Η Κίνα στην επίθεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Κίνα στην επίθεση

Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αλλάξει την στρατηγική του Πεκίνου
Περίληψη: 

Μελλοντικά, η εξωτερική πολιτική της Κίνας θα ορίζεται όλο και περισσότερο από μια πιο φιλοπόλεμη διεκδίκηση των συμφερόντων της και την εξερεύνηση νέων οδών προς την παγκόσμια ισχύ, που θα παρακάμπτουν τα σημεία συμφόρησης που ελέγχονται από την Δύση.

Η BONNY LIN είναι διευθύντρια του China Power Project και ανώτερη συνεργάτις για την ασφάλεια στην Ασία στο Center for Strategic and International Studies.
O JUDE BLANCHETTE κατέχει την έδρα κινεζικών σπουδών «Freeman» στο Center for Strategic and International Studies.

Στον άμεσο απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Πεκίνο βρισκόταν σε θέση άμυνας. Επί εβδομάδες αφότου τα ρωσικά στρατεύματα διέσχισαν τα σύνορα της Ουκρανίας, τα μηνύματα της Κίνας ήταν επιτηδευμένα και συγκεχυμένα, καθώς Κινέζοι διπλωμάτες, προπαγανδιστές, και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του υπουργείου Εξωτερικών προσπαθούσαν να καταλάβουν την γραμμή του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, για την σύγκρουση. Η συνεργασία «χωρίς όρια» του Σι με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, προκαλούσε αυξανόμενο κόστος στην φήμη [της Κίνας].

02082022-1.jpg

Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ εκφωνεί μια εικονική ομιλία στην [πόλη] Boao, στην Κίνα, τον Απρίλιο του 2022. Kevin Yao / Reuters
---------------------------------------------

Σχεδόν έξι μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου και χωρίς να διαφαίνεται ο τερματισμός του, το Πεκίνο έχει σε μεγάλο βαθμό ανακτήσει τον βηματισμό του. Οι αρχικές ανησυχίες του ότι ο πόλεμος θα αύξανε σημαντικά τις συνολικές ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί. Μολονότι η Κίνα θα προτιμούσε να τελειώσει ο πόλεμος με μια ξεκάθαρη ρωσική νίκη [1], η δεύτερη καλύτερη επιλογή θα ήταν να δει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη να εξαντλούν τις προμήθειες στρατιωτικού εξοπλισμού τους για να υποστηρίξουν την Ουκρανία. Εν τω μεταξύ, το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος και ο πληθωρισμός απειλούν την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να διατηρήσουν την θέση τους όσον αφορά τις κυρώσεις, σηματοδοτώντας στο Πεκίνο μια δυνητική διάβρωση της διατλαντικής ενότητας. Και παρόλο που στις προηγμένες δημοκρατίες η κοινή γνώμη για την Κίνα έχει σαφώς επιδεινωθεί, σε ολόκληρο τον «παγκόσμιο Νότο», το Πεκίνο συνεχίζει να απολαμβάνει ευρεία δεκτικότητα [2] για την αναπτυξιακή βοήθεια και τα διπλωματικά μηνύματα του.

Την ίδια στιγμή, το Πεκίνο έχει συμπεράνει ότι, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου, το δικό του εξωτερικό περιβάλλον έχει γίνει πιο επικίνδυνο. Κινέζοι αναλυτές [3] βλέπουν ένα όλο και μεγαλύτερο σχίσμα μεταξύ των Δυτικών δημοκρατιών και διαφόρων μη δημοκρατικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας και της Ρωσίας. Η Κίνα ανησυχεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως μοχλεύσουν αυτό το όλο και μεγαλύτερο ρήγμα για να οικοδομήσουν οικονομικούς, τεχνολογικούς [συνασπισμούς] ή συνασπισμούς ασφαλείας για να το ανασχέσουν. Πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον και η Ταϊπέι υποδαυλίζουν σκόπιμα την ένταση στην περιοχή, συνδέοντας άμεσα την επίθεση στην Ουκρανία με την ασφάλεια και την σιγουριά της Ταϊβάν. Και ανησυχεί ότι η αυξανόμενη διεθνής υποστήριξη προς την Ταϊβάν θα διαταράξει [4] τα σχέδιά της για «επανένωση».

Αυτές οι αντιλήψεις περί Δυτικής παρέμβασης έχουν βάλει το Πεκίνο για άλλη μια φορά σε θέση επίθεσης. Μελλοντικά, η εξωτερική πολιτική της Κίνας θα ορίζεται όλο και περισσότερο από μια πιο φιλοπόλεμη διεκδίκηση των συμφερόντων της και την εξερεύνηση νέων οδών προς την παγκόσμια ισχύ, που θα παρακάμπτουν τα σημεία συμφόρησης που ελέγχονται από την Δύση.

ΠΟΙΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΣ

Ο αναπροσανατολισμός του Πεκίνου από την εισβολή και μετά είναι εμφανής σε πολλές περιοχές. Στο ύψιστο επίπεδο βρισκόταν η αποκάλυψη από την Κίνα, νωρίτερα φέτος, ενός νέου στρατηγικού πλαισίου, το οποίο ονόμασε «πρωτοβουλία παγκόσμιας ασφάλειας» (global security initiative, GSI). Μολονότι βρίσκεται ακόμα στα αρχικά της στάδια, η GSI συγχωνεύει αρκετές πτυχές της εξελισσόμενης σύλληψης του Πεκίνου σχετικά με την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Το πιο σημαντικό είναι ότι σηματοδοτεί την προσπάθεια του Σι να υπονομεύσει την διεθνή εμπιστοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες ως πάροχο περιφερειακής και παγκόσμιας σταθερότητας και να δημιουργήσει μια πλατφόρμα γύρω από την οποία η Κίνα θα μπορεί να αιτιολογήσει την ενίσχυση των δικών της συνεργασιών. Η GSI αντικρούει επίσης αυτό που το Πεκίνο αντιλαμβάνεται ως ψευδείς απεικονίσεις της επιθετικότητας και του αναθεωρητισμού της Κίνας.

Ο Σι περιέγραψε για πρώτη φορά την GSI κατά την διάρκεια μιας εικονικής ομιλίας [5] τον Απρίλιο. Για την ακρίβεια, υπήρχε ελάχιστο νέο περιεχόμενο στην ομιλία του Σι. Αλλά ανακοινώνοντας την GSI, ο Σι επιδίωκε να αποσπάσει τον έλεγχο του αφηγήματος για την παγκόσμια ασφάλεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στην Ευρώπη και τον Ινδο-Ειρηνικό, και να αποθαρρύνει χώρες να ενταχθούν σε στρατιωτικά μπλοκ ή ομαδοποιήσεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Με αυτή την πρωτοβουλία, ο Σι [6] έχει βάλει κάτι άλλο στο τραπέζι για να ανταγωνιστεί μια, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, συζήτηση σχετικά με το πώς θα πρέπει να μοιάζει μια διεθνής τάξη πραγμάτων μετά τον πόλεμο [7] στην Ουκρανία. Ο πυρήνας της ευρύτερης ιστορίας του Πεκίνου είναι ότι η Κίνα αποτελεί μια δύναμη σταθερότητας και προβλεψιμότητας ενώπιον των όλο και περισσότερο ασταθών και απρόβλεπτων Ηνωμένων Πολιτειών.

Εξίσου σημαντικό είναι το ότι το Πεκίνο [8] συνεχίζει να τοποθετείται ως καινοτόμο και ηγέτης στην παγκόσμια διακυβέρνηση του εικοστού πρώτου αιώνα. Από την αρχική παρουσίαση της GSI και μετά, αυτή έχει γίνει ένα σύνηθες στοιχείο που πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στις ανακοινώσεις των συναντήσεων των διμερών και πολυμερών δεσμεύσεων της Κίνας σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία, την Αφρική και την Λατινική Αμερική, απόδειξη ότι το Πεκίνο πιέζει για την διπλωματική κανονικοποίηση της νέας του πρωτοβουλίας, και συνεπώς, την ένταξη της στην καθομιλουμένη της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Μολονότι η GSI ίσως να μην αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα στο Τόκιο, στην Καμπέρα ή στις Βρυξέλλες, θα βρει απήχηση στην Τζακάρτα, στο Ισλαμαμπάντ και στο Μοντεβιδέο, όπου είναι έκδηλη η απογοήτευση με στοιχεία της, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, τάξης πραγμάτων.