Η αμερικανική ισχύς μετά το Αφγανιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμερικανική ισχύς μετά το Αφγανιστάν

Πώς να μπει ο παγκόσμιος ρόλος της χώρας στα σωστά μέτρα

Δεύτερον, αυτό που συνέβη στο Αφγανιστάν δεν προκλήθηκε από την έλλειψη καλής ανάλυσης πληροφοριών (intelligence). Σε όλη την ιστορία, η πιο συνηθισμένη μορφή αποτυχίας των πληροφοριών ήταν η αποτυχία των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών να ακούσουν αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν. Στην αρχή της προεδρίας του, ο Μπαράκ Ομπάμα ανέθεσε μια μελέτη 60 ημερών για να διαμορφώσει την στρατηγική των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Στα απομνημονεύματά του, γράφει ότι η έκθεση «έκανε ένα πράγμα ξεκάθαρο. Αν το Πακιστάν δεν σταματήσει να προστατεύει τους Ταλιμπάν, οι προσπάθειές μας για μακροπρόθεσμη σταθερότητα στο Αφγανιστάν θα αποτύχουν». Οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ γνώριζαν ότι οι σχέσεις μεταξύ Πακιστάν και Ταλιμπάν ήταν βαθιές και μακροχρόνιες και ότι το Πακιστάν παρείχε ένα ασφαλές καταφύγιο για τους μαχητές και την ηγεσία των Ταλιμπάν. Το συμπέρασμα θα έπρεπε να ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει με κάποιο τρόπο να σπάσουν αυτόν τον δεσμό ή να μειώσουν τις απώλειές τους στην οικοδόμηση έθνους στο Αφγανιστάν. Αντ' αυτού, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σημείωσαν το πρόβλημα, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να το βελτιώσουν, και προχώρησαν ούτως ή άλλως.

Το τρίτο μάθημα είναι από τις διαδικασίες: οι πολιτικοί των ΗΠΑ δεν μπορούν να βασίζονται στον στρατό για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι μια αποστολή είναι ανέφικτη. Η βασική αξία του στρατού είναι η εκτέλεση όποιας αποστολής τού έχει ανατεθεί. Το πνεύμα του είναι το «μπορώ». Οι στρατηγοί ίσως να εντοπίσουν τις δυσκολίες εκ των προτέρων, αλλά μόλις ξεκινήσει μια αποστολή, θα επιμείνουν ότι τα πράγματα γίνονται καλύτερα ή ότι θα βελτιωθούν με περισσότερα χρήματα, χρόνο, όπλα, και στρατεύματα. Ο στρατός δεν θα αμφισβητήσει την εγκυρότητα της αποστολής. Αυτό σημαίνει ότι ένας πρόεδρος που αναγνωρίζει ότι η χώρα έχει αναλάβει κάτι που δεν μπορεί να επιτύχει θα πρέπει κάποια στιγμή να «απορρίψει τις συμβουλές των στρατηγών του». Οι Αμερικανοί πρέπει να αναγνωρίσουν και να επιβραβεύσουν το σπάνιο ηθικό θάρρος που άσκησε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν -κάτι που τρεις πρόεδροι πριν από αυτόν απέτυχαν να συγκεντρώσουν.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την συνήθεια να υπερβάλλουν άγρια [4] τις συνέπειες των αποτυχιών τους. Τις τελευταίες εβδομάδες, έγινε λόγος για «τέλος της αυτοκρατορίας», «επιστροφή στον απομονωτισμό», και τεράστια κέρδη που σωρεύονται για την Ρωσία και την Κίνα (οι οποίες αντίθετα μπορεί να επιβαρυνθούν με τις συνέπειες από τον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν, την αυξανόμενη παραγωγή οπίου, και τον αυξανόμενο ισλαμικό εξτρεμισμό). Παρόμοια ρητορική, με πολύ μεγαλύτερη λογική, χαιρέτησε το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Ωστόσο, 15 χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο και κυριάρχησαν στον κόσμο.

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Παραμερίζοντας λοιπόν τέτοιες ζοφερές προβλέψεις, τι μπορεί να συνεπάγεται μια διαφορετική προσέγγιση των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική; Ένα πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι μια σκληρή ματιά στην έννοια της αμερικανικής εξαιρετικότητας (exceptionalism). Εγχωρίως, η υψηλή εισοδηματική ανισότητα, η σταθερή ή παρακμάζουσα διαγενεακή κινητικότητα, η βαθιά πολωμένη πολιτική, ο φυλετικός διχασμός, η αχαλίνωτη υιοθέτηση των θεωριών συνωμοσίας, το μειωμένο πολιτικό καθήκον, ακόμη και ένα ερωτηματικό δίπλα στο sine qua non της δημοκρατίας -την ειρηνική μετάβαση της εξουσίας μέσω εκλογών- όλα μαζί κάνουν την «δύναμη του παραδείγματός μας», για να χρησιμοποιήσουμε την φράση του Μπάιντεν, αμφίβολη στην καλύτερη περίπτωση.

Το ιστορικό των ΗΠΑ στην διεθνή ηγεσία είναι επίσης αμφίβολο. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να παρακρατούν τις νομικώς υποχρεωτικές συνεισφορές τους για τα Ηνωμένα Έθνη και στην συνέχεια σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, η εξωτερική πολιτική τους, αντιστοίχως, εξασθένησε αναμφισβήτητα την ικανότητα του κόσμου να επιλύει παγκόσμια προβλήματα. Μεταξύ των συμφωνιών που έχουν απορρίψει οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εκτός από τα παραδείγματα που αναφέρονται παραπάνω, είναι η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Σύμβαση για την Απαγόρευση Ναρκών Προσωπικού, και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Οι περισσότεροι από τον υπόλοιπο κόσμο τα ενέκριναν. Αρνήθηκαν επίσης να κυρώσουν συνθήκες που προστατεύουν τους γενετικούς πόρους, που περιορίζουν το εμπόριο συμβατικών όπλων, που απαγορεύουν τους επίμονους οργανικούς ρύπους και τις βόμβες διασποράς, και που προστατεύουν τα άτομα με αναπηρία. Μόνο τα δύο πρώτα χρόνια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, απέρριψαν την εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership, αποχώρησαν (και στην συνέχεια επαναδιαπραγματεύθηκαν) την Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA), την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Ενδιάμεσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty), το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, τον Εκπαιδευτικό, Επιστημονικό, και Πολιτιστικό Οργανισμό του ΟΗΕ, την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, και την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Σημαντικές διεθνείς συμφωνίες όπως οι δύο τελευταίες πρέπει τώρα να σχεδιαστούν έτσι ώστε να αποφευχθεί η επίσημη επικύρωση, καθώς ο κόσμος γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να πετύχουν μια έγκριση από την Γερουσία. Εάν αυτή είναι η εξαιρετικότητα, ένας παγκοσμιοποιημένος, αλληλοεξαρτώμενος κόσμος χρειάζεται λιγότερη από αυτήν.