Τα παράδοξα της κλιμάκωσης στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα παράδοξα της κλιμάκωσης στην Ουκρανία

Αργά αλλά σταθερά, η Ρωσία και η Δύση χαράσσουν τις κόκκινες γραμμές τους

Άλλα χαρακτηριστικά που εξαρτώνται από το γενικό πλαίσιο μπορούν να επηρεάσουν τις απόψεις για την κλιμάκωση, όπως η κουλτούρα, τα φυλετικά στερεότυπα και η γλώσσα. Στον πόλεμο της Κορέας, αξιωματούχοι των ΗΠΑ υποψιάζονταν ότι η Σοβιετική Ένωση ίσως έστελνε εθελοντικές μονάδες από χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ. Ένα τηλεγράφημα του 1951 από τον Alan Kirk, τον πρέσβυ των ΗΠΑ στη Μόσχα, σημείωνε ότι, εάν συνέβαινε αυτό, οι σοβιετικοί ηγέτες ίσως χρησιμοποιούσαν προσωπικό από «έναν ανατολικό δορυφόρο», όπως η Μογγολία, για να είναι πιο διαψεύσιμο και λιγότερο προκλητικό - με το υπονοούμενο να είναι ότι οι Ευρωπαίοι στρατιώτες θα ήταν πιο ξεκάθαρα ξένοι και συνεπώς πιο κλιμακωτικοί από τους Ασιάτες. Οι Σοβιετικοί δεν έκαναν ποτέ αυτό το βήμα, αλλά η έκθεση έδειξε το πώς οι ιστορικά συγκεκριμένες αντιλήψεις περί φυλετικής ομοιότητας μπορούν να δικαιολογήσουν αυτό που θεωρείται κλιμακωτικό.

Η κλιμάκωση διαμορφώνεται επίσης από οικουμενικές ιδέες, πολλές από τις οποίες αποτελούν απλά χαρακτηριστικά των νόμων του πολέμου. Η μετατόπιση μιας χώρας από τους βομβαρδισμούς μόνο στρατιωτικών τοποθεσιών στον [βομβαρδισμό] πολιτικών [τοποθεσιών] ή από τον [βομβαρδισμό] εργοστασίων στον [βομβαρδισμό] νοσοκομείων, είναι σαφώς κλιμακωτική. Και κάποια όπλα είναι πιο προκλητικά από άλλα. Την δεκαετία του 1980, για παράδειγμα, όταν οι ηγέτες των ΗΠΑ προμήθευαν κρυφά τους μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν [10] ώστε να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς, αρχικά έστειλαν φορητά εκτοξευόμενους πυραύλους ελβετικής κατασκευής, πιστεύοντας ότι η Μόσχα θα αντιδρούσε πιο σκληρά εάν έστελναν το αμερικανικής κατασκευής σύστημα Stinger. Τελικά, αφότου παρατήρησε την σοβιετική αντίδραση, η Ουάσιγκτον έστειλε πυραύλους Stinger.

Αλλά όταν οι χώρες υπερβαίνουν σημαντικά όρια, οι αντίπαλοί τους δεν ανταποδίδουν πάντα. Τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής [11] της Μόσχας, οι Δυτικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν να στείλουν συστήματα αεράμυνας, επιλέγοντας αντίθετα μικρότερα αντιαρματικά [συστήματα]. Κάποια κράτη αρνήθηκαν να στείλουν οποιαδήποτε φονική βοήθεια. Όμως η Δύση άλλαξε γρήγορα γνώμη. Μέσα σε ένα μήνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο έστειλαν φορητό εξοπλισμό αεράμυνας. Αμέσως μετά, οι χώρες του ΝΑΤΟ άρχισαν να στέλνουν πανίσχυρα συστήματα πυροβολικού, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικής κατασκευής Συστημάτων Ρουκετών Πυροβολικού Υψηλής Κινητικότητας (High Mobility Artillery Rocket Systems, HIMARS), τα οποία μπορούν να πλήξουν στόχους πίσω από τις ρωσικές γραμμές. Αυτές οι μετατοπίσεις είναι εύκολα αναγνωρίσιμες ως κλιμακωτικές: η αρωγή που καταρρίπτει αεροπλάνα είναι διαφορετική από την βοήθεια που σταματά άρματα μάχης, και το πυροβολικό μεγάλης εμβέλειας είναι σαφώς πιο επιθετικό από αυτό της μικρής εμβέλειας. Ωστόσο, η Ρωσία έχει ανεχτεί πολλές από αυτές τις σταδιακές αυξήσεις της φονικότητας. Ένας λόγος ίσως είναι ότι μια τέτοια αρωγή εξακολουθεί να υπολείπεται της παραβίασης των πιο σημαντικών ορίων του πολέμου.

Η έλλειψη απάντησης της Ρωσίας δείχνει ότι μολονότι τα όρια της κλιμάκωσης ίσως είναι ευδιάκριτα, δεν είναι πάντα σταθερά: αυτό που θεωρείται προκλητικό στον πόλεμο μπορεί να αλλάξει δραματικά. Στις αρχές του πολέμου του Βιετνάμ, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν το Βόρειο Βιετνάμ με μέτρο, διότι κάτι τέτοιο θεωρείτο δυνητικά κλιμακωτικό. Σταδιακά, ωστόσο, τέτοιες επιχειρήσεις έγιναν ρουτίνα, καθώς η Ουάσιγκτον συνειδητοποίησε ότι δεν θα υποκινούσε σοβιετικά ή κινεζικά αντίποινα. Οι αμερικανικοί στόχοι κινήθηκαν αργά προς τα βόρεια. Προς το τέλος του πολέμου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον [12], αναζήτησε ακόμη και στόχους που είχαν θεωρηθεί εκτός ορίων, όπως αυτοί στην Καμπότζη. Στόχος του ήταν να αποκτήσει μόχλευση στις ειρηνευτικές συνομιλίες, δείχνοντας στους Βορειοβιετναμέζους ότι θα έφτανε εκεί που δεν θα έφταναν οι προκάτοχοί του.

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η Ρωσία, η Ουκρανία και η Δύση έχουν προσαρμόσει παρομοίως την συμπεριφορά τους καθώς μαθαίνουν για τους στόχους και τα κατώφλια του πόνου της άλλης πλευράς. Ωστόσο, η κλιμάκωση δεν είναι ευέλικτη επ’ αόριστον. Κάποια όρια είναι πιο σημαντικά από άλλα. Για να αποτρέψουν έναν ευρύτερο πόλεμο, το ΝΑΤΟ [13] και η Ρωσία [14] έχουν αποφύγει προσεκτικά τις άμεσες, διαρκείς στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ του προσωπικού τους. Αυτός είναι ο λόγος που οι προτάσεις για ζώνες απαγόρευσης πτήσεων είναι διαφορετικές από αυτές που απαιτούν φονικότερα όπλα. Μολονότι οι απόψεις για το πόσο επιθετικά [πρέπει] να εξοπλιστεί η Ουκρανία διίστανται, οι Δυτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι η επέμβαση πρέπει να εκτελεστεί μέσω των Ουκρανών.

Τα σύνορα της Ουκρανίας είναι άλλο ένα καθολικά κατανοητό όριο. Ακόμα κι αν αμφισβητούνται από την Ρωσία, παρέχουν έναν πανίσχυρο και διαισθητικό τρόπο για τον περιορισμό του πολέμου. Τον Μάρτιο, η Ρωσία εκτόξευσε πυραύλους κοντά στα πολωνικά σύνορα, αλλά σταμάτησε λίγο πριν στοχεύσει δρομολόγια ανεφοδιασμού στο έδαφος ενός μέλους του ΝΑΤΟ. Μια τέτοια αυτοσυγκράτηση δεν πέρασε απαρατήρητη. Η Ρωσία εξακολουθεί να αποφεύγει να χτυπήσει μέλη του ΝΑΤΟ, παρά το γεγονός ότι έχει την ικανότητα.

Αυτές οι δύο γραμμές είναι πολιτικές και ορίζουν τις πιο εκρηκτικές μορφές κλιμάκωσης. Μια άμεση σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας στους ουρανούς της Ουκρανίας [15] θα προκαλούσε μια απάντηση τύπου «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», ανατρέποντας πλήρως τον πόλεμο ως έναν [πόλεμο] πληρεξουσίων και πιέζοντας τους ηγέτες αμφότερων των πλευρών να επιτεθούν απευθείας. Οι διαρκείς στρατιωτικές επιθέσεις από την Ρωσία στην Πολωνία θα πυροδοτούσαν την υπόσχεση αμοιβαίας άμυνας του ΝΑΤΟ. Εάν η Ουκρανία επιτίθετο ανοιχτά σε ρωσικό έδαφος, η Μόσχα θα αισθανόταν υποχρεωμένη να απαντήσει με νέους τρόπους. Αυτές οι παραβιάσεις θα ήταν διακριτές και δυσοίωνες.