Βομβαρδίζοντας για να ηττηθεί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Βομβαρδίζοντας για να ηττηθεί

Γιατί η αεροπορική ισχύς δεν μπορεί να διασώσει τον καταδικασμένο πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία

Στον πραγματικό πόλεμο, η άρνηση λειτουργεί καλύτερα μέσω μιας στρατηγικής «σφύρας και άκμονος», στην οποία η συνδυασμένη ισχύς της αεροπορικής δύναμης πυρός και της επίγειας ισχύος βάζει τον εχθρό σε στρατιωτικό αδιέξοδο (catch-22): εάν ο εχθρός συγκεντρώσει τις χερσαίες δυνάμεις του σε μεγάλους αριθμούς για να σχηματίσει πυκνά και αλληλεπικαλυπτόμενα πεδία πυρός, προκειμένου να αντέξουν καλύτερα μια χερσαία επίθεση, αυτές οι δυνάμεις θα γίνουν ευάλωτες από αέρος και η εναέρια σφύρα μπορεί να τις συντρίψει σε κομμάτια. Αλλά εάν ο εχθρός διασκορπίσει τις χερσαίες δυνάμεις του σε μια ευρεία περιοχή για να κάνει πιο δύσκολα τα αποτελεσματικά αεροπορικά χτυπήματα, διακινδυνεύει να τις αφήσει αραιά διασκορπισμένες και εκτεθειμένες σε μια εύκολη ήττα επί του πεδίου, επιτρέποντας στις φίλιες χερσαίες δυνάμεις να συντρίψουν απομονωμένες εχθρικές μονάδες, να διασπάσουν εύκολα τις αδύναμες εχθρικές γραμμές, και να περικυκλώσουν τεράστια τμήματα των εχθρικών δυνάμεων.

Από τους δικούς της προηγούμενους πολέμους, η Ρωσία [5] θα έπρεπε να είχε κατανοήσει την ανάγκη για τον συνδυασμό αεροπορικής και χερσαίας δύναμης πυρός. Αναλογιστείτε τις υποτιθέμενες επιτυχίες της στην τιμωρία αμάχων στην Τσετσενία κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ή στο Χαλέπι κατά την διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου. Μολονότι είναι αλήθεια ότι οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις απέσπασαν βαρύ τίμημα έναντι των αμάχων πληθυσμών σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αυτό που τελικά είχε σημασία ήταν η ισορροπία ισχύος επί του εδάφους. Στην Τσετσενία, η Ρωσία ανατίναξε αμάχους στο Γκρόζνι το 1994, αλλά οι χερσαίες δυνάμεις της ηττήθηκαν σύντομα από τους αντάρτες και ο ρωσικός στρατός κατέκτησε επιτυχώς την Δημοκρατία εισβάλλοντας με έναν πολύ μεγαλύτερο χερσαίο στρατό το 1999. Στο Χαλέπι, ήταν οι δυνάμεις του Σύρου ηγέτη Μπασάρ αλ Άσαντ και η Χεζμπολάχ που τελικά έκαναν την διαφορά, παίρνοντας ταχέως τον έλεγχο των περιοχών που βομβαρδίστηκαν από την Ρωσία. Αφαιρέστε αυτές τις καλά εξοπλισμένες χερσαίες δυνάμεις και οι εκστρατείες από αέρος της Ρωσίας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είχαν αποτύχει.

ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ

Πολλά έχουν ειπωθεί τα τελευταία χρόνια για το ότι οι πρόοδοι στα όπλα ακριβείας έχουν ενδυναμώσει φαινομενικά την θέση της αεροπορικής δύναμης πυρός. Ωστόσο, τα σημερινά όπλα ακριβείας δεν έχουν αποδειχθεί πιο αποτελεσματικά στον καταναγκασμό των εχθρών με την καταστροφή πολιτικών και οικονομικών στόχων σε περιοχές αμάχων, αφού ήταν από καιρό δυνατό να καταστραφούν τέτοιοι στόχοι με μεγάλους αριθμούς «ανόητων» βομβών. Ούτε τα όπλα ακριβείας έχουν κάνει πιο αποτελεσματικές τις στρατηγικές που στοχεύουν την ηγεσία του εχθρού. Τέτοιες προσπάθειες έχουν αποτύχει επανειλημμένα εναντίον μιας πληθώρας εχθρών, συμπεριλαμβανομένων του Μουαμάρ αλ Καντάφι το 1986· του Σαντάμ Χουσεΐν το 1991, το 1998 και το 2003 (τελικά συνελήφθη από χερσαίες δυνάμεις)· και των ηγετών της Χεζμπολάχ το 2006.

Επιπλέον, τίποτα δεν δίνει μεγαλύτερο κίνητρο στην βάση των αμάχων ενός εχθρού από την δολοφονία του αρχηγού της. Τον Απρίλιο του 1996, η Ρωσία χρησιμοποίησε πυραύλους αέρος-εδάφους για να δολοφονήσει τον Τσετσένο ηγέτη Dzhokhar Dudayev, μόνο για να δει έναν νέο, πιο ενεργητικό ηγέτη να αναλαμβάνει, να εκδιώκει τις χερσαίες δυνάμεις της Ρωσίας από την Δημοκρατία και να κερδίζει τον έλεγχο όταν η Ρωσία εισέβαλε με τεράστιες χερσαίες δυνάμεις τρία χρόνια αργότερα. Υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτό το μοτίβο, αλλά αποδεικνύουν μόνο τον κανόνα: η εναέρια στόχευση ηγετών της Αλ Κάιντα στο Πακιστάν από το 2001 έως το 2010 πέτυχε να αποδυναμώσει την ομάδα, ακριβώς διότι αυτή είχε τόσο μικρή υποστήριξη από τους ντόπιους στο Πακιστάν.

Η πραγματική καινοτομία της αεροπορικής δύναμης πυρός ακριβείας ήταν η ενίσχυση της αξίας της στρατηγικής «σφύρας και άκμονος». Τα σημερινά όπλα ακριβείας επιτρέπουν στην αεροπορική δύναμη πυρός να καταστρέφει ευκολότερα τα συγκεντρωμένα χερσαία στρατεύματα του εχθρού και να επιτίθεται σε άλλους μικρότερους αλλά απαραίτητους στόχους στο πεδίο της μάχης. Μέχρι την έλευση αυτών των όπλων, η αεροπορική δύναμη πυρός σπάνια μπορούσε να καταστρέψει άρματα μάχης, φορτηγά, θέσεις διοίκησης ή γέφυρες που χρησιμοποιούνται για την παροχή δυνάμεων στο πεδίο, ακόμη και με χιλιάδες βόμβες να στοχεύουν αυτούς τους μικροσκοπικούς στόχους. Πλέον, οι δορυφόροι, οι προηγμένοι αισθητήρες και οι διάφορες επανδρωμένες και μη επανδρωμένες πλατφόρμες βομβαρδισμού μπορούν να εντοπίσουν [6] αξιόπιστα τις συγκεντρωμένες εχθρικές δυνάμεις για να τις καταστρέψουν τα χτυπήματα ακριβείας.