Τι μπορεί να διδαχθεί η Κίνα από την γερμανική ιστορία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι μπορεί να διδαχθεί η Κίνα από την γερμανική ιστορία

Το Πεκίνο πρέπει να αποφύγει να ενστερνιστεί τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία
Περίληψη: 

Το Πεκίνο βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής όπου ο Σι θα πρέπει να κάνει μια επιλογή: είτε να αποστασιοποιήσει την χώρα του από τον φρικτό πόλεμο του Πούτιν και να προσπαθήσει να τον φέρει σε ένα τέλος είτε να συνεχίσει να διακινδυνεύει το μέλλον της Κίνας, παραμένοντας στην κακή παρέα ενός εξαιρετικά απρόβλεπτου και επικίνδυνου δρώντος.

Ο SERGEY RADCHENKO είναι διακεκριμένος καθηγητής στην έδρα «Wilson E. Schmidt» της Σχολής Ανώτερων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Unwanted Visionaries: The Soviet Failure In Asia at the End of the Cold War [1].
Η M. E. SAROTTE είναι διακεκριμένη καθηγήτρια στην έδρα Marie-Josee και Henry R. Kravis της Σχολής Ανώτερων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Not One Inch: America, Russia, and the Making of Post – Cold War Stalemate [2].

Καθώς η Ρωσία συνεχίζει να κακοποιεί την Ουκρανία, ο Κινέζος ηγέτης, Σι Τζινπίνγκ, προσπαθεί να φανεί ουδέτερος, ενώ λαμβάνει μέτρα που αποκαλύπτουν την υποστήριξή του στη Μόσχα. Υπό την ηγεσία του, το Πεκίνο έχει επικρίνει τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι δήθεν πυροδότησαν την τρέχουσα κρίση με την• διεύρυνση του ΝΑΤΟ˙ έχει βοηθήσει την Ρωσία να διαδώσει θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με την συμμετοχή της Ουάσιγκτον σε ένα ανύπαρκτο πρόγραμμα βιολογικών όπλων στην Ουκρανία˙ έχει αντιταχθεί στις Δυτικές κυρώσεις˙ και έχει παράσχει στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, μια σανίδα σωτηρίας εν μέσω της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης της Ρωσίας.

13042022-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συναντάται με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στη Μπραζίλια, τον Μάρτιο του 2022. Sputnik Photo Agency via Reuters
--------------------------------------

Παραθέτοντας μια κινεζική παροιμία, ο Σι είπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, «αφήστε αυτόν που έδεσε το κουδούνι στον λαιμό της τίγρης να το λύσει», «μόνο αυτός που έδεσε το κουδούνι στον λαιμό της τίγρης μπορεί να το λύσει», το οποίο σημαίνει ότι θεωρεί τον Μπάιντεν υπεύθυνο και, ως εκ τούτου, υποχρεωμένο να επιλύσει την σημερινή στρατιωτική σύγκρουση στην Ευρώπη.

Όμως, παρά τα μέτρα αυτά, ο Σι εξακολουθεί να παίζει εκ του ασφαλούς. Αντί να υποστηρίξει τη Μόσχα κατά την διάρκεια της ψηφοφορίας της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (UN General Assembly) για την καταδίκη της εισβολής της Ρωσίας, το Πεκίνο απείχε. Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, έχει σηματοδοτήσει τον σεβασμό για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Έχει υπαινιχθεί επίσης ότι η Κίνα μπορεί να είναι διατεθειμένη να μεσολαβήσει μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Και η Κίνα δεν έχει αναγνωρίσει ακόμη ούτε την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία ούτε την ανεξαρτησία των αποκαλούμενων λαϊκών δημοκρατιών της Ντονέτσκ και της Λουχάνσκ, δύο περιοχών στην ανατολική Ουκρανία όπου το Κρεμλίνο υποστηρίζει τους φιλορώσους αυτονομιστές που εξαπέλυσαν πόλεμο κατά της κυβέρνησης του Κιέβου το 2014.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι το Κρεμλίνο πιέζει τους Κινέζους να πάρουν θέση. Οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ αποκάλυψαν ότι, τον Μάρτιο του 2022, η Ρωσία ζήτησε από την Κίνα (πιθανώς φονική) βοήθεια. Η κυβέρνηση Μπάιντεν κινήθηκε γρήγορα για να προειδοποιήσει το Πεκίνο να μην απαντήσει θετικά. Υπάρχει ανησυχία στην Ουάσιγκτον ότι εάν η Κίνα έκλινε προς τη μία πλευρά αυτής της σύγκρουσης, όχι μόνο θα παρέτεινε τον φρικτό πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά θα σηματοδοτούσε επίσης μια τεκτονική μετατόπιση στην παγκόσμια πολιτική, με το Πεκίνο και τη Μόσχα να γίνονται στρατιωτικοί σύμμαχοι.

Αυτή η προοπτική δεν θα πρέπει απλώς να ανησυχεί την Ουάσιγκτον˙ θα πρέπει να ανησυχεί και το Πεκίνο. Με άλλα λόγια, η ροπή του Σι προς την υπεκφυγή είναι σοφή. Για να κατανοήσει το γιατί, η Κίνα θα πρέπει να εξετάσει προσεκτικά ένα επεισόδιο από τις αρχές του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη.

ΣΠΑΤΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Εκείνη την εποχή, μια άλλη δύναμη αναδυόταν σε οικονομική, στρατιωτική, και τεχνολογική σπουδαιότητα, όπως αναδύεται σήμερα η Κίνα. Οι βιομηχανίες της εξελίσσονταν, η τεχνολογία της ήταν αιχμής, και η στρατιωτική της ισχύς αυξανόταν. Οι γείτονες και οι εμπορικοί εταίροι της ανησυχούσαν ότι θα κυριαρχούσε τον επόμενο αιώνα. Εκείνη η χώρα ήταν η αυτοκρατορική Γερμανία.

Αλλά εξαιτίας μιας μοιραίας επιλογής του ηγέτη της χώρας, Κάιζερ Γουλιέλμου Β', η Γερμανία αυτοϋπονομεύτηκε θανάσιμα. Αντί γι’ αυτήν, οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν για να κυριαρχήσουν στον εικοστό αιώνα. Όπως έχει υποστηρίξει ο ιστορικός Odd Arne Westad [3], θα ήταν επιβεβλημένο για το Πεκίνο να δώσει προσοχή στο πώς συνέβη αυτό το γεωπολιτικό «αυτογκόλ», εάν η Κίνα δεν θέλει να συρθεί σε μια παρόμοια άβυσσο.

Οι αποφάσεις που οδήγησαν την Γερμανία στο να σπαταλήσει τα πλεονεκτήματά της στις αρχές του εικοστού αιώνα, ήταν τελικά ευθύνη του Βερολίνου, παρόλο που η πλησιέστερη αιτία γι' αυτές βρισκόταν στο εξωτερικό. Τον Ιούνιο του 1914, ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος, ο διάδοχος του θρόνου της καταρρέουσας Αυτοκρατορίας της Αυστρο-ουγγαρίας, δολοφονήθηκε. Εκείνη η δολοφονία ήταν έργο μιας ομάδας αυτονομιστών, που υποστηρίζονταν από ορισμένα μέλη του Σερβικού Στρατού. Αλλά η Βιέννη, η πρωτεύουσα της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας, αποφάσισε ότι, αντί να περιορίσει την απάντησή της στους δράστες, θα έκανε πόλεμο σε ολόκληρη την Σερβία.

Διαισθανόμενη την δική της αδυναμία, πριν ξεκινήσει τις εχθροπραξίες, η Αυτοκρατορία της Αυστρο-ουγγαρίας έστειλε μια αντιπροσωπεία στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα της ανερχόμενης Γερμανίας. Ο στόχος ήταν να επιδιώξει την γερμανική υποστήριξη για τον εκκεντρικό στρατό της Βιέννης σε αυτό το ριψοκίνδυνο εγχείρημα.

Τον προηγούμενο αιώνα, ο Γερμανός καγκελάριος, Ότο φον Μπίσμαρκ, είχε κατανοήσει την ανάγκη για προσοχή και για την διατήρηση της ισορροπίας των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Μόλις ένωσε την Γερμανία μέσω μιας σειράς τολμηρών πολέμων, επιδίωξε μια στρατηγική εδραίωσης και όχι τυχοδιωκτισμού. Αλλά όταν έφτασε η βιεννέζικη αντιπροσωπεία στο Βερολίνο, ο Μπίσμαρκ είχε φύγει προ πολλού. Και, ασύνετα, ο Γουλιέλμος Β' αποφάσισε να υποστηρίξει την Βιέννη. Χάρισε αυτή που έγινε γνωστή ως «λευκή επιταγή» στους γαλαζοαίματους συναδέλφους του, διαβεβαιώνοντάς τους για την ισχυρότερη δυνατή υποστήριξη.