Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία

Τα αίτια, η πορεία, και η κατάληξη όπως κρίνονται 20 χρόνια μετά
Περίληψη: 

Η κρίση ανέδειξε τις παθογένειες της κουλτούρας της κυρίαρχης ελιτ των Σλαβομακεδόνων, ως προς την διαχείριση της έννοιας της πολυεθνοτικότητας. Η σλαβομακεδονική πολιτική ελιτ αρνούνταν επί μια δεκαετία την ικανοποίηση βασικών αιτημάτων της δεύτερης σε μέγεθος εθνοτικής ομάδας στην χώρα, τους Αλβανούς.

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής, στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Η σύγκρουση του αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού με τις δυνάμεις ασφαλείας την άνοιξη-καλοκαίρι του 2001 αποτέλεσε τη σημαντικότερη κρίση που αντιμετώπισε η Βόρεια Μακεδονία [1] από την κήρυξη της ανεξαρτησίας της, τον Σεπτέμβριο του 1991, μέχρι και σήμερα. Μια σύρραξη που ανέδειξε τις σοβαρές κρατικές αδυναμίες της Βόρειας Μακεδονίας, τις παθογένειες του πολιτικού της συστήματος και η οποία κινδύνευσε να εξελιχθεί σε μια πλήρη σύγκρουση των δύο σημαντικότερων εθνοτήτων της χώρας, των Σλαβομακεδόνων και των Αλβανών. Η σύγκρουση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία αποτελούσε κομμάτι της ευρύτερης «αναδιάταξης» του αλβανικού παράγοντα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με επίκεντρο τις εξελίξεις στο Κόσοβο το 1999, αλλά και την κρίση που δοκίμασε την Σερβία στα τέλη του 2000 στην κοιλάδα του Πρέσεβο [2].

ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ – Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’90

Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η ανεξαρτητοποίηση της Βόρειας Μακεδονίας από την Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (στο εξής ΣΟΔΓ), το δεύτερο εξάμηνο του 1991, κάθε άλλο παρά «εύκολη υπόθεση» ήταν, καθώς συνοδεύτηκε από πλειάδα προβλημάτων, διπλωματικών (όπως για παράδειγμα η διαφορά του ονόματος με την Ελλάδα), αλλά και εσωτερικών που σχετίζονταν με την δύσκολη διαδικασία της μετα-γιουγκοσλαβικής μετάβασης. Ένα από τα κεντρικά εσωτερικά ζητήματα, «κομμάτι της γιουγκοσλαβικής κληρονομιάς», ήταν και οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο κυριότερες εθνοτικές ομάδες, τους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από σοβαρές διαφωνίες και εντάσεις, που προϋπήρχαν της κήρυξης ανεξαρτησίας.

16052021-1.jpg

Νεαρός Αλβανός φωνάζει συνθήματα υπέρ του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου σε διαδήλωση στο Τέτοβο, στις 14 Μαρτίου 2001. Διαδήλωσαν πάνω από 3.000 Αλβανοί απαιτώντας περισσότερα δικαιώματα για τους Αλβανούς που ζουν στην Βόρεια Μακεδονία. Alexei Dityakin/REUTERS
----------------------------------------------------------------

Η συγκρότηση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (στο εξής ΣΔΜ) στο πλαίσιο της ΣΟΔΓ, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδιαίτερα της «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας», μέσα από το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού το οποίο εφάρμοσε η νέα κομμουνιστική ελίτ της Δημοκρατίας, δεν συμπεριέλαβε τον αλβανικό πληθυσμό. Επιπλέον οι Αλβανοί [3] όπως και άλλες μη-σλαβικές μειονότητες -στη μεγάλη πλειονότητά τους αγρότες, αυτο-προσδιοριζόμενοι ως Σουνίτες Μουσουλμάνοι, με γεωγραφική συγκέντρωση στα βόρεια και κυρίως δυτικά της Δημοκρατίας- αντιμετωπίστηκαν από τη νέα κομμουνιστική εξουσία με καχυποψία, θεωρούμενες ως «αντικομουνιστικές» (Andrejevic 23 April 1991: 26). Η συμμετοχή των Αλβανών της ΣΔΜ στα θεσμικά όργανα του κομμουνιστικού κόμματος (της Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας) όπως και στον κρατικό μηχανισμό ήταν περιορισμένη. Ενώ οι επίσης περιορισμένες κοινωνικές σχέσεις των Σλαβομακεδόνων με τους Αλβανούς υπογράμμιζαν και την κοινωνική αποστασιοποίηση ανάμεσα στις δύο σημαντικότερες πληθυσμιακά εθνοτικές ομάδες της Δημοκρατίας [4].

Ο αλβανικός πληθυσμός στην ΣΔΜ αυξήθηκε σημαντικά από την δεκαετία του ‘60 και έπειτα, τόσο ως αποτέλεσμα της δημογραφικής δυναμικής του - που χαρακτήριζε συνολικά τον αλβανικό πληθυσμό στην ΣΟΔΓ- αλλά και της εισροής Αλβανών εργατών από την αυτόνομη επαρχία του Κοσόβου. Σύμφωνα με την απογραφή του 1981, σ’ ένα συνολικό πληθυσμό 1.912.000 στην ΣΔΜ, οι 1.282.000 δήλωσαν Σλαβομακεδόνες (Μακεντόντσι) και 378.000 Αλβανοί (Andrejevic 23 April 1991: 27). Οι δεσμοί των Αλβανών της ΣΔΜ με τους Αλβανούς του Κοσόβου ήταν στενοί μεταπολεμικά, ενισχύθηκαν ωστόσο ακόμη περισσότερο με την συνταγματική αναβάθμιση της θέσης του Κοσόβου, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και ιδιαίτερα με το γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974, όταν και η Πρίστινα «έγινε ελκυστική» για τους Αλβανούς της ΣΔΜ, καθώς «τους τραβούσε το επίπεδο των δικαιωμάτων που είχαν πετύχει (εκεί οι Αλβανοί)…» (Γκλιγκόροφ 2001: 382).

Η εισαγωγή του πολυκομματισμού στην ΣΔΜ το 1990, οδήγησε στην ίδρυση αλβανικών πολιτικών κομμάτων, με δεδομένη την απουσία συνταγματικών ή άλλων νομικών διατάξεων που να απαγορεύουν τη σύσταση πολιτικών κομμάτων σε εθνοτική βάση [5]. Το Κόμμα της Δημοκρατικής Ευημερίας (στο εξής ΚΔΕ) με ηγέτη τον Νεβζάτ Χαλίλι (Nevzat Halili), συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1990 και έπαιξε κυρίαρχο πολιτικό ρόλο στον αλβανικό πληθυσμό μέχρι και τις εκλογές του 1998, έχοντας ως έδρα του το Τέτοβο, πόλη που θα αποτελέσει και την βάση του αλβανικού πολιτικού ακτιβισμού τη δεκαετία του ’90 [6]. Για τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό, ο πολιτικός ακτιβισμός των Αλβανών αποτελούσε τον κυριότερο «εσωτερικό εχθρό». Ο κύριος πολιτικός φορέας του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση – Δημοκρατικό Κόμμα της Μακεδονικής Εθνικής Ενότητας (στο εξής ΕΜΕΟ-ΔΚΜΕΕ), από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της (τον Ιούνιο του 1990) υιοθέτησε μια εχθρική στάση αντιμετωπίζοντας τον αλβανικό πληθυσμό, τα αιτήματά του όπως και τον δημογραφικό δυναμισμό του, ως μια «υπαρξιακή απειλή» για την ΣΔΜ. Στις 4 Νοεμβρίου 1990, κατά την διάρκεια προεκλογικής ομιλίας στην πόλη Γκόστιβαρ, ηγετικά στελέχη του Κόμματος διακήρυξαν χαρακτηριστικά ότι η «Μακεδονία θα πρέπει να αντισταθεί στην Κοσοβοποίηση της Δυτικής Μακεδονίας και τις αυξανόμενες ενέργειες του αλβανικού σεπαρατισμού» (Andrejevich 30 November 1990: 29).