Η Αμερική δεν αποχωρεί από τη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική δεν αποχωρεί από τη Μέση Ανατολή

Η Ουάσιγκτον χρειάζεται μια νέα στρατηγική αλλά όχι μια στρατηγική εξόδου

Το στρατηγικό επιχείρημα για τη μείωση της αμερικανικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή είναι ξεκάθαρο. Εκτός από την ανάγκη μεταφοράς πόρων προς την Ασία, δεδομένων των μεταβαλλόμενων γεωστρατηγικών συνθηκών, η εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής έχει μειωθεί σημαντικά. Έγινε επίσης επισταμένη εξέταση σχετικά με το εάν οι μεγάλες βάσεις είναι αποτελεσματικές για αντιτρομοκρατικές αποστολές και εάν αυτές οι βάσεις ενδέχεται να προκαλέσουν περαιτέρω επιθέσεις από το Ιράν αντί να τις αποτρέψουν. Μερικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να φέρουν όλα τα στρατεύματα στην πατρίδα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν μια πιο διάσπαρτη περιφερειακή στάση με την χρήση μικρότερων βάσεων. Αυτό θα καθιστούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες λιγότερο εξαρτημένες από μεγάλες επιχειρησιακές βάσεις, όπως η αεροπορική βάση Al Udeid στο Κατάρ ή το στρατόπεδο Arifjan στο Κουβέιτ, οι οποίες ίσως γίνουν πιο ευάλωτες στις ιρανικές επιθέσεις καθώς οι επιθετικές ικανότητες της Τεχεράνης με πυραύλους και drone εξελίσσονται.

Αυτά τα επιχειρήματα είναι πειστικά. Αλλά οι πολιτικές εκτιμήσεις, η γραφειοκρατική αδράνεια, η συνεχιζόμενη ευαλωτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών στους κραδασμούς της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, και τα οικονομικά συμφέροντα της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ κάνουν απίθανη μια γρήγορη αντιστροφή —ανεξάρτητα από την στρατηγική λογική. Οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Κόλπο θέλουν οι αμερικανικές δυνάμεις να παραμείνουν, θεωρώντας τις βάσεις ως ένδειξη της πολιτικής δέσμευσης της Ουάσιγκτον στην ασφάλειά τους. Και αφότου το Κατάρ και άλλα κράτη του Κόλπου έπαιξαν έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην αεροπορική μεταφορά Αφγανών μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από την χώρα, είναι πιθανό η κυβέρνηση Μπάιντεν να κλείσει την [βάση] Al Udeid; Μια απόσυρση ίσως είναι δυνατή, αλλά το πλήρες κλείσιμο είναι υπερβολή.

Η συνεχιζόμενη διακομματική εστίαση στο Ιράν θα λειτουργήσει επίσης υπέρ μιας σημαντικής αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας. Οι κοινές ναυτικές ασκήσεις ασφαλείας, οι οποίες διεξάγονται με την προσοχή στραμμένη στην ανάσχεση του Ιράν, περιλαμβάνουν τώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και το Μπαχρέιν. Δεν είναι επίσης σαφές εάν οι μεγάλες βάσεις των ΗΠΑ είναι τόσο εκτεθειμένες σε ιρανικές επιθέσεις όσο φοβούνται ορισμένοι: Το Κατάρ και το Κουβέιτ, χώρες που φιλοξενούν χιλιάδες άτομα προσωπικού των ΗΠΑ, διατηρούν πιο φιλικές σχέσεις με την Τεχεράνη και ίσως να μην είναι τόσο ευάλωτες σε ιρανικές επιθέσεις κατά των δυνάμεων των ΗΠΑ εντός των χωρών τους. Επομένως, τα οφέλη από τη μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή ίσως αντισταθμιστούν από το πολιτικό κόστος της αποξένωσης των εταίρων του Κόλπου.

Η τοποθέτηση συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας και αεροπλανοφόρων εκτός Μέσης Ανατολής είναι ένα σημάδι της μειωμένης παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή και πιθανότατα θα γίνει πιο συχνή καθώς οι πόροι μετατοπίζονται στην Ασία. Αυτό δεν θα αρέσει στους περιφερειακούς εταίρους, αλλά θα μάθουν να ζουν με αυτό. Αλλά το κλείσιμο μιας τεράστιας στρατιωτικής υποδομής είναι εντελώς άλλο θέμα.

Ο ΣΚΙΩΔΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ

Το Ιράν βλέπει την συνέχιση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή τόσο ως απειλή για τα συμφέροντά του όσο και ως βολικό στόχο. Καθώς η Τεχεράνη επιδιώκει να ενισχύσει την αποτροπή της, ίσως προτιμήσει να χτυπήσει μικρό αριθμό αμερικανικών δυνάμεων σε ζώνες συγκρούσεων παρά τις μεγάλες βάσεις των ΗΠΑ στον Κόλπο. Αμερικανοί και Ισραηλινοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν το Ιράν ότι εξαπέλυσε επίθεση με drone στην αμερικανική βάση al-Tanf στην Συρία τον Οκτώβριο, πιθανώς ως αντίποινα για τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές στην Συρία. Η παρουσία των ΗΠΑ στο Ιράκ έχει επίσης μειωθεί σε μόνο μερικές χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι παραμένουν εκτεθειμένοι σε επιθέσεις από πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν.

Η εχθρότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν είναι τώρα τόσο βαθιά ριζωμένη στα κατεστημένα και των δύο χωρών —ιδιαίτερα καθώς οι σκληροπυρηνικοί [2] έχουν εδραιώσει τον έλεγχό τους στην Τεχεράνη— ώστε οι προσπάθειες για επαναφορά της σχέσης να είναι απίθανες τα επόμενα χρόνια. Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αποσυρθεί από την συμφωνία για τα πυρηνικά και να υιοθετήσει μια πολιτική «μέγιστης πίεσης» σχεδιασμένη να απομονώσει το Ιράν διπλωματικά και οικονομικά έκανε το Ιράν περισσότερο φιλοπόλεμο, όχι λιγότερο. Μετά την δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Qasem Soleimani από τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιανουάριο του 2020, οι δύο χώρες ενεπλάκησαν σε άμεση στρατιωτική σύγκρουση για πρώτη φορά από την δεκαετία του 1980. Ακόμα κι αν οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καταφέρουν να αποφύγουν έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας με το Ιράν και να περιορίσουν τις πυρηνικές του φιλοδοξίες [3], πιθανότατα θα βρεθούν σε μια χαμηλού βαθμού σύγκρουση για περιφερειακή επιρροή με την Τεχεράνη.

Αν και το Ιράν αρχικά διατήρησε την συμμόρφωσή του με την πυρηνική συμφωνία μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, έχει επεκτείνει σημαντικά το πρόγραμμά του τον τελευταίο χρόνο. Έχει αυξήσει τον εμπλουτισμό του ουρανίου του πολύ πέρα από τους περιορισμούς της συμφωνίας, φέρνοντάς το πιο κοντά σε οπλικά επίπεδα. Η έρευνα και ανάπτυξη προηγμένων φυγοκεντρητών προχωρούν. Ο κρίσιμος χρόνος (breakout time) του Ιράν, ή ο χρόνος που απαιτείται για την παραγωγή επαρκούς εμπλουτισμένου υλικού για την κατασκευή ενός πυρηνικού όπλου έχει μειωθεί σε μήνες σε αντίθεση με το ένα έτος σύμφωνα με τους περιορισμούς της πυρηνικής συμφωνίας. Οι πυρηνικοί επιθεωρητές δεν έχουν πλέον την πρόσβαση που απαιτείται από την συμφωνία. Όλα αυτά τα βήματα έχουν εισαγάγει άλλη μια πηγή έντασης στις σχέσεις του Ιράν με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την διεθνή κοινότητα.