Ο νέος φόβος για την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο νέος φόβος για την Κίνα

Γιατί η Αμερική δεν πρέπει να πανικοβληθεί σχετικά με τον πιο πρόσφατο αμφισβητία της

Η Κίνα έχει επίσης πάει από το να υπονομεύει το διεθνές σύστημα στο να δαπανά μεγάλα ποσά για να το ενισχύσει. Το Πεκίνο είναι πλέον ο δεύτερος μεγαλύτερος χρηματοδότης των Ηνωμένων Εθνών και του ειρηνευτικού προγράμματος των ΟΗΕ. Έχει αναπτύξει 2.500 ειρηνευτές, περισσότερους από όλα τα άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μεταξύ 2000 και 2018, υποστήριξε 182 από τα 190 ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας [4] που επέβαλαν κυρώσεις σε έθνη που θεωρούνται ότι έχουν παραβιάσει διεθνείς κανόνες ή τύπους. Βεβαίως, οι αρχές που αγκυρώνουν την εξωτερική πολιτική του Πεκίνου σήμερα -«σεβασμός της κυριαρχίας», «εδαφική ακεραιότητα» και «μη παρέμβαση»- έχουν ζωογονηθεί σε μεγάλο βαθμό από την επιθυμία να εξουδετερωθεί η Δυτική παρέμβαση. Ωστόσο, σηματοδοτούν μια αξιοσημείωτη μετάβαση από μια ριζοσπαστική επαναστατική ατζέντα σε μια συντηρητική ανησυχία για σταθερότητα. Αν κάποιος είχε προβλέψει το 1972 ότι η Κίνα θα γίνει θεματοφύλακας του διεθνούς status quo, λίγοι θα πίστευαν ότι ήταν δυνατόν.

28092020-2.jpg

Κινέζοι των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στην Τζούμπα, στο Νότιο Σουδάν, τον Μάιο του 2017. Samir Bol / Reuters
--------------------------------------------------------------------

ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΣ ΘΕΣΕΙΣ

Η νέα συναίνεση για την οικονομική συμπεριφορά της Κίνας υποστηρίζει ότι η Κίνα ανάγκασε τις πολυεθνικές εταιρείες να μεταφέρουν την τεχνολογία τους [στην Κίνα], έχει επιδοτήσει τους «εθνικούς πρωταθλητές» της, και έχει θέσει επίσημα και ανεπίσημα εμπόδια στο δρόμο των ξένων εταιρειών που επιδιώκουν να εισέλθουν στην αγορά της. Το Πεκίνο, εν συντομία, χρησιμοποίησε την ανοιχτή διεθνή οικονομία για να ενισχύσει το δικό του κρατικιστικό και μερκαντιλιστικό σύστημα.

Είναι αλήθεια ότι αυτές οι άδικες πολιτικές απαιτούν προσοχή και δράση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η κυβέρνηση Τραμπ αξίζει κάποια πίστωση για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος -ειδικά υπό το φως της υιοθέτησης του κρατισμού από τον Σι μετά από δεκαετίες ελευθέρωσης. Αλλά πόσο μεγάλη και μόνιμη είναι αυτή η αντιστροφή; Πόσο διαφορετικές είναι οι πρακτικές της Κίνας από εκείνες άλλων χωρών των αναδυόμενων αγορών σήμερα; Και πάλι, ποια είναι η σωστή αμερικανική απάντηση;

Σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η Κίνα οφείλει μεγάλο μέρος της οικονομικής της επιτυχίας σε τρεις θεμελιώδεις παράγοντες: Tη μετάβαση από τα κομμουνιστικά οικονομικά σε μια προσέγγιση με βάση την αγορά, ένα υψηλό ποσοστό αποταμίευσης που καθιστά πιθανές μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου, και αυξανόμενη παραγωγικότητα. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η χώρα έχει επίσης ανοίξει στις ξένες επενδύσεις ουσιαστικά -περισσότερο από πολλές άλλες μεγάλες αναδυόμενες αγορές- επιτρέποντας την εισροή κεφαλαίων. Η Κίνα είναι μια από τις δύο αναπτυσσόμενες χώρες που κατατάχθηκαν στις 25 κορυφαίες αγορές για άμεσες ξένες επενδύσεις από το 1998. Από την ομάδα BRICS των μεγάλων αναδυόμενων αγορών (που περιλαμβάνει την Βραζιλία, την Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική), η Κίνα κατατάσσεται σταθερά ως η πιο ανοικτή και ανταγωνιστική οικονομία. Όσον αφορά την επίδραση των μερκαντιλιστικών κινεζικών πολιτικών στην οικονομία των ΗΠΑ, ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Lawrence Summers, σημείωσε ότι «δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι οι αθέμιτες κινεζικές εμπορικές πρακτικές έχουν επηρεάσει την ανάπτυξη των ΗΠΑ ακόμη και κατά 0,1% ετησίως».

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο οικονομικό μέτωπο, σχεδόν κάθε κατηγορία που διατυπώνεται σήμερα κατά της Κίνας -αναγκαστικές μεταφορές τεχνολογίας, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, περιορισμένη πρόσβαση για ξένες εταιρείες, κανόνες ευνοϊκοί για τους ντόπιους- είχαν διατυπωθεί για την Ιαπωνία την δεκαετία του 1980 και του 1990. Εκείνη την εποχή, το σημαντικό βιβλίο του Clyde Prestowitz με τίτλο Trading Places: How America Is Surrendering Its Future to Japan and How to Win It Back εξηγούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν φανταστεί ποτέ να έχουν να κάνουν με μια χώρα στην οποία «η βιομηχανία και το εμπόριο [θα] οργανώνονταν ως μέρος μιας προσπάθειας για την επίτευξη συγκεκριμένων εθνικών στόχων». Ένα άλλο ευρέως αναγνωσμένο βιβλίο της εποχής είχε τον τίτλο The Coming War With Japan. Καθώς η ανάπτυξη της Ιαπωνίας μειώθηκε, το ίδιο έκαναν και αυτοί οι υπερβολικοί φόβοι.

Η Κίνα σήμερα παρουσιάζει μερικές νέες προκλήσεις, ιδίως δεδομένης της αποφασιστικότητας του Xi να έχει το κράτος να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στο να βοηθήσει την χώρα να αποκτήσει οικονομική κυριαρχία σε κρίσιμους τομείς. Αλλά στο ευρύ σάρωμα της ιστορίας, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Κίνας στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα δεν προήλθε από την προθυμία της να παραβιάσει τους κανόνες αλλά από το τεράστιο μέγεθός της. Οι χώρες και οι εταιρείες θέλουν πρόσβαση στην Κίνα και είναι πρόθυμες να κάνουν παραχωρήσεις για να την αποκτήσουν. Αυτό δύσκολα καθιστά την Κίνα ασυνήθιστη. Άλλες χώρες με παρόμοια επιρροή συχνά ξεφεύγουν με παρόμοια συμπεριφορά ή και χειρότερη -καμιά περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια έκθεση του 2015 [5] από τον γίγαντα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών Credit Suisse παρέχει έναν χρήσιμο υπολογισμό μη δασμολογικών εμποδίων έναντι ξένων αγαθών που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από μεγάλες χώρες μεταξύ 1990 και 2013. Με συνολικό αριθμό περίπου 450, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην κορυφή. Στην συνέχεια είναι η Ινδία και μετά η Ρωσία. Η Κίνα έρχεται στο νούμερο πέντε, με μόλις το ένα τρίτο του αριθμού των μη δασμολογικών εμποδίων από όσα επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η εικόνα δεν έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια.