Η πολιτική οικονομία των ρωσοτουρκικών σχέσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πολιτική οικονομία των ρωσοτουρκικών σχέσεων

Πολυεπίπεδη και διαρκώς εξελισσόμενη συνεργασία, αλλά με όρια*

Ως προς τις πολύ μικρότερες επενδυτικές ροές από Τουρκία προς Ρωσία, ξεχωρίζουν οι εξής: Ο τιτάνας των οικιακών συσκευών, Beko, εισήλθε στην ρωσική αγορά το 1997, αρχικά ως εξαγωγέας. Το 2006, εγκαινίασε εργοστάσιο στην περιοχή Βλαδιμίρ, το οποίο παράγει 3.000 πλυντήρια και 2.000 ψυγεία την ημέρα. O μεγάλος ανταγωνιστής της Beko, η Vestel (μέλος του Ομίλου Zorlu), διατηρούσε επίσης εργοστάσιο στην Ρωσία, το οποίο, όμως, φέρεται να έχει κλείσει σήμερα. Προ ολίγων ετών, Beko και Vestel κατείχαν αθροιστικά το 10% της ρωσικής αγοράς οικιακών συσκευών. Στην Ρωσία λειτουργούν επίσης ζυθοποιίες της γνωστής Anadolu Efes, με μερίδιο αγοράς 15% στην εγχώρια αγορά μπύρας, και οκτώ υαλουργίες του κολοσσού Şişecam.

Μολονότι η δραστηριότητα στο εξωτερικό των μελετητικών και κατασκευαστικών εταιρειών δεν συνιστά, κατ’ ανάγκην, ξένη επένδυση (εξαρτάται από το ποιος βάζει τα κεφάλαια…), την εντάσσουμε στο παρόν υποκεφάλαιο. Η πρώτη τουρκικών συμφερόντων κατασκευαστική που δραστηριοποιήθηκε στην αχανή βόρεια χώρα υπήρξε η ΕΝΚΑ İnşaat ve Sanayi, ήδη από την ύστερη σοβιετική περίοδο [27]. Η ίδια, το 1995, υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την πόλη της Μόσχας, ιδρύοντας την θυγατρική Moskva Krasnye Holmy (MKH). Μέχρι σήμερα η MKH έχει αναπτύξει και διαχειρίζεται η ίδια υψηλής κατηγορίας (prime) real estate ωφέλιμης επιφάνειας 156.000 τ.μ. Δύο ακόμη εταιρείες του κλάδου που εισήλθαν στην σοβιετική αγορά, κατά την δεκαετία του 1980, ήταν η επίσης γιγαντιαία TEKFEN και η ALARKO. Σημειωτέον πως ο πραγματιστής Τουργκούτ Οζάλ, αρχικά ως Πρωθυπουργός (1983-1989) και κατόπιν ως Πρόεδρος (1989-1993), ήταν εκείνος που «έσπρωξε» τις τουρκικές κατασκευαστικές -και όχι μόνο- εταιρείες να δραστηριοποιηθούν στην ΕΣΣΔ και, λίγο μετά, στην Ρωσία [28]. Μείζων «παίκτης» σήμερα στην Ρωσία είναι και η τουρκική Limak, η οποία, τον Ιανουάριο του 2020, ξεκίνησε ένα εμβληματικό αυτοκινητόδρομο πέριξ της μουσουλμανικής περιοχής Ουφά (Ufa East Exit Highway), με ορίζοντα αποπεράτωσης την τετραετία. Ειδική περίπτωση αποτελεί η περίφημη Rönesans Holding: αυτή ιδρύθηκε το 1993 με έδρα μεν την Αγία Πετρούπολη, αλλά από τον κραταιό Τούρκο επιχειρηματία Erman Ilicak. Η «Αναγέννηση» έφθασε να είναι σήμερα η 23η μεγαλύτερη στον κόσμο μεταξύ των κατασκευαστικών και δραστηριοποιείται σε ολόκληρο σχεδόν τον μετα-σοβιετικό χώρο. Στην ίδια την Ρωσία, έχει κατασκευάσει, μεταξύ πολλών άλλων, τα δύο ψηλότερα κτίρια της Ευρώπης, σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη.

Εν κατακλείδι, η Ρωσία είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη ξένη αγορά παγκοσμίως για τις κατασκευαστικές της γείτονος: σύμφωνα με εκτίμηση της κας Masumova, υλοποίησαν στην ΕΣΣΔ και κατόπιν στην Ρωσία, μέχρι το θέρος του 2016, πρότζεκτ συνολικού ύψους 64 δισ. δολαρίων [29], εκ των οποίων 3 δισ. δολάρια αφορούσαν αθλητικές εγκαταστάσεις για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σότσι (έλαβαν χώρα στις αρχές του 2014) [30]. Πρόκειται για σημαντικό ποσοστό επί της συνολικής δραστηριότητάς τους στο εξωτερικό, η οποία την εποχή εκείνη έφθανε τα 325 δισ. δολάρια. Αλλά και στην συνέχεια, οι τουρκικές κατασκευαστικές ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας σημαντικά έργα για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, που διεξήχθη στη Ρωσία το καλοκαίρι του 2018. Τον Δεκέμβριο του 2020, η επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ τοποθετούσε τα ολοκληρωμένα από τουρκικές εταιρείες πρότζεκτ στην Ρωσία στα 76 σχεδόν δισ. δολάρια [31]. Από την άλλη, οι ρωσικές εταιρείες του κλάδου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες από την Τουρκία, τουλάχιστον μέχρι την περίπτωση του υπό κατασκευή σήμερα Ακούγιου [32]. Αξιόλογη εξαίρεση αποτελούσε το μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα Ντερινέρ στον Πόντο, ένα έργο διεθνούς κοινοπραξίας/consortium, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής Technostrozexport (1998-2012). To σχετικό πρωτόκολλο συνεργασίας είχε υπογραφεί στη Μόσχα ήδη από το 1994 και θεωρείται ως η πρώτη, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, σημαντική διμερής συμφωνία στον οικονομικό τομέα και δη στα έργα υποδομής.

Το Μάρτιο του 2017, τέλος, οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνία για σύσταση κοινού επενδυτικού Ταμείου (joint investment Fund), με αρχικό κεφάλαιο ύψους 1 δισ. δολαρίων ή 900 εκατ. ευρώ [33]. Πρόκειται για σύμπραξη, με ισότιμο βαθμό συμμετοχής, των υφιστάμενων κρατικών επενδυτικών Ταμείων (sovereign wealth Funds), ήτοι του ρωσικού RDIF και του τουρκικού TWF. Πάντως, στα τέσσερα έτη που μεσολάβησαν από την σχετική ανακοίνωση, δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο προς υλοποίηση: η κακή σήμερα οικονομική κατάσταση και των δύο χωρών δεν προσδίδει αισιόδοξες προοπτικές στο εγχείρημα, αν και η συμβολική σημασία του είναι προφανής…

ΕΝΕΡΓΕΙΑ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΩΓΟΥΣ ΑΕΡΙΟΥ ΣΤΟ ΑΚΟΥΓΙΟΥ

Η Τουρκία, λόγω πληθυσμού 83 εκατομμυρίων ανθρώπων και ισχυρής μεταποίησης, είναι μια ενεργοβόρα χώρα, με μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων και ιδίως υδρογονανθράκων. Ως εκ τούτου, η εγγύτητά της με την ενεργειακή υπερδύναμη Ρωσία δρομολογεί μοιραία μια από τις πιο στενές ενεργειακές σχέσεις στην Ευρασία, τουλάχιστον μέχρι σχετικά πρόσφατα... Ως προς το αργό πετρέλαιο, το μερίδιο της Ρωσίας στην τουρκική αγορά είναι σταθερά γύρω στο 10%, αξιόλογο μεν, αλλά σε καμιά περίπτωση ηγετικό. Από την άλλη, το γεγονός ότι πάνω από 150 εκατ. τόνοι ρωσικού αργού διοχετεύονται ετησίως στην παγκόσμια αγορά μέσω των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, τα οποία ελέγχει η Τουρκία βάσει της Συνθήκης του Montreux (1936), είναι μια σημαντική παράμετρος προς συνεκτίμηση [34].