Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι γεωπολιτικές προκλήσεις μετά την πανδημία*

Το ουσιώδες, όμως, είναι ότι η αντιδιαστολή της στρατηγικής αυτονομίας με την αμερικανική προστασία παραγνωρίζει το ουσιαστικό πρόβλημα. Αυτό δεν είναι άλλο από το ότι, είτε στο πλευρό των ΗΠΑ είτε μόνη της, η Ευρώπη είναι αναγκασμένη να αναπτύξει και να εξορθολογίσει τις αμυντικές της δυνατότητες. Στον βαθμό που εντός των ΗΠΑ υφίσταται διακομματική συμφωνία στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ένα είναι βέβαιο: ακόμη και με τον Τζο Μπάιντεν στην προεδρία, η επιστροφή στο παλαιό, καλό παρελθόν απλώς δεν είναι στο τραπέζι. Οι Δημοκρατικοί δεν επιθυμούν λιγότερο από τον Τραμπ να μειωθεί το κόστος της αμερικανικής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ μέσω μιας πολύ σημαντικής αυξήσεως των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών. Με άλλα λόγια, οι ίδιοι οι Αμερικανοί –χωρίς εξαίρεση– απαιτούν να πάψει ο ρόλος της Αμερικής ως αποκλειστικού παρόχου υπηρεσιών ασφαλείας και να αποκτήσουν οι Ευρωπαίοι ίδια αμυντικά μέσα. Η αμερικανική πίεση στην κατεύθυνση αυτή, πάντοτε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, θα συνεχιστεί. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό, αφού οδηγεί στην ενίσχυση των αυτόνομων στρατιωτικών δυνατοτήτων και την πολιτική ωρίμανση της Ευρώπης. Ο στόχος της στρατηγικής αυτονομίας, συνεπώς, είναι απολύτως συμβατός με την διατήρηση των στενών συμμαχικών σχέσεων. Αντιθέτως, η πραγματική αυταπάτη είναι να περιμένει η Ευρώπη ότι, λόγω της αλλαγής πολιτικής ηγεσίας, οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να της παρέχουν αγόγγυστα προστασία, χωρίς να ζητούν βαριά ανταλλάγματα.

Σε κάθε περίπτωση, το αμερικανικό ενδιαφέρον για την Ευρώπη είναι αναπόφευκτο να μειώνεται, καθώς η προσοχή θα στρέφεται όλο και περισσότερο στην Κίνα και την Άπω Ανατολή. Αυτό μεταφέρει στους Ευρωπαίους την κύρια ευθύνη για την αντιμετώπιση των γεωπολιτικών πιέσεων και προβλημάτων στην ευρύτερη περιοχή τους (Βόρεια Αφρική, Ανατολική Μεσόγειο, Ρωσία και Ανατολική Ευρώπη) – προβλημάτων, που πολύ θα ήθελαν, αλλά δεν μπορούν, να εξακολουθούν να μετακυλίουν στους Αμερικανούς. Την ίδια στιγμή, αν θέλει να διατηρεί στενούς στρατηγικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη θα πρέπει να συνταχθεί μαζί τους σε ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στην Κίνα.

Συνεπώς, ακόμη κι αν το ρήγμα αποφεύχθηκε με την εκλογή Μπάιντεν, η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχει αυξηθεί. Η αποκατάσταση εγκάρδιων σχέσεων επείγει, αλλά δεν αρκεί. Τα ευρωπαϊκά κράτη οφείλουν να ξανασκεφτούν την στρατηγική θέση τους και να κινηθούν, όχι πλέον ως πελάτες μιας υπερδύναμης, αλλά ως μια συμμαχία εθνών που θα πρέπει να προωθήσει την ολοκλήρωσή της και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, αναπτύσσοντας από κοινού ανεξάρτητα και επαρκή αμυντικά και πολιτικά μέσα. Από την άποψη αυτή, η διαρκής δομημένη συνεργασία στον τομέα της άμυνας (PESCO) θα έπρεπε να αποτελέσει την βάση για τη μεσοπρόθεσμη δημιουργία μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, με όλη την σημασία του όρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό υπό τις παρούσες συνθήκες, και για όσο διάστημα η Γερμανία και άλλες χώρες καθεύδουν. Επιπλέον, η ανάγκη για αυξημένες αμυντικές δαπάνες, είτε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είτε ως συμβολή σε έναν ανεξάρτητο ευρωπαϊκό αμυντικό σχεδιασμό που θα εμβαθύνει και διαπλατύνει την PESCO, συμπίπτει με το οικονομικό πλήγμα της πανδημίας που περιορίζει δραστικά τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους. Όμως, η ανάγκη της Ευρώπης για απόκτηση δικών της μέσων σκληρής ισχύος παραμένει αδήριτη.

Η ΚΙΝΑ ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ

Δεύτερη μεγάλη παράμετρος είναι οι σχέσεις με την Κίνα. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε η κινεζική κυβέρνηση το ζήτημα της [ασθένειας] COVID-19 κατέστησε παγκοίνως σαφές ότι για την Ευρώπη ο κύριος μακροπρόθεσμος κίνδυνος δεν προέρχεται από την Ρωσία, όσο κι αν η τελευταία βρίσκεται γεωγραφικώς εγγύτερα και απασχολεί συνεχώς τα media με ανορθόδοξες κινήσεις που τονίζουν εμπράκτως τον αναθεωρητισμό της απέναντι στην διεθνή τάξη πραγμάτων όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Κατ’ ουσίαν, η Ρωσία είναι ο «θόρυβος» στο διεθνές σύστημα –ένας παράγων που αποσυντονίζει την ομαλή λειτουργία του, αλλά δεν μπορεί να το ανατρέψει. Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από μια ανερχόμενη δύναμη, ικανή και πρόθυμη να επιβάλλει τους όρους της.

Οι ταχύτατοι ρυθμοί ανάπτυξης που σημειώνει η Κίνα, η ραγδαίως αυξανόμενη συμμετοχή της στην διεθνή οικονομία, η τεράστια έμφαση που δίνει στην ανάπτυξη τεχνολογικών δυνατοτήτων αιχμής όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η σταδιακή ανάπτυξη αξιόλογων στρατιωτικών δυνατοτήτων –όλα αυτά συνδυάζονται με την επιστροφή σε πολιτικό επίπεδο στην παντοδυναμία του Κομμουνιστικού Κόμματος, τον καλπάζοντα αυταρχισμό, και την καλλιέργεια ενός όλο και πιο επιθετικού εθνικισμού. Είμαστε σήμερα μάρτυρες, όχι απλώς της οικονομικής άνθισης μιας σημαντικής περιφερειακής δύναμης, αλλά μιας θεμελιώδους μεταβολής της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων (power transition), που ενέχει τεράστιους κινδύνους.