Όλοι χάσαμε το Αφγανιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όλοι χάσαμε το Αφγανιστάν

Δύο δεκαετίες λαθών, λανθασμένων κρίσεων, και συλλογικής αποτυχίας

Μια άλλη εσφαλμένη εκτίμηση έχει σχέση με την αδυναμία των περιφερειακών πολέμαρχων. Από το 2001, υπήρχε μια ευρεία υπόθεση ότι αυτοί οι πολέμαρχοι διοικούσαν χιλιάδες ένοπλους οπαδούς που θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν γρήγορα εναντίον των Ταλιμπάν. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η εθνική αφγανική κυβέρνηση πίστευαν ότι αυτό όντως συνέβαινε και φιλοξένησαν συχνά βάρβαρους τοπικούς ηγέτες ως αποτέλεσμα. Η πτώση της Sheberghan, προπύργιο του πρώην αντιπροέδρου (και παραβάτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) Abdul Rashid Dostum˙ της Χεράτ, προηγουμένως υπό τον έλεγχο του πρώην ηγέτη των Μουτζαχεντίν Ismail Khan˙ και της Mazar-e Sharif, προηγουμένως υπό τον Atta Nur, αποκαλύπτουν πόσο βαθιά εσφαλμένη ήταν αυτή η υπόθεση. Ο Αφγανός πρόεδρος, Ashraf Ghani, ζήτησε βοήθεια από αυτούς τους πολέμαρχους, μόνο για να διαπιστώσει ότι δεν είχαν δυνάμεις να συγκεντρώσουν -ένα λυπηρό σχόλιο για την κατάσταση της εθνικής κυβέρνησης, του στρατού, και της ανάγνωσης των ΗΠΑ για μια κατακερματισμένη αφγανική πολιτική πραγματικότητα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερεκτίμησαν επίσης την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν έναν άλλο παράγοντα που υπονόμευσε θεμελιωδώς την πολεμική προσπάθεια: τα καταφύγια των Ταλιμπάν στο Πακιστάν. Για χρόνια, οι ηγέτες των ΗΠΑ ζητούσαν την υποστήριξη της Ισλαμαμπάντ για μια ειρηνική επίλυση του πολέμου στο Αφγανιστάν. Απέτυχαν˙ η Ισλαμαμπάντ ενδιαφερόταν περισσότερο να διατηρήσει ανοιχτές τις επιλογές της για το Αφγανιστάν. Ωστόσο, ακόμη και μετά τον εντοπισμό του κρυμμένου στην Αμποταμπάντ, εγκεφάλου της 11ης Σεπτεμβρίου και ηγέτη της Αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν στενούς δεσμούς με το Πακιστάν, δεδομένης της ευρύτερης περιφερειακής σημασίας της χώρας.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να νικηθεί μια εξέγερση που έχει διασυνοριακά καταφύγια [8]. Η ηγεσία των Ταλιμπάν στην Quetta και την Peshawar συγκέντρωνε κεφάλαια, σχεδίαζε επιθέσεις, και στρατολογούσε χωρίς εμπόδια. Η αφγανική κυβέρνηση ζήτησε επανειλημμένα την βοήθεια του Πακιστάν για το κλείσιμο των βάσεων των Ταλιμπάν. Ωστόσο, ο υπουργός Εσωτερικών του Πακιστάν παραδέχτηκε τον Ιούλιο του 2021 ότι οικογένειες Ταλιμπάν ζούσαν στα προάστια της Ισλαμαμπάντ.

ΛΑΘΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΦΓΑΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Γιατί απέτυχε να εμφανιστεί μια αποτελεσματική αφγανική κυβέρνηση για πάνω από 20 χρόνια; Οι Ηνωμένες Πολιτείες σίγουρα προσπάθησαν να βοηθήσουν στην δημιουργία μιας τέτοιας. Οι προσπάθειές μας να επιβάλουμε ένα Δυτικό δημοκρατικό μοντέλο στο Αφγανιστάν, αρχικά στην διάσκεψη της Βόννης το 2001 και μέσω της συγγραφής του εθνικού συντάγματος, συνεχίστηκαν για δύο δεκαετίες.

Ο πρώην Αφγανός πρόεδρος, Χαμίντ Καρζάι, παραπονιόταν συχνά για την έντονη πολιτική επιρροή των ΗΠΑ. Τέτοιες «παρεμβολές» συχνά φάνηκαν να κρατούν την αφγανική πολιτική σε τροχιά -αλλά με απρόσμενες συνέπειες. Όταν ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο τότε ειδικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, προσπάθησε να επηρεάσει τις εκλογές του 2009, πέτυχε όχι να σταματήσει μια νίκη του Καρζάι αλλά μόνο να μετατρέψει τον Αφγανό πρόεδρο σε εχθρό. Το 2014, όταν ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι μεσολάβησε για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας καθώς επίκειτο η απειλή εμφύλιων συγκρούσεων, το αποτέλεσμα ήταν ένας άβολος πολιτικός συμβιβασμός, μεταξύ του προέδρου Γκανί και του αμφισβητία του, Abdullah Abdullah, που δεν διευθετήθηκε ποτέ. Στις επόμενες προεδρικές εκλογές, το 2019, ψήφισαν λιγότερα από δύο εκατομμύρια Αφγανοί, έναντι οκτώ εκατομμυρίων μόλις πέντε χρόνια πριν. Το αμφισβητούμενο αποτέλεσμα δύσκολα έδειχνε ότι η δημοκρατία του Αφγανιστάν εδραιώθηκε σε μια εποχή που η απειλή των Ταλιμπάν αυξανόταν.

Μέχρι την στιγμή που οι ηγέτες της κυβέρνησης ενότητας επισκέφθηκαν την Ουάσινγκτον για να συναντήσουν τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν τον Ιούνιο του 2021, η ενότητα δεν υπήρχε παρά μόνο κατ’ όνομα και το προεδρικό μέγαρο του Γκανί απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο. Ωστόσο, πολλοί στην Ουάσινγκτον συνέχισαν να υποθέτουν [9] κάτι που έμοιαζε με κοινό σκοπό σχετικά με την επικείμενη απειλή των Ταλιμπάν.

Η εθνική πολιτική ηγεσία του Αφγανιστάν δεν συνεργάστηκε ποτέ για το πώς να πολεμήσει καλύτερα τους Ταλιμπάν. Υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των περιφερειακών διαμεσολαβητών και της Καμπούλ, και μεταξύ των Παστούν και των μειονοτήτων των Τατζίκων, των Χαζάρων και των Ουζμπέκων. Τόσο ο Καρζάι όσο και ο Γκανί διαχειρίστηκαν την εθνοτική εκπροσώπηση μέσω ενός συστήματος λαφύρων και όχι με την προώθηση ενός κοινού εθνικού οράματος. Και οι προσπάθειες των ΗΠΑ να εντοπίσουν, ακόμη και να επιλέξουν, ηγέτες σε Υπουργεία πέτυχαν μόνο την υπονόμευση της ανεξαρτησίας και της νομιμότητας της αφγανικής κυβέρνησης.

Αντίθετα, οι Ταλιμπάν αποδείχθηκαν ανθεκτικοί όχι μόνο ως στρατιωτική και τρομοκρατική οργάνωση αλλά και ως πολιτικό κίνημα. Μετά το 2001, οι Ταλιμπάν συνέχισαν να απολαμβάνουν λαϊκής υποστήριξης σε μέρη του Αφγανιστάν και διατήρησαν την ικανότητα να συγκεντρώνουν δεκάδες χιλιάδες νεαρών Αφγανών πιστών. Ακόμη και κατά την διάρκεια του «κύματος» [της αύξησης] των αμερικανικών στρατευμάτων το 2009-11, οι Ταλιμπάν αποδείχθηκαν ικανοί να εξελιχθούν. Οι προσπάθειες της αφγανικής κυβέρνησης να συμφιλιωθεί με τους Ταλιμπάν από το 2010 και μετά αντιπροσώπευαν μια σιωπηρή αποδοχή της πολιτικής και στρατιωτικής τους σημασίας στο Αφγανιστάν. Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να διαπραγματευτούν επίσημα με τους Ταλιμπάν το 2018, και των ξένων κυβερνήσεων να υποδεχθούν τους απεσταλμένους των Ταλιμπάν μετά την συμφωνία της Ντόχα του Φεβρουαρίου 2020, αντικατοπτρίζει αυτή την πραγματικότητα.