Το άλυτο ενεργειακό παζλ της Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το άλυτο ενεργειακό παζλ της Ευρώπης

Πώς η αναζήτηση πόρων έχει διαμορφώσει την ήπειρο

Τώρα που ο πόλεμος του Πούτιν [4] έχει αποκαλύψει το βάθος της ευαλωτότητας της Ευρώπης στο φυσικό αέριο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να ξεφύγουν από την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο μόνο με την επανεξέταση προβλημάτων που θυμίζουν τα αδιέξοδα που αντιμετώπισαν κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Μπορούν να αναζητήσουν περισσότερες προμήθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή από την Μέση Ανατολή —συγκεκριμένα από το Κατάρ και, εάν μπορούσαν να πείσουν την Ουάσιγκτον να άρει τις κυρώσεις, από το Ιράν. Εναλλακτικά, μπορούν να εμπλακούν σε μια νέα εκδοχή του παλιού οθωμανικού ζητήματος για να καλλιεργήσουν το φυσικό αέριο που βρίσκεται κάτω από τα κυπριακά και τα ελληνικά ύδατα, αλλά στο οποίο η Τουρκία διεκδικεί δικαιώματα. Το πιο πιθανό είναι ότι θα πρέπει να κάνουν και τα τρία σε έναν κόσμο στον οποίο η εξάρτηση από την ξένη ενέργεια αποτελεί πλέον και πρόβλημα της Ασίας, που σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να ανταγωνιστούν την Κίνα για όλη την προμήθεια φυσικού αερίου.

ΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

Η ιδέα ότι η πυρηνική ενέργεια θα μπορούσε να μειώσει ριζικά το ενεργειακό αδιέξοδο της Ευρώπης είναι μια ελκυστική πρόταση από τότε που ο Αϊζενχάουερ [5] άνοιξε μια οδό το 1953 στην ομιλία του «Άτομα για την Ειρήνη» (Atoms for Peace) για την χρήση πυρηνικών αντιδραστήρων ως πηγή θερμότητας. Μολονότι οι συνομιλίες για την εγκαθίδρυση μιας κοινής δυτικοευρωπαϊκής προσέγγισης στην πυρηνική ενέργεια παρέπαιαν πριν από την κρίση του Σουέζ, η αγγλογαλλική ταπείνωση ώθησε τη γαλλική κυβέρνηση να τις ολοκληρώσει θετικά.

Το αποτέλεσμα ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (European Atomic Agency Community, EURATOM), μέρος της Συνθήκης της Ρώμης (Treaty of Rome) του 1957, η οποία δημιούργησε τους θεσμούς που απάρτιζαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (European Economic Community) που τελικά έγινε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μολονότι η γαλλική κυβέρνηση συνέλαβε την EURATOM ως μια μακροπρόθεσμη προσπάθεια για την ενεργειακή αυτονομία της Δυτικής Ευρώπης, ετούτο δεν συνέβη. Αντί η EURATOM να λειτουργήσει ως ένας υπερεθνικός ευρωπαϊκός σύνδεσμος, η πυρηνική ενέργεια αναπτύχθηκε σε εθνική βάση. Αυτά τα εθνικά πυρηνικά έργα συνεπάγονταν επίσης νέες εξαρτήσεις από την Αμερική, με την Γαλλία να εισάγει τεχνολογία των ΗΠΑ και την Δυτική Γερμανία να εισάγει σχεδόν όλο το εμπλουτισμένο ουράνιο της από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Το πρόβλημα της εξάρτησης από εξωτερικούς πόρους επιδεινώθηκε περαιτέρω από την ανισορροπία ισχύος στην ατλαντική σχέση. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, σχεδόν όλο το ουράνιο του κόσμου πέραν της Σοβιετικής Ένωσης βρισκόταν στο Κονγκό. Εκείνη η χώρα ήταν αποικία ελεγχόμενη από το Βέλγιο, αλλά χάρη σε μια συμφωνία που συνήφθη από την εξόριστη βελγική κυβέρνηση του καιρού του πολέμου, ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες [6] που έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό την διανομή του ουρανίου του. Στην συνέχεια, έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωσαν την δική τους ευλογία στην εξόρυξη ουρανίου.

Σύντομα, μια σοβαρή πολιτική απόκλιση υλοποιήθηκε μεταξύ της Γαλλίας και της Δυτικής Γερμανίας. Μετά τους πρώτους κραδασμούς των τιμών του πετρελαίου το 1973, η Γαλλία αφοσιώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην πυρηνική ενέργεια, ένα εγχείρημα που βοηθήθηκε από το γεγονός ότι είχε ήδη αποκτήσει προνομιακή πρόσβαση σε πόρους στην πρώην αποικία της, τον Νίγηρα, όπου ανακαλύφθηκε ουράνιο το 1965. Σήμερα, η πυρηνική ενέργεια συνήθως παρέχει το 75% της ηλεκτρικής ενέργειας της Γαλλίας και συνιστά μεγαλύτερο ποσοστό της βασικής κατανάλωσης ενέργειας της Γαλλίας από το πετρέλαιο, ένα ενεργειακό μείγμα που είναι απαράμιλλο [σε σύγκριση με] οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Μολονότι ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είχε στόχο να αντικαταστήσει κάποια από την ικανότητα πυρηνικής ενέργειας της Γαλλίας με ηλιακή και αιολική ενέργεια κατά την διάρκεια των ετών 2012 έως 2017, ο σημερινός πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, έχει γίνει όλο και πιο πολύ υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, υποσχόμενος στις αρχές του 2022 να αναγγείλει την «αναγέννηση της γαλλικής πυρηνικής βιομηχανίας».

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Γερμανία [7] βρισκόταν σε μια διαφορετική ενεργειακή πορεία. Ενώ η κυβέρνηση της Βόννης υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών δεσμεύτηκε επίσης για μια μεγάλη διεύρυνση της πυρηνικής ενέργειας κατά την διάρκεια των κραδασμών των τιμών του πετρελαίου το 1973, η ατομική ενέργεια συνάντησε σημαντική αντίσταση στην βάση της Δυτικής Γερμανίας. Μέσα από την πολιτική δυσαρέσκεια, αναδύθηκε το Γερμανικό Κόμμα των Πρασίνων (German Green Party). Αντιμέτωποι με περιβαλλοντικά προσανατολισμένο εκλογικό ανταγωνισμό, οι Δυτικογερμανοί Σοσιαλδημοκράτες έγιναν πιο προσεκτικοί όσον αφορά την εξίσωση της ανάπτυξης με την αυξανόμενη κατανάλωση ενέργειας. Στην συνέχεια, η καταστροφή στο Τσέρνομπιλ ενδυνάμωσε την αντιπυρηνική άποψη. Αφότου οι Πράσινοι μπήκαν στην κυβέρνηση για πρώτη φορά το 1998 σε έναν συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες, η Γερμανία αφοσιώθηκε σε μια μετάβαση μακριά από την πυρηνική ενέργεια και τα ορυκτά καύσιμα, προς την ηλιακή και την αιολική ενέργεια. Μολονότι αρχικά η Μέρκελ επιδίωξε να σώσει την πυρηνική ενέργεια, ανέστρεψε την πορεία της μετά το ατύχημα της Φουκουσίμα το 2011, υποσχόμενη να εξαλείψει όλους τους γερμανικούς πυρηνικούς σταθμούς έως το τέλος του 2022.

ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΣ