Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας

-Ο λόγος που καθορίζεται από τις σχετικές τιμές «διεθνώς εμπορευσίμων» και «διεθνώς μη εμπορευσίμων» είναι η πραγματική εξωτερική συναλλαγματική ισοτιμία τής εθνικής οικονομίας και η αύξησή (μείωσή) του, επιφέρει την υποτίμηση (ανατίμηση) της νομισματικής ισοτιμίας και επιδρά βελτιωτικά (επιδεινωτικά) στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Αυτό, ισχύει κυρίως για «μικρές ανοικτές οικονομίες» όπως η Ελλάδα που είναι «λήπτρια τιμών» όσον αφορά τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» διότι η συνεισφορά της στις μεταβολές τής συνολικής διεθνούς ζήτησης για τα τελευταία, από την οποία ζήτηση καθορίζεται και η ενιαία διεθνής τιμή τους, είναι ανεπαίσθητη. Ερμηνεύεται δε ως εξής: εάν, για παράδειγμα, η εξωτερική συναλλαγματική ισοτιμία μιας «μικρής ανοιχτής οικονομίας», η οποία λειτουργεί με συνθήκες κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποτιμηθεί για έναν λόγο που δεν έχει σχέση με τους όρους παραγωγής, όπως, φερ’ ειπείν, μια υποθετική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα απαιτούνται πλέον περισσότερες μονάδες «διεθνώς μη εμπορευσίμων» για να αγοράσουν τις ίδιες μονάδες «διεθνώς εμπορευσίμων» που αγόραζαν και πριν. Η σημασία αυτής της αλλαγής είναι πολυσήμαντη διότι, εκτός από τις επιπτώσεις που θα έχει στο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και στην δομή τής ζήτησης, η οποία όπως είναι φυσικό θα προσπαθήσει να υποκαταστήσει τα πιο ακριβά προϊόντα με πιο φθηνά, εάν και όπου, αυτό είναι δυνατόν, θα υπάρξουν και σημαντικές επιπτώσεις στην δομή τής παραγωγής διότι οι εγχώριοι παραγωγοί «διεθνώς εμπορευσίμων» θα δουν το περιθώριο κέρδους τους να αυξάνεται και αυτό θα τους παρωθήσει στην αύξηση της προσφοράς τους, ενώ οι παραγωγοί «διεθνώς μη εμπορευσίμων», αντιθέτως, θα δουν το περιθώριο κέρδους τους να μειώνεται και αν η «υποκατάσταση της ζήτησης» δεν είναι τόσο μεγάλη και η ζήτηση για τα προϊόντα τους δεν αυξηθεί σημαντικά, τότε θα έχουν και αυτοί ισχυρά κίνητρα να μεταφέρουν μέρος των πόρων που απασχολούν στην παραγωγή «διεθνώς εμπορευσίμων». Είναι γνωστό, άλλωστε, στην σύγχρονη οικονομική θεωρία ότι μεγάλα αναπτυξιακά «θαύματα», ειδικά χωρών που βρίσκονταν χαμηλά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και ήθελαν να «ανεβούν κατηγορία» όπως, για παράδειγμα, η Κίνα, στηρίχθηκαν αρχικά σε ένα τεχνηέντως υποτιμημένο νόμισμα, γεγονός που αποτέλεσε ίσως τον πιο σημαντικό παράγοντα που διευκόλυνε την επιτυχία τους.

Με διαφορετικό τρόπο, φυσικά, λειτουργεί μια «υπερτίμηση» του εθνικού νομίσματος. (Μια σταδιακή και ομαλή, ανατίμηση του νομίσματος είναι διαφορετικό πράγμα: Οφείλεται στην άνοδο της παραγωγικότητας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και στην λειτουργία του μηχανισμού τής αγοράς που διαχέει τα ωφελήματα εξ αυτού σε όλη την κοινωνία. Αντίθετα, «υπερτίμηση» θεωρούμε την άνοδο της πραγματικής συναλλαγματικής οικονομίας όταν αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας αλλά άλλων, εξωγενών προς την παραγωγή, παραγόντων όπως η είσοδος κερδοσκοπικών κεφαλαίων, ή «έγχυση» στην οικονομία κεφαλαίων που προήλθαν από υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό με σκοπό την «τόνωση της ενεργού ζήτησης» κλπ). Στην περίπτωση της «υπερτίμησης» τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» γίνονται πιο φθηνά, και τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» πιο ακριβά. Η εγχώρια παραγωγή των πρώτων καθίσταται εν μέρει ασύμφορη διότι το περιθώριο κέρδους μειώνεται με δεδομένη την ενιαία διεθνή τιμή τους, ενώ των δευτέρων πιο αποδοτική. Η συμπεριφορά τής ζήτησης, όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι «συμμετρική»: Στρέφεται προς τα πιο φθηνά «διεθνώς εμπορεύσιμα» που, όμως, είναι όλο και πιο πολύ εισαγόμενα από το εξωτερικό, διότι η εγχώρια παραγωγή τους, εφ’ όσον έχει καταστεί λιγότερο αποδοτική έχει μειωθεί. Παράλληλα, το εισόδημα που «περισσεύει» από την μικρότερη δαπάνη για «διεθνώς εμπορεύσιμα» στρέφεται προς τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα», είτε για λόγους «συμπληρωματικότητας» (γιατί δηλαδή, για παράδειγμα, μαζί με τα εισαγόμενα ανθεί και το εισαγωγικό εμπόριο) είτε για λόγους «υποκατάστασης», αυξάνοντας, επί παραδείγματι, την ζήτηση για κατοικίες. (Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η αναφορά σε καθεστώς κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας γίνεται μόνο για λόγους ευκολίας. Υποτίμηση ή «υπερτίμηση» είναι, κάλλιστα, δυνατή και σε καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και αφορά την «πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία» η οποία συναρτάται κυρίως με το «κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος» που προσδιορίζει τις σχετικές τιμές τόσο με το εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό).

Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ