Το ατελείωτο Brexit | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ατελείωτο Brexit

Το πραγματικό —και αυξανόμενο— κόστος της αποχώρησης από την ΕΕ

Ίσως το πιο σημαντικό άλυτο θέμα από το έπος του Brexit παραμένει το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας —ή αυτό που αποκαλείται το «προβληματικό παιδί» σε όλες αυτές τις χαοτικές διαδικασίες διαζυγίου. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ έχουν αμφότεροι επίσημη δέσμευση να τηρήσουν την Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, η οποία έχει εξασφαλίσει την ειρήνη στην Ιρλανδία από το 1998 και μετά. Δεδομένης της ανάγκης —που συμφωνήθηκε και από τις δύο πλευρές— να αποφευχθεί ένα «σκληρό» σύνορο, όπου τα φυσικά σημεία ελέγχου θα ελέγχουν την κυκλοφορία των αγαθών και των ανθρώπων μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας [4], το Ηνωμένο Βασίλειο [5] και η ΕΕ είχαν δύο επιλογές.

Πρώτον, το Ηνωμένο Βασίλειο στο σύνολό του θα μπορούσε να παραμείνει εντός τμημάτων της Ενιαίας Αγοράς και της Τελωνειακής Ένωσης της ΕΕ, καθιστώντας έτσι περιττή την ανάγκη για ελέγχους στα ιρλανδικά σύνορα. Εναλλακτικά, οι έλεγχοι των αγαθών που θα εισέρχονταν στην ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά θα έπρεπε να διενεργούνται στα ανατολικά-δυτικά σύνορα εντός του Ηνωμένου Βασιλείου και μεταξύ των συνόρων Μεγάλης Βρετανίας - Βόρειας Ιρλανδίας.

Κατά την διάρκεια των συνομιλιών για το Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ συμφώνησαν στην δεύτερη επιλογή, σε αυτό που ονομάζεται Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας (Northern Ireland Protocol), ένα παράρτημα της γενικότερης συμφωνίας αποχώρησης. Λίγο αφότου ο Τζόνσον υπέγραψε το πρωτόκολλο, ωστόσο, κινηματογραφήθηκε να καθησυχάζει τους ανήσυχους εξαγωγείς της Βόρειας Ιρλανδίας ότι δεν θα ήταν απαραίτητα επιπλέον έγγραφα για την αποστολή αγαθών στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο -μια παραπλανητική δήλωση, στην καλύτερη περίπτωση. Και τους τελευταίους μήνες, η βρετανική κυβέρνηση έχει αυξήσει την πίεση στην ΕΕ, υποστηρίζοντας όχι μόνο ότι οι Βρυξέλλες ήταν πολύ δρακόντειες σχετικά με τους ελέγχους, αλλά και ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (European Court of Justice) δεν θα έπρεπε πλέον να έχει την τελική εξουσία για την επιβολή του πρωτοκόλλου στην Βόρεια Ιρλανδία.

Και έτσι, έναν χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας, και δύο χρόνια μετά την διαπραγμάτευση του Πρωτοκόλλου της Βόρειας Ιρλανδίας, οι δύο πλευρές παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια διαμάχη ως προς το πώς θα κάνουν το Brexit να λειτουργήσει στην Βόρεια Ιρλανδία, χωρίς να διαταραχθεί το εμπόριο ή η διαπραγματευθείσα ειρήνη. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι δύο πλευρές θα καταφέρουν να καταλήξουν σε έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό. Σε περίπτωση που δεν [τα καταφέρουν], παραμένει πιθανό το Ηνωμένο Βασίλειο να χρησιμοποιήσει το άρθρο 16, μια ρήτρα έκτακτης ανάγκης του πρωτοκόλλου που επιτρέπει σε κάθε πλευρά να αναστείλει μέρη της συμφωνίας εάν πιστεύει ότι οι ρυθμίσεις δεν λειτουργούν. Αυτό θα οδηγούσε πιθανότατα στην απειλή αντιποίνων και αντι-αντιποίνων, τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιβολή δασμών, υπονομεύοντας ακόμη και τους σχετικά περιορισμένους όρους των σημερινών εμπορικών ρυθμίσεων.

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΙΑΣ ΚΡΙΣΗΣ

Παρά τους ισχυρισμούς ότι το Brexit [6] ολοκληρώθηκε, οι πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις του εξακολουθούν να εξακριβώνονται επειδή οι κανόνες της πορείας εξακολουθούν να εξετάζονται. Επιπλέον, δεδομένης της οικονομικής ζημιάς που προκλήθηκε από την COVID-19, ο οικονομικός αντίκτυπος της αποχώρησης από την ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά και την Τελωνειακή Ένωση έχει ουσιαστικά καλυφθεί από τον μεγαλύτερο (προς το παρόν) αντίκτυπο της πανδημίας. Σε όλους σχεδόν τους τομείς της βρετανικής οικονομίας, το κοινό πιστεύει ότι η πανδημία έχει προκαλέσει περισσότερο πόνο από το Brexit.

Είναι δίκαιο να πούμε ότι ορισμένοι υποστηρικτές του Brexit κατάφεραν να εντοπίσουν τα πλεονεκτήματα [του αντίκτυπου της πανδημίας]. Στο Today, το ειδησεογραφικό πρόγραμμα–ναυαρχίδα του BBC Radio, ο Συντηρητικός πρώην Υπουργός Οικονομικών, Norman Lamont, ένας ένθερμος υποστηρικτής του Brexit, χρησιμοποίησε το ανέφικτο της διάκρισης μεταξύ του αντίκτυπου της COVID-19 και εκείνου του Brexit, ως μέσο για να παρακάμψει το ερώτημα εάν το Brexit είχε αρνητικές επιπτώσεις στην βρετανική οικονομία.

Είναι βέβαιο ότι οι επιπτώσεις του Brexit και της COVID-19 λειτουργούν μαζί, προκαλώντας συσσωρεύσεις και ελλείψεις σε πολλούς κλάδους. Μια πρόσφατη μελέτη [7] έδειξε ότι ήταν σαφές πως η COVID-19 και το Brexit ευθύνονταν έκαστος για κάποιο [ποσοστό] της διαταραχής. Για παράδειγμα, υπάρχουν καλοί λόγοι να πιστεύει κάποιος ότι οι ελλείψεις βενζίνης που σημειώθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο ήταν ένα μερικό αποτέλεσμα του Brexit. Ωστόσο, η έλλειψη οδηγών φορτηγών, η οποία είχε επιπτώσεις στην διαθεσιμότητα ορισμένων αγαθών στα καταστήματα, αν και επιδεινώθηκε από το Brexit, προήλθε επίσης από την πανδημία.

Παρά το συγκεχυμένο σκηνικό της πανδημίας, υπάρχουν καλοί λόγοι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, να πιστεύει κάποιος ότι το Brexit έχει ήδη αρχίσει να «δαγκώνει». Επιπλέον, το Γραφείο Ευθύνης για τον Προϋπολογισμό της βρετανικής κυβέρνησης εκτίμησε [8] ότι ο συνολικός μεσοπρόθεσμος αντίκτυπος στο βρετανικό ΑΕΠ θα είναι μια μείωση 4%, με περίπου τα δύο πέμπτα αυτού του αντίκτυπου να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Άλλες εκτιμήσεις, όπως αυτές που έχει διενεργήσει το [κέντρο ερευνών] UK in a Changing Europe [9] με το Centre for Economic Performance του London School of Economics ανέβασαν τον αντίκτυπο κάπου ανάμεσα στο 5,8% και στο 7,0%.