Η εκπληκτική επιτυχία των ειρηνευτικών αποστολών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπληκτική επιτυχία των ειρηνευτικών αποστολών

Το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών αξίζει περισσότερη υποστήριξη —και λιγότερη περιφρόνηση— από την Αμερική

Τουλάχιστον μια χώρα φαίνεται να κατανοεί την δύναμη της διατήρησης των ειρηνευτικών αποστολών: η Κίνα. Καθώς η Ουάσιγκτον έχει υποχωρήσει από την παγκόσμια σκηνή των ειρηνευτικών αποστολών, το Πεκίνο κάλυψε το κενό, και έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος οικονομικός συνεισφέρων και ο μεγαλύτερος στρατιωτικός συνεισφέρων στις ειρηνευτικές αποστολές μεταξύ των πέντε μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αυτή η στροφή δεν προμηνύει κάτι καλό για το μέλλον της δημοκρατίας ή για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εποχές σύγκρουσης και αστάθειας είναι ευκαιρίες για την διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου των χωρών και η Κίνα γνωρίζει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ειρηνευτικές αποστολές για να βοηθήσει στον προσδιορισμό του είδους και της σύνθεσης των κυβερνήσεων που αναλαμβάνουν την εξουσία όταν τελειώνουν οι συγκρούσεις. Το Πεκίνο γνωρίζει επίσης ότι οι ίδιες οι ειρηνευτικές αποστολές μπορούν να μετατραπούν σε όπλα για την προώθηση εθνικών συμφερόντων. Το 1999, η Κίνα χρησιμοποίησε την ψήφο της στο Συμβούλιο Ασφαλείας για να αναγκάσει τις ειρηνευτικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν την [Βόρεια] Μακεδονία αφότου η χώρα πρόσφερε διπλωματική αναγνώριση στην Ταϊβάν. Μόλις αποχώρησαν τα Ηνωμένα Έθνη, η χώρα κύλησε στον εμφύλιο πόλεμο. (Τελικά σταθεροποιήθηκε από το ΝΑΤΟ). Δεδομένης της συμπεριφοράς του Πεκίνου [9], οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναρωτηθούν εάν πραγματικά θέλουν να παραχωρήσουν την ηγεσία [10] επί αυτού του σημαντικού εργαλείου.

Εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αποφασίσουν να διασφαλίσουν ότι οι ειρηνευτικές αποστολές θα λάβουν την κατάλληλη χρηματοδότηση και την δημοκρατική υποστήριξη —και θα έπρεπε να το πράξουν— τότε η Ουάσιγκτον πρέπει να κάνει αρκετά κρίσιμα βήματα. Πρώτον και κύριον, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να πληρώσουν αυτά που οφείλουν. Ως ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του Τμήματος Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων του ΟΗΕ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ διαδραματίζει σημαντικό ηγετικό ρόλο στην έγκριση και την διαμόρφωση αποστολών του ΟΗΕ. Για να πείσουν άλλες χώρες να συνεισφέρουν οικονομικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δώσουν ένα καλύτερο παράδειγμα πληρώνοντας τις δικές τους αξιολογημένες οφειλές.

Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να πείσουν τα άλλα τέσσερα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ —την Κίνα, την Γαλλία, την Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο— να εργαστούν από κοινού για τις ειρηνευτικές αποστολές. Αυτές οι δυνάμεις μερικές φορές μπαίνουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν τις αποστολές ως μέσο για να προωθήσουν τις δικές τους στρατηγικές προτεραιότητες. Αλλά όλες έχουν κοινό συμφέρον να σταματήσουν οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι οποίοι γεννούν εξτρεμισμό και τρομοκρατία και τροφοδοτούν τις προσφυγικές κρίσεις. Πρέπει να βρουν κοινό έδαφος για τις ειρηνευτικές αποστολές, ειδικά σε μια περίοδο αυξανόμενου διακρατικού ανταγωνισμού. Δεν μπορούν να αφήσουν το είδος της αντιπαλότητας που εμπόδισε τις ειρηνευτικές αποστολές σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου να γίνει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην χρήση αυτού του αποτελεσματικού μέσου σήμερα.

Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με άλλα κράτη-μέλη του ΟΗΕ, πρέπει να χρησιμοποιήσουν όσα γνωρίζουν για τις επιτυχείς ειρηνευτικές αποστολές ώστε να κάνουν τις επιχειρήσεις ακόμη πιο αποτελεσματικές. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να επενδύσουν σε προληπτικές αποστολές αντί να δίνουν άδεια για ανάπτυξη μόνο μετά την έκρηξη της βίας, όπως είναι επί του παρόντος το σύνηθες. Τα κράτη -μέλη θα πρέπει να ανταποκρίνονται αμέσως, όταν τους ζητείται από τα Ηνωμένα Έθνη να παράσχουν κρίσιμες ένοπλες ικανότητες, όπως αστυνομικές μονάδες, αλλά και όταν τους ζητείται να παράσχουν άοπλους πόρους —συμπεριλαμβανομένων νοσοκομείων στο πεδίο, παρατηρητών, ομάδων διαμεσολάβησης, και γυναικείου προσωπικού. Όπως έδειξε η δική μας έρευνα, οι πολιτικοί και οικονομικοί μοχλοί των ειρηνευτικών αποστολών είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί, αν όχι περισσότερο, από την ωμή στρατιωτική ισχύ. Η παρουσία παρατηρητών στις ειρηνευτικές αποστολές μπορεί, για παράδειγμα, να μειώσει τον κίνδυνο ένοπλες ομάδες να πραγματοποιήσουν αιφνιδιαστικές επιθέσεις, να διευκολύνει την βοήθεια να φθάσει σε ζώνες συγκρούσεων, να αυξήσει την διπλωματική υποστήριξη για την ειρήνη, και συχνά να επηρεάσει την εγχώρια κοινή γνώμη κάνοντας τους κατοίκους να υποστηρίζουν περισσότερο τη μη βίαιη συνδιαλλαγή. Οι ειρηνευτικές δυνάμεις μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους εμπόλεμους να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να βοηθήσουν να μετριαστούν οι διαφορές πριν αυτές κλιμακωθούν.

Μετά από δεκαετίες αντιεξεγέρσεων, οι Αμερικανοί είναι επιφυλακτικοί για τις στρατιωτικές δεσμεύσεις στο εξωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εξάλλου, δεν είχαν μεγάλη επιτυχία στον τερματισμό πολλών από τις συγκρούσεις στις οποίες παρενέβησαν. Τούτου λεχθέντος, ο αριθμός των εμφυλίων πολέμων [11] σε όλο τον πλανήτη αυξάνεται και, είτε μας αρέσει είτε όχι, η διεθνής κοινότητα θα χρειαστεί να εμπλακεί περισσότερο στην προσπάθεια να σταματήσει τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ευτυχώς, στις ειρηνευτικές αποστολές των Ηνωμένων Εθνών, οι ηγέτες έχουν ένα συνεργατικό και οικονομικά αποδοτικό εργαλείο που μπορούν να αναπτύξουν για την επίλυση αυτών των συγκρούσεων και την προστασία των αμάχων. Αλλά για να καλύψουν τις ανάγκες του κόσμου, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να παράσχουν στον ΟΗΕ περισσότερη υποστήριξη και χρηματοδότηση. Αυτό σημαίνει ότι αυτοί -και οι άνθρωποι που εκπροσωπούν- πρέπει πρώτα να καταλάβουν πόσο πολύτιμες ήταν οι ειρηνευτικές αποστολές.