Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία

Τα αίτια, η πορεία, και η κατάληξη όπως κρίνονται 20 χρόνια μετά

Η απόφαση για την διοργάνωση δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας, τον Σεπτέμβριο του 1991, βρήκε τον αλβανικό πληθυσμό αποστασιοποιημένο. Εκφράζοντας τους προβληματισμούς της κοινότητάς του, ο Αλβανός βουλευτής Αμπτουραχμάν Χαλίτι (Abdurahman Haliti) δήλωσε κατά την διάρκεια της συζήτησης στο κοινοβούλιο, στις 6 Αυγούστου 1991, αναφορικά με την διοργάνωση ή όχι δημοψηφίσματος: «Θα πω δημοσίως ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι για μια άλλη Μακεδονία, για μια Μακεδονία στην οποία θα υπάρχουν διακρίσεις, δεν έχουμε κανένα λόγο να ψηφίσουμε... αν όμως γίνεται λόγος για έναν καθαρό προσδιορισμό της Μακεδονίας ως αυτόνομου, ανεξάρτητου και δημοκρατικού κράτους, ως μιας δημοκρατικής ένωσης ισότιμων πολιτών, τότε όλοι ψηφίζουμε υπέρ μιας τέτοιας Μακεδονίας» (Γκλιγκόροφ 2001: 122). Η μαζική αποχή των Αλβανών από το δημοψήφισμα για την ανεξαρτητοποίηση, τον Σεπτέμβριο του 1991 -αν και οι Αλβανοί ήταν σαφώς κατά της παραμονής σε μια συρρικνωμένη Γιουγκοσλαβία, με δεδομένη την αντίθεσή τους στο καθεστώς Μιλόσεβιτς (Perry 1997: 252)- υπογράμμιζε με εμφατικό τρόπο την δυσαρέσκεια των Αλβανών για την θέση τους, αποτελώντας ένα σοβαρό πρόβλημα για ένα κράτος που μόλις είχε κηρύξει την ανεξαρτησία του.

Με βάση το νέο Σύνταγμα που υιοθετήθηκε τον Νοέμβριο του 1991, ενώ αναγνωριζόταν «η πλήρης ισότητα» των εθνοτήτων που ζούσαν στο έδαφος της Βόρειας Μακεδονίας -κάτι που στην πράξη σήμαινε ότι οι Αλβανοί συνέχιζαν να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα, τα οποία είχαν ως εθνική μειονότητα και στο πλαίσιο της ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού κράτους, όπως το δικαίωμα στην δική τους ξεχωριστή μειονοτική εκπαίδευση για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση- η Βόρεια Μακεδονία συνέχισε να ορίζεται ως «το εθνικό κράτος του μακεδονικού λαού, στο οποίο εξασφαλίζεται η πλήρης ισότητα και η διαρκής συγκατοίκηση του μακεδονικού λαού με τους Αλβανούς, Τούρκους, Ρομά και τις άλλες εθνότητες που ζουν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Constitution 1995: 3). Για τους Αλβανούς η συγκεκριμένη διατύπωση, επιβεβαίωνε την κυρίαρχη θέση των Σλαβομακεδόνων, «νομιμοποιώντας» ουσιαστικά ένα καθεστώς διακρίσεων εναντίον τους.

Ταυτόχρονα οι εξελίξεις ευρύτερα στην πρώην Γιουγκοσλαβία επηρέαζαν την στάση των Αλβανών. Ιδιαίτερα ο πολιτικός ακτιβισμός των Αλβανών στην επαρχία του Κοσόβου αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση, ενισχύοντας την αποφασιστικότητά τους όχι μόνο να διεκδικήσουν ισότιμη θέση, αλλά ακόμη και να υιοθετήσουν αιτήματα εδαφικής και πολιτικής αυτονομίας. Υπενθυμίζεται ότι μετά την διακήρυξη ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας, η Δημοκρατική Λίγκα του Κοσόβου (στο εξής ΔΛΚ) με ηγέτη τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα (Ibrahim Rugova) διεκδίκησε την ανεξαρτητοποίηση της επαρχίας του Κοσόβου, επικαλούμενη το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης του αλβανικού λαού». Τον Οκτώβριο του 1991 η ΔΛΚ οργάνωσε δημοψήφισμα ανεξαρτησίας, ενώ στην συνέχεια συγκρότησε «σκιώδη κυβέρνηση», όπως και παράλληλες κρατικές δομές (Χρηστίδης 2017: 25-27). Σε διακήρυξη του ΚΔΕ που απεστάλη σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, τον ΟΗΕ, καθώς και τον Πρόεδρο της Αλβανίας και της εξόριστης «κυβέρνησης του Κοσόβου», στις 24 Δεκεμβρίου 1991, υποστηριζόταν ότι: «Οι Αλβανοί της Μακεδονίας αποτελούν το 40% του πληθυσμού. Είναι ένας ομογενής πληθυσμός και δεν έχει τίποτα από κοινού με το σλαβικό στοιχείο. Ζητάμε την ικανοποίηση του αιτήματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την τροποποίηση του Συντάγματος, η οποία και θα εξασφαλίσει την συνταγματική ισότητα των Αλβανών. Η τροποποίηση θα πρέπει να γίνει πριν από τις 15 Ιανουαρίου (1992)... Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα πρέπει να εγγυηθεί την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος στο οποίο οι Αλβανοί θα εκφράσουν την πολιτική τους θέληση, και θα αποκτήσουν ειδικό καθεστώς... πολιτική και εδαφική αυτονομία. Το νέο Σύνταγμα, το οποίο κανένας Αλβανός βουλευτής δεν ψήφισε, οδηγεί στην γκετοποίηση των Αλβανών…» (Radio Belgrade 24 December 1991, αναφέρεται σε BBC SWB 4 January 1992).

Τα αλβανικά πολιτικά κόμματα υποστήριξαν την αποχή από το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1991, ενώ στις 31 Δεκεμβρίου 1991 το ΚΔΕ ανακοίνωσε και την διεξαγωγή δημοψηφίσματος (στις 11 και 12 Ιανουαρίου 1992) αναφορικά με την «εδαφική και πολιτική αυτονομία» των Αλβανών. Στις 15 Ιανουαρίου οι διοργανωτές του δημοψηφίσματος ανακοίνωσαν τα αποτελέσματά του: σε σύνολο 383.539 «εγγεγραμμένων ψηφοφόρων», η συμμετοχή έφτασε το 92%, με 360.228 να ψηφίζουν υπέρ, και μόλις 57 κατά (Radio Belgrade 15 January 1992, αναφέρεται σε BBC SWB, 17 January 1992). Έναν μήνα αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1992, κατά την διάρκεια του πρώτου συνεδρίου του ΚΔΕ, υιοθετήθηκε ψήφισμα που καλούσε την κυβέρνηση «να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου και την αυτονομία της αλβανικής Δυτικής Μακεδονίας» (Bugajski 1995: 142). Στις 4 Απριλίου 1992 η αυτο-αποκαλούμενη «Συνέλευση για την Πολιτική-Εδαφική Αυτονομία των Αλβανών στη Μακεδονία» με έδρα το Τέτοβο ανακήρυξε την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Ιλλυρίας» (Radio Belgrade 5 April 1992, αναφέρεται σε BBC SWB, 6 April 1992).