Τι σημαίνει για την Ιαπωνία μια σύνοδος κορυφής ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι σημαίνει για την Ιαπωνία μια σύνοδος κορυφής ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας

Ο Abe έχει πολλούς λόγους να είναι επιφυλακτικός

Η Βόρεια Κορέα έχει προσθέσει στις οπισθοδρομήσεις στην σχέση ΗΠΑ-Ιαπωνίας. Από τον Δεκέμβριο του 2002, όταν ο Kim Jong Il ανακοίνωσε ότι η Βόρεια Κορέα δεν θα ανέχεται πλέον τις επιθεωρήσεις των πυρηνικών εγκαταστάσεων της από την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA), οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία αρχικά συντόνισαν και μετά αποσυντόνισαν τις προσεγγίσεις τους προς την Πιονγιάνγκ. Η Ιαπωνία συνεργάστηκε με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα στην πρώτη τους προσπάθεια να διαπραγματευτούν μια αλλαγή στον τρόπο συμπεριφοράς της Πιονγκγιάνγκ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Υπό το Συμφωνημένο Πλαίσιο (Agreed Framework) το 1994, το Τόκιο χρηματοδότησε τους αντιδραστήρες ελαφρού ύδατος που ο Κορεάτικος Οργανισμός Ενεργειακής Ανάπτυξης (Korean Energy Development Organization, KEDO) επρόκειτο να δώσει στην Βόρεια Κορέα προκειμένου να τροφοδοτήσει τις ενεργειακές ανάγκες της. Τότε, το Τόκιο και η Σεούλ μοιράστηκαν μια αντίληψη του προβλήματος και μια δέσμευση να διαπραγματευτούν μια διέξοδο μακριά από το πυρηνικό ξέσπασμα του καθεστώτος Κιμ.

Ωστόσο, η βορειοκορεατική αθέτηση υπονόμευε όχι μόνο αυτή την ρύθμιση, αλλά και, τελικά, την διπλωματική ενότητα της Σεούλ, του Τόκιο και της Ουάσινγκτον. Ένας νέος πρόεδρος στην Σεούλ, ο Kim Dae-jung, ήθελε να επιδιώξει μια επιθετική στρατηγική δέσμευσης, αλλά αυτό, επίσης, σκόνταψε. Στην συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα η κυβέρνηση των ΗΠΑ του Τζορτζ Μπους, που χαρακτήρισε την Βόρεια Κορέα το 2002 ως μέρος ενός «άξονα του κακού» και, το 2005, επέβαλλε κυρώσεις σε μια τράπεζα του Μακάο που κρατούσε τα οικονομικά του καθεστώτος Κιμ. Ανησυχώντας για την αποτυχία του δικού του ρόλου στο πρόγραμμα του KEDO και με την αυξανόμενη επιβεβαίωση ότι το καθεστώς της Βόρειας Κορέας είχε απαγάγει συστηματικά Ιάπωνες πολίτες την δεκαετία του 1970, το ιαπωνικό κοινό έχασε το ενδιαφέρον του για την χρηματοδότηση οποιασδήποτε συμβιβαστικής λύσης με την Πιονγκγιάνγκ. Η Ιαπωνία απομακρύνθηκε από την υποστήριξη των διαπραγματεύσεων με τον Βορρά προς μια πολύ πιο σκληρή και πιο επιφυλακτική άποψη των προθέσεων του καθεστώτος Κιμ. Η βούληση της Ιαπωνίας να παράσχει οικονομική βοήθεια στο πλαίσιο μιας περιφερειακής διευθέτησης εξαφανίστηκε και, όπως και οι εξαμερείς συνομιλίες που ξεκίνησαν το 2003 -μια περαιτέρω προσπάθεια διπλωματίας που περιλάμβανε την Κίνα, την Ιαπωνία, την Κορέα, την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες- οι Ιάπωνες διαπραγματευτές παρέμειναν ιδιαίτερα δύσπιστοι στις προθέσεις της Βόρειας Κορέας. Για πρώτη φορά, το Τόκιο αισθάνθηκε επίσης αποστασιοποιημένο από την Ουάσιγκτον, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να δοκιμάσουν την ευκαιρία για μια διμερή διευθέτηση με τους Βορειοκορεάτες.

Επομένως, ο Abe έγινε μάρτυρας του πόσο εύκολα οι διαπραγματεύσεις με την Βόρεια Κορέα μπορούν να πιέσουν τους συμμαχικούς δεσμούς. Στην πραγματικότητα, έχει σημαντική εμπειρία στις διακυμάνσεις των διεθνών προσπαθειών για διαπραγματεύσεις με την οικογένεια Kim. Υπηρέτησε ως επικεφαλής γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου υπό τον Koizumi κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεών του με την Πιονγκγιάνγκ και έγινε ανοιχτά σκληροπυρηνικός σχετικά με τον συμβιβασμό της Ιαπωνίας με την Βόρεια Κορέα, όταν ο Kim Jong Il κατάφερε να μην λογοδοτήσει για επιπλέον απαχθέντες. Μιλώντας σθεναρά για την ανάγκη η Ιαπωνία να επιλύσει το ζήτημα των απαχθέντων, ο Abe προχώρησε στο να γίνει ένας από τους πιο ομιλητικούς επικριτές των διαπραγματεύσεων της χώρας του με την Πιονγκγιάνγκ.

Ωστόσο, από τότε που επέστρεψε στο γραφείο του πρωθυπουργού, ο Άμπε έχει δοκιμάσει για λίγο το πεδίο των διαπραγματεύσεων. Όταν ο Kim Jong Un πρότεινε να ξαναρχίσει συνομιλίες για την τύχη των Ιαπώνων που εξακολουθούν να ζουν στην Βόρεια Κορέα, ο Abe ενέκρινε μια απάντηση της ιαπωνικής κυβέρνησης, και μια ομάδα διαπραγματεύσεων -η οποία περιλάμβανε αξιωματούχους του Υπουργείου Εξωτερικών καθώς και της Εθνικής Αστυνομικής Υπηρεσίας- επισκέφθηκε την Πιονγκγιάνγκ τον Οκτώβριο του 2014. Τίποτα όμως δεν προέκυψε από αυτή την προσπάθεια, καθώς η Βόρεια Κορέα παρέλειψε για άλλη μια φορά να παράσχει αξιόπιστες νέες πληροφορίες σχετικά με την τύχη των Ιαπώνων που ζουν ακόμα μέσα από τα σύνορά της.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΡΑΜΠ-ΚΙΜ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΜΠΕ

Από τον Φεβρουάριο του 2017, όταν η Βόρεια Κορέα εκτόξευσε έναν πύραυλο στην Θάλασσα της Ιαπωνίας κατά την διάρκεια της επίσκεψης του Abe στο Mar-a-Lago [στμ: Το θέρετρο ιδιοκτησίας Τραμπ στην Φλόριντα των ΗΠΑ], ο πρωθυπουργός βασιζόταν στις στενές διαβουλεύσεις με τον Trump για να σιγουρέψει ότι οι ανησυχίες της Ιαπωνίας για την ασφάλειά της εκτιμώνται και εκπροσωπούνται στην ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην απειλή. Και υπό τον Abe, η ιαπωνική κυβέρνηση ήταν περισσότερο από πρόθυμη να αποδείξει πόσο σοβαρά εκλαμβάνει αυτή την αυξανόμενη πυραυλική απειλή. Κατά το παρελθόν έτος, ο τριμερής στρατιωτικός συντονισμός ΗΠΑ-Ιαπωνίας-Νότιας Κορέας επέκτεινε τον ρόλο των Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας. Και στις συζητήσεις για το επόμενο ιαπωνικό πενταετές αμυντικό σχέδιο, που αναμένεται να ανακοινωθεί μέχρι το τέλος του 2018, έχουν γίνει εκκλήσεις για την ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της άμυνας έναντι βαλλιστικών πυραύλων. Η Ουάσινγκτον και το Τόκιο συζητούν επίσης τι είδους συμβατικές επιλογές χτυπημάτων θα μπορούσαν να αποτρέψουν την Πιονγκγιάνγκ από το να υπολογίσει λανθασμένα την αποφασιστικότητα της Ιαπωνίας να αμυνθεί.