Η Αμερική δεν αποχωρεί από τη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική δεν αποχωρεί από τη Μέση Ανατολή

Η Ουάσιγκτον χρειάζεται μια νέα στρατηγική αλλά όχι μια στρατηγική εξόδου

Επίσης, δεν είναι πλέον σαφές εάν οι Ιρανοί είναι τόσο πρόθυμοι να αναβιώσουν την συμφωνία όσο ήταν κάποτε. Οι Ιρανοί αξιωματούχοι δεν βιάστηκαν να επιστρέψουν στις συνομιλίες στην Βιέννη για την αποκατάσταση της συμφωνίας μετά την εκλογή του Ebrahim Raisi ως προέδρου τον Ιούνιο του 2021. Τελικά, συμφώνησαν να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις στα τέλη του Νοεμβρίου του 2021, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα έχει την πολιτική ενέργεια για να εκπληρώσει την ελάφρυνση των κυρώσεων που απαιτείται για την αποκατάσταση της συμφωνίας ή ότι το Ιράν θα συμφωνήσει στις απαιτούμενες πυρηνικές μειώσεις. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Ισραήλ [4], για το οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, δεν θα υποστηρίξει παραχωρήσεις προς το Ιράν.

Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε συζητήσεις με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους για ένα «Σχέδιο Β» για την περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών. Αυτή η στρατηγική θα περιλαμβάνει περισσότερη οικονομική πίεση και πιθανώς στρατιωτικές επιλογές. Δεν είναι σαφές πώς τέτοιες πολιτικές «επιστροφής στο μέλλον» θα φέρουν μια νέα πυρηνική συμφωνία, ιδιαίτερα χωρίς το είδος της διεθνούς υποστήριξης που ήταν δυνατή πριν από την συμφωνία του 2015. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Κίνα να συμμετέχει σε μια ανανεωμένη οικονομική πίεση εναντίον του Ιράν, υπό το φως των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον. Πράγματι, η Κίνα εξέφρασε πρόσφατα πιο ευνοϊκά διακείμενες θέσεις για τα δικαιώματα πυρηνικού εμπλουτισμού του Ιράν, μετά την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου να πουλήσουν πυρηνικά υποβρύχια στην Αυστραλία, κάτι που το Πεκίνο θεωρεί κίνδυνο ταχείας διάδοσης [των πυρηνικών]. Αυτό που μπορεί να είναι πιο πιθανό σε περίπτωση αποτυχίας της αναβίωσης της πυρηνικής συμφωνίας είναι η επανάληψη της απάντησης του Ιράν στις πολιτικές μέγιστης πίεσης της κυβέρνησης Τραμπ: μια επιτάχυνση των στρατιωτικών χτυπημάτων σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένων κατά των δυνάμεων των ΗΠΑ.

Εάν η συμφωνία καταρρεύσει, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή και να στρέψουν την εστίασή τους αλλού. Οι Ισραηλινοί σίγουρα δεν θα έβαζαν το Ιράν σε δεύτερη μοίρα, σχεδόν εγγυώμενοι την συνέχιση της κλιμάκωσης. Ο «σκιώδης πόλεμος» της Ιερουσαλήμ με το Ιράν έχει ήδη επεκταθεί σημαντικά: Έχει μετακινηθεί πέρα από το συριακό θέατρο, όπου το Ισραήλ χτυπά τακτικά στόχους ευθυγραμμισμένους με το Ιράν, σε μια ενεργή ναυτική αντιπαράθεση. Συνεχίζει επίσης την εκστρατεία φόνων με στόχο τους κορυφαίους πυρηνικούς επιστήμονες του Ιράν, και τις άμεσες επιθέσεις του στην πυρηνική υποδομή του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης μιας έκρηξης στην ιρανική πυρηνική εγκατάσταση Natanz τον Απρίλιο του 2021, μόλις ξεκίνησε η διπλωματία στην Βιέννη. Ο κυβερνοπόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν έχει επεκταθεί ακόμη και σε πολιτικούς στόχους.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Naftali Bennett, έχει μέχρι στιγμής αποφύγει έναν δημόσιο καυγά με την Ουάσιγκτον για τον φάκελο του Ιράν. Όμως, μολονότι το στυλ του ίσως διαφέρει από την συγκρουσιακή προσέγγιση του πρώην πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, οι πολιτικές του δεν φαίνονται αισθητά διαφορετικές. Ο Bennett έχει διατηρήσει τη μυστική στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και έχει μιλήσει για στρατηγική «θανάτου με χίλιες μαχαιριές» προς την Τεχεράνη. Άλλοι Ισραηλινοί ηγέτες έχουν κάνει δημόσιες δηλώσεις επαναβεβαιώνοντας το δικαίωμα του Ισραήλ να αμυνθεί ενάντια στο Ιράν, το οποίο είναι ευρέως αντιληπτό ως ότι το Ισραήλ διατηρεί τις στρατιωτικές του επιλογές. Το Ισραήλ δεν είναι σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω Συνθηκών, αλλά η αμερικανική πολιτική δέσμευση για την ασφάλεια του Ισραήλ είναι τόσο βαθιά που θα ήταν δύσκολο για την Ουάσιγκτον να μείνει στο περιθώριο σε περίπτωση πλήρους ιρανο-ισραηλινής σύγκρουσης.

Η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση [5] συνεχίζει επίσης να σιγοβράζει, ακόμα κι αν το παλαιστινιακό ζήτημα αποτελεί χαμηλότερη προτεραιότητα για την περιοχή και την Ουάσιγκτον. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ίσως προτιμούν την βελτίωση των οικονομικών συνθηκών των Παλαιστινίων έναντι της πίεσης στους Ισραηλινούς σε βασικά ζητήματα όπως η επέκταση των εποικισμών. Το ξέσπασμα της βίας στην Λωρίδα της Γάζας τον Μάιο έδειξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εργαστούν στο παρασκήνιο για να περιορίσουν την σύγκρουση, αλλά δεν μπορούν να την αγνοήσουν. Η ομαλοποίηση μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών είναι μια ευπρόσδεκτη περιφερειακή εξέλιξη, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την διευθέτηση μεταξύ των μερών που πραγματικά βρίσκονται σε πόλεμο.

ΓΙΝΟΜΕΝΟΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ

Με όλες αυτές τις απαιτήσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, μπορεί να αντιμετωπίζουν ένα διαφορετικό πρόβλημα —όχι ότι φεύγουν, αλλά ότι μένουν με όλους τους λάθος τρόπους.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να επιμένει στις στρατιωτικές της δεσμεύσεις για να καθησυχάσει τους εταίρους της, οι οποίοι παραμένουν δύσπιστοι σχετικά με την τροχιά της εξωτερικής της πολιτικής. Οι πωλήσεις όπλων στην Σαουδική Αραβία [6] και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι απόδειξη ότι η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στις στρατιωτικές της συνεργασίες στην περιοχή. Όμως αυτές οι προσπάθειες, ιδιαίτερα όταν δεν εξισορροπούνται με δεσμεύσεις για την ανθρώπινη ασφάλεια και τις προκλήσεις της διακυβέρνησης, μπορούν να πυροδοτήσουν περιφερειακές συγκρούσεις και καταστολή. (Επί του παρόντος, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν ετησίως για στρατιωτική βοήθεια στην Αίγυπτο όσα [επενδύουν] για οικονομική αναπτυξιακή βοήθεια σε ολόκληρη την περιοχή). Αυτή είναι μια συνταγή για διηνεκή κρίση, η οποία θα αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν δαπανηρά βήματα για τον περιορισμό νέων μορφών εξτρεμισμού και βίας.