κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Εν όψει ευρωεκλογών αλλά και εσωτερικών πολιτικών διεργασιών, οι κυβερνήσεις αυτές δεν μπορούν να αγνοούν την ραγδαία άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, που στις χώρες τους εκδηλώνεται ως έλλειψη αλληλεγγύης προς την περιφέρεια και, εν προκειμένω, ως απόλυτη απροθυμία να βοηθηθεί η «ανεύθυνη» Ελλάδα με κόστος των εγχώριων φορολογουμένων.