Όχι έξοδος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όχι έξοδος

Γιατί η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να έχει σημασία για την Αμερική*

Ξεκινήστε με το Ιράν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπόρεσαν να εξαναγκάσουν ή να δελεάσουν την Ισλαμική Δημοκρατία να εγκαταλείψει την επιδίωξη πυρηνικών όπλων, να σταματήσει την υποστήριξή της σε τρομοκρατικές ομάδες, ή να τερματίσει την βάναυση καταστολή των πολιτών της. Σε αυτό το σημείο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να απαλλαγεί από αυτούς τους στόχους. Αντ' αυτών, πρέπει να ακολουθήσει μια πιο αποτελεσματική και λιγότερο επικίνδυνη πολιτική: την ανάσχεση. Αυτό θα σήμαινε το να αποσύρει την αλλαγή καθεστώτος από το τραπέζι αλλά να περιορίσει την άσκηση της ιρανικής εξουσίας στην περιοχή με την θέσπιση σιωπηρών κανόνων σχετικά με την αποδεκτή συμπεριφορά του Ιράν. Ωστόσο, η ανάσχεση δεν είναι απλώς μια άσκηση στο σκληρό διπλωματικό παιχνίδι˙ απαιτεί την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων και την αξιόπιστη απειλή της χρήσης τους.

Πολλοί στην αμερικανική κοινότητα της εξωτερικής πολιτικής ελπίζουν ότι υπό μια διαφορετική προεδρική διοίκηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επανέλθουν στο Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης του 2015 (2015 Joint Comprehensive Plan of Action), στο οποίο το Ιράν συμφώνησε να περιορίσει επαληθευμένα [4] τις πυρηνικές του δραστηριότητες με αντάλλαγμα την άρση κυρώσεων ή να διαπραγματευτούν μια νέα συμφωνία. Αλλά η περιφερειακή δυναμική δεν προσφέρεται για ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ανεξάρτητα από το πόσο καλά φτιαγμένη θα είναι μια νέα συμφωνία, θα κάνει το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να ανατριχιάσουν. Αυτές οι χώρες θα έκαναν ό, τι μπορούν για να υπονομεύσουν οποιαδήποτε νέα συμφωνία, ανεξάρτητα από το πόσο στρατιωτικό υλικό θα τους πρόσφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε αντάλλαγμα για την σύμφωνη γνώμη τους. Και ακόμη κι αν συγκατένευαν, όλο αυτό το υλικό θα τους καθιστούσε πολύ πιο εύκολο το να προσπαθήσουν να υπονομεύσουν την συμφωνία χρησιμοποιώντας αυτά τα όπλα εναντίον του Ιράν ή των πληρεξουσίων του. Με αυτόν τον τρόπο, μια προσπάθεια σταθεροποίησης της περιοχής μέσω διαπραγματεύσεων θα μπορούσε κάλλιστα να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.

25052021-2.jpg

Διαδηλωτές στο Κάιρο, στην Αίγυπτο, τον Σεπτέμβριο του 2012. Mohamed Abd El Ghany / Reuters
-------------------------------------

Η ανάσχεση, ωστόσο, δύσκολα θα σήμαινε απλώς να επιτραπεί στους Ιρανούς να αναπτύξουν πυρηνικά όπλα˙ η στρατηγική δεν αποκλείει τον διάλογο, τις κυρώσεις ή την χρήση βίας για την αποτροπή αυτού του αποτελέσματος. Στην πραγματικότητα, θα περιλαμβάνει ένα μείγμα και των τριών. Η ανάσχεση δεν θα είναι χαριτωμένη, και κανένας που την επιδιώκει δεν θα κερδίσει βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Αλλά υπόσχεται κάτι που είναι τουλάχιστον εφικτό: μια μείωση των εντάσεων στον Περσικό Κόλπο.

Το Ιράν δύσκολα είναι η μόνη πηγή τέτοιων εντάσεων. Αν και έχουν μειωθεί, ομάδες τζιχαντιστών όπως η Αλ Κάιντα και το ISIS εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρή απειλή. Εκείνοι που υποστηρίζουν κάποια μορφή απόσυρσης συχνά επιχειρηματολογούν ότι η μείωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή μπορεί να μετριάσει αυτόν τον κίνδυνο. Ωστόσο, είναι ευσεβείς πόθοι να πιστεύουμε ότι η τζιχαντιστική τρομοκρατία θα έφθινε μετά την αναχώρηση του τελευταίου Αμερικανού στρατιώτη. Οι ιδεολογίες που προωθούν τον εξτρεμισμό είναι σταθερά εδραιωμένες στην περιοχή, και καλούν σε βία κατά των αιρετικών ανεξάρτητα από το αν αυτοί καταλαμβάνουν κάποια συγκεκριμένη περιοχή.

Για την καταπολέμηση αυτής της επίμονης απειλής, αυτό που χρειάζεται η Ουάσιγκτον δεν είναι ένας «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που να βασίζεται σε οράματα αλλαγής καθεστώτων, προώθηση της δημοκρατίας, και «νίκη των καρδιών και του μυαλού», αλλά μια ρεαλιστική προσέγγιση που να εστιάζεται στην συλλογή πληροφοριών, την αστυνομική εργασία, την πολυμερή συνεργασία, και την συνετή εφαρμογή βίας όταν απαιτείται. Βάζοντας στην άκρη την στομφώδη ρητορική «Πρώτα η Αμερική», η Εθνική Στρατηγική για την Αντιτρομοκρατία (National Strategy for Counterterrorism) της διοίκησης του Τραμπ το 2018 προσφέρει έναν αρκετά καλό οδικό χάρτη [5], απορρίπτοντας την ψευδή ελπίδα ότι η Ουάσινγκτον μπορεί να διορθώσει την πολιτική της περιοχής, ενώ θέτει μια προσέγγιση για την αντιτρομοκρατία που έχει την πιθανότητα να μειώσει το πρόβλημα σε διαχειρίσιμο επίπεδο.

Εν τω μεταξύ, ακόμη και στην εποχή του fracking (στμ: υδραυλική ρηγμάτωση, ένας τρόπος εξαγωγής υδρογονανθράκων από σχιστολιθικά πετρώματα), το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής θα παραμείνει σημαντικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, η προστασία των θαλάσσιων διαύλων μέσω των οποίων διακινείται ένα σημαντικό ποσοστό της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου απαιτεί πολύ μικρότερο στρατιωτικό αποτύπωμα από εκείνο που έχει καθιερώσει η Ουάσιγκτον τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αρκεί μια μικρή ομάδα πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ με συμπλήρωμα μαχητικών αεροσκαφών που βρίσκονται σε αεροπορικές βάσεις στην περιοχή ή σε αεροπλανοφόρο. Η εκ νέου ευθυγράμμιση των πόρων των ΗΠΑ με αυτόν τον τρόπο θα είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα της μείωσης του κινδύνου ότι οι μελλοντικοί Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπουν στον πειρασμό να ακολουθήσουν σχέδια που έχουν μικρή, αν έχουν κάποια, σχέση με την ελευθερία της πλοήγησης, καθιστώντας έτσι την υπερέκταση λιγότερο πιθανή.

Ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή στην προσέγγιση της Ουάσιγκτον στην περιοχή πρέπει να είναι στις σχέσεις της με το Ισραήλ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει πλέον να είναι προστάτες του Ισραήλ. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή η Ουάσιγκτον θα έπρεπε να τιμωρήσει το Ισραήλ για την συμπεριφορά του στην Λωρίδα της Γάζας και στην Δυτική Όχθη, η οποία κατέστησε αδύνατη την λύση δύο κρατών. Αντίθετα, αντικατοπτρίζει την επιτυχία της πολιτικής των ΗΠΑ, η οποία επιδίωξε να διασφαλίσει την ασφάλεια και την κυριαρχία του Ισραήλ. Και τα δύο έχουν πλέον καθιερωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας.