Η ενεργειακή φτώχεια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ενεργειακή φτώχεια

Ο ρόλος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου*

07032021-2.jpg

Πρόβατα δίπλα σε φωτοβολταϊκό σταθμό στο Allonnes κοντά στο Le Mans, στην Γαλλία, στις 8 Ιανουαρίου 2018. REUTERS/Stephane Mahe
--------------------------------------------------------

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ενώ υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον ορισμό της φτώχειας, υπάρχει μια θετική παγκόσμια συσχέτιση μεταξύ των ενεργειακών υπηρεσιών και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (περίπου μέσο ατομικό εισόδημα) καθώς και σε σχέση με την ανθρώπινη ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, παρατηρείται συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου ευεξίας (που φαίνεται από τον δείκτη Human Development Index, HDI) και της πρόσβασης σε σύγχρονες μορφές ενέργειας (υποδεικνύεται από την κατά κεφαλήν κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας). Καθώς η κατά κεφαλήν κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται, ο δείκτης HDI αυξάνεται, ενώ η αύξηση του εισοδήματος και της πρόσβασης στην ηλεκτρική ενέργεια έχει άμεση σχέση με την αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο εγγενής δεσμός και η θετική σχέση μεταξύ της ενέργειας και της αντιμετώπισης της φτώχειας -είτε της φτώχειας που καθορίζεται από το εισόδημα είτε της φτώχειας που συνδέεται με την άνιση κατανομή του εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών χωρών- είναι πολύ ισχυρή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό αποδεικνύεται σαφώς από το γεγονός ότι οι φτωχοί άνθρωποι αποτελούν μια μεγάλη ομάδα η οποία αριθμεί περίπου 3 δισεκατομμύρια άτομα που βασίζονται κυρίως σε στερεά καύσιμα (άνθρακας και παραδοσιακή βιομάζα), εκ των οποίων 2,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι μαγειρεύουν και θερμαίνουν τα σπίτια τους με παραδοσιακά καύσιμα και σόμπες χαμηλής απόδοσης (UNDP και ΠΟΥ, 2009).

O ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου καλείται πλέον να αποσαφηνίσει τον ρόλο της στην ενεργειακή μετάβαση και να υποδείξει τα επιχειρηματικά μοντέλα που θα υιοθετηθούν προκειμένου να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG) και στην επίτευξη των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού (ΙΕΑ,2019).

Οι αυξανόμενες κοινωνικές και περιβαλλοντικές πιέσεις σε πολλές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου εγείρουν πολύπλοκα ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο αυτών των καυσίμων σε μια μεταβαλλόμενη ενεργειακή οικονομία, και οι επιχειρήσεις του κλάδου καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους στις κοινωνίες στις οποίες λειτουργούν.

Ωστόσο, με φόντο τις αυξανόμενες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου πρέπει να θεωρούνται μέρος του προβλήματος ή μπορούν να διαδραματίσουν εξίσου κρίσιμο ρόλο στην επίλυσή του;
Σε αυτό το ερώτημα επιχείρησε πρόσφατα να απαντήσει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) με μια έκθεση η οποία βασίζεται σε ένα πολυετές πρόγραμμα ανάλυσης για το μέλλον του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στην σειρά IEA World Energy Outlook (WEO).

Με βάση τα νέα δεδομένα, ο ρόλος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου καθορίζεται από τρεις παραμέτρους:
-Την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την αύξηση της ζήτησης στις αναδυόμενες οικονομίες
-Την ανάγκη δημιουργίας υποδομών οι οποίες θα διευκολύνουν την προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου καθώς αυτά εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ενεργειακό και οικονομικό ρόλο στις σύγχρονες κοινωνίες
-Την επιτακτική ανάγκη μείωσης των εκπομπών που σχετίζονται με την ενέργεια σύμφωνα με τους διεθνείς κλιματικούς στόχους.

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Δεδομένου ότι το βιομηχανικό τοπίο στην ενέργεια παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση, δεν υπάρχει καμία στρατηγική η οποία να είναι κοινή για όλους. Η προσοχή επικεντρώνεται συχνά στους λεγόμενους Majors, τις επτά μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου που έχουν μεγάλη επίδραση στις βιομηχανικές πρακτικές και κατευθύνσεις. Αλλά ο κλάδος είναι πολύ μεγαλύτερος: οι μεγάλες εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 12% των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, το 15% της παραγωγής και το 10% των εκτιμώμενων εκπομπών από τη βιομηχανία.

Σήμερα, το 15% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προέρχονται από την διαδικασία εξόρυξης υδρογονανθράκων και μεταφοράς τους στους τελικούς καταναλωτές.
Η μείωση των διαρροών μεθανίου στην ατμόσφαιρα είναι ο μοναδικός πιο σημαντικός και οικονομικός τρόπος προκειμένου η βιομηχανία να μειώσει αυτές τις εκπομπές. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να αναφερθεί ότι υπάρχουν άφθονες, οικονομικά αποδοτικές λύσεις για τη μείωση της έντασης των εκπομπών του παραδοθέντος πετρελαίου και φυσικού αερίου, ελαχιστοποιώντας τις εκπομπές CO2, αντιμετωπίζοντας τις εκπομπές μεθανίου, και ενσωματώνοντας ακόμη και την χρήση ΑΠΕ και ηλεκτρισμού που παράγεται από καθαρή ενέργεια στις πρακτικές παραγωγής φυσικού αερίου και LNG. Σε αυτές περιλαμβάνονται η ανάπτυξη αποθήκευσης, χρήσης και δέσμευσης άνθρακα (CCUS), η ανάπτυξη τεχνολογιών υδρογόνου, βιοκαυσίμων και η συνδυαστική αξιοποίηση των υπεράκτιων αιολικών.

Η κλιμάκωση αυτών των τεχνολογιών και η μείωση του κόστους τους θα μπορούσαν να βασίζονται στις δυνατότητες μηχανικής και διαχείρισης έργων μεγάλης κλίμακας, πλεονεκτήματα τα οποία ταιριάζουν με εκείνα των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Για την αποθήκευση και δέσμευση άνθρακα, αξίζει να σημειωθεί ότι τα τρία τέταρτα του CO2 που δεσμεύονται σήμερα σε εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας προέρχονται από εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, και η βιομηχανία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών δαπανών για έργα CCUS. Εάν ο κλάδος καταφέρει να συνεργαστεί με κυβερνήσεις και άλλους ενδιαφερόμενους για την δημιουργία βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, αυτό θα μπορούσε να δώσει σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη.