Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας

Είναι αναγκαίο εδώ να επαναλάβουμε ότι, παρά τα όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί για την ελληνική κρίση και χρεοκοπία, παρά τις κατάρες και τους ολοφυρμούς, παρά τις καταγγελίες για συνωμοσίες και προδοσίες, παρά τις αναφορές στην διαφθορά και στον κρατισμό, κανείς δεν έχει παρουσιάσει ένα λειτουργικό υπόδειγμα, δηλαδή ένα «σύστημα ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών» που να εξηγεί πώς και γιατί η ελληνική οικονομία, σε μια ορισμένη στιγμή, οδηγήθηκε στην χρεοκοπία και στην κατάρρευση. Στην καλύτερη περίπτωση, οι πιο φιλόδοξες προτάσεις ερμηνείας δεν είναι παρά ποσοτικές περιγραφές των εξελίξεων, σε συνδυασμό με προσπάθειες πολιτικής χειραγώγησης των ακροατών ή αναγνωστών τους. (Στις χειρότερες περιπτώσεις, δε, είναι είτε συνομωσιολογικά παραληρήματα είτε ψευδο-ηθικολογικοί δικανικοί ανθρώπων που προφανώς αγνοούν ότι η ελληνική κοινωνία ήταν διεφθαρμένη και κρατικιστική επίσης και το 1960 και το 1980 και το 2000 -αλλά δεν χρεοκόπησε τότε. Χρεοκόπησε το 2010, και αυτό είναι που απαιτεί μια αντικειμενική ερμηνεία, η οποία θα λαμβάνει υπ’ όψιν της τα πραγματικά γεγονότα αντί απλά να εξωτερικεύει τα προσωπικά ή πολιτικά απωθημένα του καθενός). Η προηγηθείσα περιγραφή των ιδιοτήτων των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», εν τούτοις, και του πώς οι μεταξύ τους σχέσεις επιδρούν στην ανάπτυξη μιας «μικρής ανοιχτής οικονομίας», επιτρέπουν την καταγραφή των όρων και των προϋποθέσεων μιας ισόρροπης αναπτυξιακής διαδικασίας. Συγκρίνοντάς τους με τις εξελίξεις τής ελληνικής περιπτώσεως, και εντοπίζοντας τα σημεία στα οποία αυτή απέκλινε από την «ατραπό της ευσταθούς αναπτυξιακής ισορροπίας», οδηγείται κανείς με ακρίβεια στην κατανόηση του πού βρίσκονται οι αιτίες τής εθνικής μας αποτυχίας αλλά και στο ποιές οικονομικές πολιτικές είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη και ποιές είναι ακατάλληλες και πρακτικά ανεφάρμοστες.

Ο θεμελιώδης όρος αναπτυξιακής ισορροπίας σχετίζεται με το επίπεδο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, δηλαδή την σχετική τιμή των «διεθνώς εμπορευσίμων» με τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα». Μια, σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση, υπερτιμημένη ισοτιμία είναι ο πλέον ισχυρός ανασχετικός παράγοντας για την ανάπτυξη. Η πιο σημαντική ένδειξη της «υπερτίμησης» είναι ένα μακροχρόνια ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ένα σταθερά αυξανόμενο εξωτερικό χρέος. (Αλλά, επίσης, και μια «χαμηλή» θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας). Βεβαίως, μια «αναπτυσσόμενη» οικονομία, στην πρώτη φάση τής αναπτυξιακής της πορείας, είναι λογικό να δημιουργεί εξωτερικό χρέος και έλλειμμα, διότι χρειάζεται να δανεισθεί για να επενδύσει σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και να εισαγάγει τεχνολογία και τεχνολογική γνώση. Αυτά, όμως, δεν μπορεί παρά να είναι παροδικά. Εάν η επένδυση στην πρώτη φάση τής ανάπτυξης είναι αποδοτική, τότε το εξωτερικό δάνειο θα αποπληρωθεί, ενώ η παραγωγή θα υποκαταστήσει τις εισαγωγές ή θα δημιουργήσει ισάξιες εξαγωγές καταργώντας το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Αντίθετα, εάν το έλλειμμα παραμένει επί μακρόν και το χρέος αυξάνεται, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: είτε η επένδυση δεν είναι αποδοτική είτε τα δάνεια δεν χρησιμοποιούνται για παραγωγική επένδυση αλλά για κατανάλωση. Το δεύτερο αυτό, φυσικά, ισοδυναμεί με αυτοχειριασμό που πραγματοποιείται σε δόσεις, προκειμένου να υπάρξει ένα πιο εγγυημένο αποτέλεσμα. Πολύ συχνά, όμως, ο εν λόγω αυτοχειριασμός λαμβάνει χώρα ενδεδυμένος με τον μανδύα τής «αναπτυξιακής πολιτικής». Αίφνης, στην Ελλάδα όπου, κατά παγκόσμια αποκλειστικότητα και πρωτοτυπία, ο κεϋνσιανισμός αντιμετωπίζεται ως μια θεωρητική πρόταση «αναπτυξιακής πολιτικής» (και όχι μια μέθοδος αντικυκλικής πολιτικής), η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό για ενίσχυση της κατανάλωσης –«τόνωση της ενεργού ζήτησης»- έχει επανειλημμένα παρουσιασθεί ως «αναπτυξιακό εργαλείο» (και μάλιστα, όχι μόνο μια φορά: Ενώ τα αποτελέσματα είναι πάντα με εκτυφλωτικό τρόπο «αντιαναπτυξιακά», το επιχείρημα πάντα επανέρχεται, διότι ικανοποιεί τους βραχυπρόθεσμους ψηφοθηρικούς σχεδιασμούς των παροδικών πολιτικών ηγεσιών αλλά και τον σε μικρή απόσταση ευρισκόμενο ορίζοντα των ψηφοφόρων τους, καθώς και την βραχεία ιστορική- συλλογική τους μνήμη).

Η μακροοικονομική πολιτική προκειμένου να υποστηρίζει την ευσταθή αναπτυξιακή πορεία, πρέπει να συμβάλει, κυρίως στο να παραμένει μεσο-μακροχρόνια, το εξωτερικό ισοζύγιο ισοσκελισμένο (ή ελαφρά πλεονασματικό) ή πάλι, πράγμα που είναι το ίδιο, να διατηρείται η σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων» προς «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» σε εκείνο το επίπεδο που οι συντελεστές τής παραγωγής θα παρωθούνται σταθερά να απασχολούνται στον κλάδο των πρώτων, στον βαθμό τουλάχιστον που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για να υπάρξει ανάπτυξη. Η «έκχυση» αυξημένης ζήτησης μέσω αύξησης της δημόσιας δαπάνης σε μια «μικρή ανοιχτή οικονομία», δεν μπορεί να αυξήσει, σε πρώτη φάση, τις ονομαστικές τιμές, άρα και το περιθώριο κέρδους των «διεθνώς εμπορευσίμων» γιατί αυτό καθορίζεται σε διεθνές επίπεδο. Με δεδομένο, όμως, ότι τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα», με την σειρά τους, δεν μπορούν να αυξήσουν την προσφορά τους βραχυχρόνια, οι παραγωγοί τους βλέπουν -με χαρά- τις τιμές τους, άρα και το περιθώριο κέρδος τους, να αυξάνεται. Το αποτέλεσμα είναι, μεσοχρόνια, (που κάτι τέτοιο καθίσταται δυνατόν), να μετακινούνται πόροι από τον διεθνώς ανταγωνιστικό τομέα στον μη ανταγωνιστικό εγχώριο για να επωφεληθούν από τις υψηλότερες αποδόσεις που εμφανίζονται εκεί.