Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι γεωπολιτικές προκλήσεις μετά την πανδημία*

Κατά το παρελθόν, οι ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη την Γερμανία, έβλεπαν την Κίνα μόνον ως εμπορική ευκαιρία και χώρο οικονομικής επέκτασης. Η Κίνα κατέστη έτσι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ένωσης. Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν προχωρήσει σε μεγάλες άμεσες ξένες επενδύσεις εκεί. Η Κίνα, όμως, έχει πάψει να είναι απλώς μια αναδυόμενη οικονομία, με την οποία είναι αμοιβαίως επωφελές να συναλλάσσεσαι. Είναι πλέον ένα οικονομικός και τεχνολογικός γίγαντας, ένας επιθετικός επενδυτής στο εσωτερικό της Ένωσης, μια μεγάλη δύναμη που φιλοδοξεί να προβάλλει την ισχύ της σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως ακολουθεί μια στρατηγική συγκαλύψεως των δυνατοτήτων και των βλέψεων της. Σε μια αναστροφή της παραδοσιακής ροής των κεφαλαίων, κατά την τελευταία πενταετία παρατηρούμε καταιγισμό άμεσων κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη –συχνά, μάλιστα, σε στρατηγικούς τομείς. Την ίδια ώρα, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια προσπάθεια επαναχάραξης της παγκόσμιας οικονομικής γεωγραφίας μέσα από το περίφημο Belt and Road Initiative, μια αλυσίδα νέων δικτύων και υποδομών χρηματοδοτημένων με κινεζικά δάνεια και ειδικώς σχεδιασμένων έτσι ώστε να επιτύχουν μια ισχυρή διασύνδεση επάλληλων κύκλων χωρών με την Κίνα. Όλα αυτά βαθαίνουν τους δεσμούς, αλλά και τις εξαρτήσεις. Κι αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, στον βαθμό που ο όλο και σημαντικότερος εταίρος δεν παίζει με τους κανόνες του παιγνιδιού. Το κινεζικό μοντέλο κρατικοκεντρικού καπιταλισμού εξακολουθεί να προστατεύει τις εγχώριες επιχειρήσεις και να εξαναγκάζει τις εισερχόμενες ξένες να μοιραστούν την τεχνογνωσία τους με τοπικούς εταίρους. Το ίδιο το κράτος εμπλέκεται σε μαζική βιομηχανική, και όχι μόνον, κατασκοπία και συλλογή ιδιωτικών δεδομένων παγκοσμίως. Την ίδια ώρα, είναι πλήθος τα φαινόμενα ασκήσεως υπόγειων αλλά και επίσημων κινεζικών πιέσεων, προκειμένου να επηρεαστούν οι όροι του δημοσίου διαλόγου στις Δυτικές δημοκρατίες και να εμπεδωθεί μια καταναγκαστική «σινοφιλία». Είναι, συνεπώς, προφανές ότι οι σχέσεις με την Κίνα εγείρουν σοβαρότατα ζητήματα ανταγωνιστικής ισότητας και, ακόμη χειρότερα, ασφαλείας κι ανεξαρτησίας.

Έχοντας στρέψει επί μια δεκαετία όλο τους το ενδιαφέρον στην αντιμετώπιση των μεγάλων εσωτερικών οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, οι ευρωπαϊκές χώρες απέτυχαν να διαγνώσουν εγκαίρως την κλίμακα και τις συνέπειες της ανάδυσης της Κίνας κι επέτρεψαν στην τελευταία να αποκτήσει ανενόχλητη σημαντικά ερείσματα στην ευρωπαϊκή σκηνή. Μόλις το 2019 η Ένωση φάνηκε να αφυπνίζεται και να συνειδητοποιεί ξαφνικά το πόσο πολύ έχει μεταβληθεί εις βάρος της η ισορροπία. Συμβολικό ορόσημο της στροφής ήταν η δημοσίευση τον Μάρτιο 2019 μιας ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που χαρακτήριζε για πρώτη φορά την Κίνα –κατά τα λοιπά «στρατηγικό εταίρο» της Ευρώπης– και ως «συστημικό αντίπαλο» (systemic rival) [2].

Για έναν περίπου χρόνο η μεταστροφή αυτή παρέμενε δειλή και αβέβαιη. Με την έκρηξη της πανδημίας, όμως, περάσαμε σε ένα άλλο στάδιο. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στην στάση της ίδιας της κινεζικής πλευράς. Την αρχική συγκάλυψη της φύσεως και του μεγέθους του προβλήματος στην Γουχάν διαδέχθηκε, αντί μιας απολογίας, η αυτάρεσκη και χονδροειδής προσπάθεια να αναδειχθεί, μέσα από την επιτυχία των ριζικών μέτρων καραντίνας που επέβαλαν οι κινεζικές Αρχές, η ανωτερότητα του κινεζικού μοντέλου διακυβέρνησης σε σχέση με αυτό των Δυτικών δημοκρατιών. Η αδέξια κι επιθετική προπαγανδιστική εκστρατεία, και ιδίως οι πιέσεις που ασκήθηκαν από κινεζικής πλευράς προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποδοχή της σινοφιλικής ερμηνείας των τεκταινομένων από τις Δυτικές κυβερνήσεις και μέσα επικοινωνίας, έφεραν τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα, διότι προσέβαλαν βασικές αρχές της φιλελεύθερης νοοτροπίας και συμπεριφοράς των αποδεκτών τους. Οι δημόσιες παρεμβάσεις των πρέσβεων της Κίνας στην Σουηδία ή την Γαλλία, που απευθύνθηκαν στις χώρες που τους φιλοξενούν σαν λοχίες προς νεοσυλλέκτους, έριξαν λάδι στην φωτιά κι ανέδειξαν την αμετροέπεια και τον αυταρχισμό του κινεζικού συστήματος εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η στάση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πάγια πολιτική της Κίνας, που ανατρέχει στην αρχαία κινεζική στρατηγική σκέψη και τον Σουν Τζου, να αποκρύπτει τις πραγματικές δυνάμεις της και να μην δείχνει τα δόντια της παρά μόνον αφού έχει ήδη βρεθεί σε θέση σχετικής υπεροχής. Εν τέλει, αυτό που κατόρθωσε η κινεζική κυβέρνηση κατά τους πρώτους μήνες του 2020 ήταν να χάσει την καρδιά των Ευρωπαίων και να καλλιεργήσει στα μυαλά τους την ανησυχία και την αίσθηση κινδύνου απέναντι στην αυξανόμενη δύναμη της Κίνας. Την αρνητική εικόνα που δημιούργησε η κακή επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσεως της COVID-19 ενέτειναν πραγματικές εξελίξεις, δηλαδή, το ζήτημα των Ουιγούρων του οποίου η δημοσιότητα σταδιακά διευρύνεται, και βεβαίως η πλήρης κατάλυση της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ.