Η κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων και το μέλλον της παγκοσμιοποίησης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων και το μέλλον της παγκοσμιοποίησης

Περισσότερη διασύνδεση –όχι λιγότερη- θα βοηθήσει να προληφθεί μια εποχή της σπανιότητας

Έτσι, οι ελλείψεις έχουν τον τρόπο να κλιμακώνονται, καθώς οι περιορισμοί στον εφοδιασμό προκαλούν περισσότερα προβλήματα παραγωγής και τα διασυνδεδεμένα δίκτυα καταπονούνται και αποσυντίθενται. Οι χώρες συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα άτομα: συσσωρεύουν άσκοπα. Ένα παράδειγμα είναι η αποθεματοποίηση εμβολίων κατά της COVID-19 [4] από πλούσιες χώρες. Αυτά τα αποθέματα συσσωρεύονται, όταν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κάπου αλλού˙ μεγάλες ποσότητες ενός εμβολίου που δυνητικά σώζει ζωές έχουν απλώς σπαταληθεί μετά την ημερομηνία λήξης ή δεν έχουν αποθηκευτεί σωστά. Η αντίληψη μιας επείγουσας κρίσης κάνει την δραματική δράση ακόμη πιο σημαντική —και πολιτικά επιθυμητή. Για παράδειγμα, στις χώρες αρέσει να ανταγωνίζονται με κομπασμούς για το πόσα εμβόλια έχουν, ως μια σύντομη εκδοχή για να εξηγήσουν ότι χειρίζονται πολύ καλά την κρίση.

Οι ανεπάρκειες πυροδοτούν ανταγωνισμούς και πολέμους προσφορών μεταξύ διαφορετικών χωρών για τα προϊόντα που σπανίζουν. Εστιάζουν επίσης την προσοχή στην γεωπολιτική. Καθώς τα προβλήματα εφοδιασμού αυξάνονται, ο έλεγχος από την Ρωσία των προμηθειών φυσικού αερίου στην Ευρώπη μοιάζει όλο και περισσότερο με κίνδυνο. Οι αντίπαλοι της Κίνας θεωρούν την πρόσβασή της στα υλικά σπάνιων γαιών που απαιτούνται για τις τεχνολογίες μπαταριών και την αποθήκευση ενέργειας —μεταξύ άλλων σκοπών— ως ανταγωνιστική απειλή. Η ανεπάρκεια κάνει πιθανότερο τον έντονο ανταγωνισμό, την επιθετική δράση και, τελικά, τον πόλεμο.

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΨΕΩΝ

Οι ανεπάρκειες της COVID-19 και ο «τσιπαγεδδών» έχουν εντείνει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η εξουσία που μπορούν να ασκήσουν οι προμηθευτές εμβολίων είναι μια υπενθύμιση του πώς η τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ισχυρές χώρες για να επιδιώξουν τους δικούς τους σκοπούς. Έχει εντείνει την κούρσα για την κυριαρχία στον κυβερνοχώρο και στην κυβερνοτεχνολογία. Οι κυβερνήσεις θεωρούν τη νίκη σε αυτούς τους ανταγωνισμούς ως νοκ-άουτ για τους ανταγωνιστές τους. Όταν οι δυνητικά πιο παραγωγικές τεχνολογίες γίνονται αντικείμενο μιας νέας κούρσας εξοπλισμών, πολλοί άνθρωποι κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβαση σε αυτά τα προϊόντα ή να έχουν πρόσβαση μόνο σε κατώτερες και πιο δαπανηρές εναλλακτικές.

Οι πλησιέστεροι ιστορικοί παραλληλισμοί με την εστίαση στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας προέρχονται από την επαναλαμβανόμενη εμπειρία των κρατών με τους μεγάλους πολέμους. Υπάρχει μια αμοιβαία σχέση μεταξύ των πολέμων και των εμμονών για την διαφύλαξη των εφοδιαστικών αλυσίδων: οι ηγέτες πιστεύουν ότι οι εφοδιαστικές αλυσίδες μπορούν να εξασφαλιστούν με πολέμους και ξεκινούν πολέμους για να προστατεύσουν τις προμήθειές τους. Ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η σύγκρουση που έβαλε τον εικοστό αιώνα σε τροχιά περαιτέρω βίας και αποσύνθεσης, ωθήθηκε από τις συχνά εσφαλμένες στρατηγικές των χωρών να εμποδίζουν τους εμπορικούς δρόμους και να αποκόπτουν τον ενεργειακό εφοδιασμό μέχρι να λιμοκτονήσει η άλλη πλευρά και να υποταχθεί.

Η συζήτηση γύρω από το πώς να προσαρμοστεί κάποιος στην σπανιότητα γίνεται γρήγορα ένας διάλογος για τον βέλτιστο τρόπο κατανομής των πόρων: μέσω εμπειρογνωμόνων ή τεχνοκρατών ή μέσω λαϊκών και δημοκρατικών μηχανισμών. Οι τεχνοκράτες τα κάνουν θάλασσα. Τότε αναδύεται η απαίτηση για περισσότερο λαϊκό έλεγχο. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε ένα επαναστατικό κύμα που φούσκωσε προς δυσμάς από την Ρωσία και την ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Μια εύλογη ερμηνεία της Ρωσικής Επανάστασης που προτάθηκε από τον μεγάλο Γάλλο ιστορικό, Marc Ferro, έδειξε ότι η πτώση του τσάρου και η επιτυχία του πραξικοπήματος του Βλαντιμίρ Λένιν δεν είχε καμία σχέση με την έλξη της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αλλά ήταν, αντίθετα, μια απάντηση στις ελλείψεις σιταριού και στέγασης που η τσαρική διοίκηση δεν μπορούσε να διορθώσει. Στην δεκαετία του 1970, επίσης, οι κραδασμοί της προσφοράς [λόγω] της πετρελαϊκής κρίσης τροφοδότησαν αμφιβολίες στο κοινό σχετικά με την ικανότητα των κυβερνήσεων. Οι σημερινές ελλείψεις έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.

Ο διάλογος για τις ελλείψεις συνδέεται με την αυξημένη ανησυχία για τις ανοδικές τιμές και τον πληθωρισμό. Οι αυξήσεις των τιμών είναι η φυσική απάντηση στην ανεπάρκεια και πολλοί άνθρωποι —ιδιαίτερα οι φτωχότεροι καταναλωτές— τις θεωρούν πολύ απειλητικές, καθώς οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων και άλλων [ειδών] καθημερινής ανάγκης είναι πολύ υψηλότερες από την γενική αύξηση των τιμών. Πράγματι, πολλές επίσημες εκτιμήσεις και προβλέψεις αφαιρούν αυτά τα αγαθά ζωτικής σημασίας, ως μη βασικά στοιχεία, από τη μέτρηση του πληθωρισμού, αλλά είναι ακριβώς οι τιμές που οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται πιο έντονα.

04022022-2.jpg

Ένας καταναλωτής στην Ουάσινγκτον, τον Ιανουάριο του 2022. Sarah Silbiger / Reuters
-------------------------------------

Τα πληθωριστικά κύματα επιδεινώνουν τις ελλείψεις, ενθαρρύνοντας τη μεγαλύτερη αποθησαύριση. Οι ιστορικές αναλογίες από προηγούμενες εποχές ελλείψεων —και πολιτικής αναταραχής— είναι σαφείς. Στην δεκαετία του 1970, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ως μέλος της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, σημείωσε ότι οι συνετές νοικοκυρές έχτιζαν αποθέματα μαρμελάδας και κονσερβοποιημένων λαχανικών. Η πιο κοινή απάντηση στα προβλήματα εφοδιασμού από τις νευρικές κυβερνήσεις είναι να επιχειρήσουν να ελέγξουν τις τιμές ή να επιδοτήσουν τα σπάνια αγαθά. Αυτό οδηγεί σε ένταση, αντί για βελτίωση, του προβλήματος της εφοδιαστικής αλυσίδας.