Η κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων και το μέλλον της παγκοσμιοποίησης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων και το μέλλον της παγκοσμιοποίησης

Περισσότερη διασύνδεση –όχι λιγότερη- θα βοηθήσει να προληφθεί μια εποχή της σπανιότητας
Περίληψη: 

Μια θριαμβευτική οικονομική επιστροφή θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιληφθούν ότι ακόμη και οι μεγάλες χώρες δεν μπορούν να ελέγξουν την εφορμούσα κλιμάκωση της σπανιότητας, χωρίς να εντείνουν τις διασυνδέσεις τους με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο HAROLD JAMES είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Princeton και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The War of Words: A Glossary of Globalization [1].

Πέρυσι, καθώς άρχισαν να κυκλοφορούν τα πρώτα εμβόλια για την COVID-19, προέβλεψα [2] στο Foreign Affairs ότι η παγκόσμια οικονομία θα επανέλθει ορμητικά και θα εγκαινιάσει τελικά μια νέα χρυσή εποχή παγκοσμιοποίησης. Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη, και, πράγματι, περισσότερες ρωγμές φαίνονται πιθανές, συμπεριλαμβανομένου ενός πιθανού πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και των εντατικοποιημένων συγκρούσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Οι γεωπολιτικές διαμάχες ενισχύουν τις ελλείψεις που προκαλούνται από την συνεχιζόμενη πανδημία. Τα προβλήματα εφοδιασμού έχουν ενσπείρει διάχυτη νευρικότητα και φόβο. Το επαγόμενο άγχος, μεταφρασμένο σε πολιτικές, ενθάρρυνε την πεποίθηση ότι οι χώρες πρέπει να είναι αυτάρκεις. Οι αναλυτές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν πιέσει για την αυτάρκεια ή τουλάχιστον έχουν φανταστεί να χωρίζουν τον κόσμο σε ανταγωνιστικά μπλοκ. Βλέπουν την διασυνδεσιμότητα της παγκοσμιοποίησης ως μια ευαλωτότητα, που υποβάλλει τις χώρες σε δυνάμεις πέρα από τον εθνικό έλεγχο.

04022022-1.jpg

Πακετάροντας μάσκες στην Pflugerville, στο Τέξας, τον Ιανουάριο του 2022. Nuri Vallbona / Reuters
-------------------------------------------------------

Αλλά ένας αυτάρκης κόσμος έχει επίσης σαφή όρια. Η αντίληψη ότι οι χώρες μπορούν να γίνουν ανθεκτικές μόνο μέσω της ριζικής αυτάρκειας έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη για πολύπλοκα, εξειδικευμένα προϊόντα. Οι μικρές κοινότητες δεν πρόκειται να παραγάγουν τα δικά τους ρούχα, πόσω μάλλον τους υπολογιστές ή τα αυτοκίνητά τους. Η επίμονη κρίση της εφοδιαστικής αλυσίδας θέτει σοβαρές απειλές για τις κοινωνίες παντού, αλλά η λύση σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι να επέμβουν οι κυβερνήσεις πιο δυναμικά, προς το συμφέρον της εξασφάλισης πόρων, ή να γυρίσουν πίσω την παγκοσμιοποίηση. [Η λύση] είναι, αντίθετα, να οικοδομήσουν ανθεκτικά και ποικίλα δίκτυα εφοδιασμού που δεν εξαρτώνται από μια πηγή και να αναζητήσουν περισσότερες -όχι λιγότερες- διασυνδέσεις σε όλο τον κόσμο.

ΑΠΟ ΤΟΝ «ΤΣΙΠΑΓΕΔΔΩΝ» ΣΤΙΣ ΓΑΛΟΠΟΥΛΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Οι αρχικές ελλείψεις σε εξοπλισμό ατομικής προστασίας, μάσκες, και αναπνευστήρες που ακολούθησαν το ξέσπασμα της πανδημίας ήταν εύκολα κατανοητές. Ήταν επίσης προφανές στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ότι το να επιτραπεί στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης να υπαγορεύσει τις τιμές αυτών των αγαθών θα ήταν τρομερά άδικο και αναποτελεσματικό. Εκείνοι που χρειάζονταν περισσότερο την προστασία θα ήταν ανήμποροι να πληρώσουν για αυτόν τον εξοπλισμό και θα έμεναν απροστάτευτοι, ενώ εκείνοι που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την προστασία ως αγαθό πολυτελείας θα μπορούσαν να πληρώσουν για να ζήσουν σε νησίδες εφησυχασμού.

Στην συνέχεια οι ελλείψεις εξαπλώθηκαν γενικότερα. Καθώς η ζήτηση για συσκευές επικοινωνίας και εξοπλισμό επεξεργασίας δεδομένων (data) εκτινάχθηκε, τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα -ιδίως τα τσιπ- έγιναν τόσο σπάνια που οι αναλυτές περιέγραψαν την κρίση ως «τσιπαγεδδών» (chipageddon). Αυτό περιόρισε την ικανότητα ενός τεράστιου φάσματος προμηθευτών να παραδίδουν αγαθά [3], που εκτείνονται από τα αυτοκίνητα μέχρι τα πλυντήρια ρούχων και έως τον εξοπλισμό περιποίησης σκύλων. Αλλού, η προσφορά ξυλείας για οικοδομές δεν μπορούσε να προλάβει την ζήτηση από κατασκευαστικά έργα, σε μέρη που είχαν γίνει πιο επιθυμητά κατά την διάρκεια της πανδημίας.

Μέσα σε λίγους μήνες, οι αιτίες της έλλειψης είχαν γίνει τόσο περίπλοκες και τόσο αλληλένδετες που ήταν δύσκολο να φανταστεί κάποιος μια διέξοδο. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ειδικά των οδηγών φορτηγών, έπαιξαν ρόλο. Ρόλο έπαιξε και η απουσία εμπορευματοκιβωτίων, τα οποία κόλλησαν στο λάθος μέρος του κόσμου ή κρατήθηκαν σε τεράστιες ουρές έξω από κατακλυσθείσες λιμενικές εγκαταστάσεις. Οι καταναλωτές εστίασαν σε συγκεκριμένες ανεπάρκειες: οι Βρετανοί ανησύχησαν ότι η έλλειψη οδηγών θα οδηγούσε σε έλλειψη διοξειδίου του άνθρακα, που με την σειρά του θα περιόριζε την ικανότητα των σφαγείων γαλοπούλας. Οι αγρότες δεν μπορούσαν να πουλήσουν τις γαλοπούλες τους στα σφαγεία και οι καταναλωτές πίστεψαν ότι θα υπήρχε έλλειψη γαλοπούλας τα Χριστούγεννα (η παραδοσιακή βρετανική γιορτή για το περιδρόμιασμα της γαλοπούλας). Οι Νεοϋορκέζοι αντιμετώπισαν αντίστοιχη έλλειψη ενός εμβληματικού φαγητού –της κρέμας τυριού- για τα κουλούρια τους.

Οι καταναλωτές αντιδρούν σε ελλείψεις όπως αυτές με προβλέψιμο τρόπο: αρχίζουν να αποθηκεύουν όσο περισσότερο μπορούν. Αρχίζουν επίσης να αγοράζουν κατώτερα υποκατάστατα. Κατά την διάρκεια της εορταστικής περιόδου, πολλοί Βρετανοί καταναλωτές έκαναν πολλές αγορές ζαμπόν, κοτόπουλου, και πάπιας για την περίπτωση που οι χριστουγεννιάτικες γαλοπούλες τους δεν εμφανίζονταν. Μάλλον δεν έφαγαν όλες τις εναλλακτικές που είχαν αγοράσει και αποθηκεύσει. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει τεράστια σπατάλη. Η αποθησαύριση είναι μια προσέγγιση φτωχοποίησης του γείτονα (beggar thy neighbor) για την αντιμετώπιση κρίσεων: οι αποθησαυριστές ίσως να μην ζουν καλύτερα, αλλά άλλοι θα υποφέρουν και θα υποβιβαστούν σε λιγότερες και κατώτερες προμήθειες.

Οι υπολογισμοί των παραγωγών αντικατοπτρίζουν ακριβώς τις αγωνίες των καταναλωτών. Εάν οι κατασκευαστές δεν είναι πλέον βέβαιοι ότι οι διαδικασίες τους, οι οποίες εξαρτώνται από την έγκαιρη παράδοση των εξαρτημάτων, μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν ομαλά, πρέπει να αναπτύξουν εκτεταμένα αποθέματα. Ως αποτέλεσμα, πρέπει να έχουν μεγαλύτερες αποθήκες και αυτό προσθέτει στην πίεση των κατασκευών και της εργασίας και των προμηθειών που απαιτούνται. Όλες αυτές οι μετατοπίσεις αυξάνουν σημαντικά το κόστος παραγωγής και στην συνέχεια αντανακλώνται αναπόφευκτα σε υψηλότερες τιμές.