Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ

Πώς «εσωτερικοποιείται» η εξωτερική πολιτική στην Αμερική

Η μεταστροφή αυτή πρωτίστως σχετίζεται με τις συνέπειες του ρωσο-ουκρανικού πολέμου στην αμερικανική οικονομία. Συγκεκριμένα:

α) ο πληθωρισμός έφτασε στο 9,1% τον Ιούνιο 2022 ξεπερνώντας το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του Δεκεμβρίου 1981,

β) το κόστος των καυσίμων αυξήθηκε κατά 111% τον Ιούνιο 2022 φτάνοντας τα 5,11 δολάρια από τα 2,42 δολάρια το γαλόνι τον Ιανουάριο 2021. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν πριν από τον πόλεμο το 8% των αναγκών τους σε πετρέλαιο από την Ρωσία. Μετά την απαγόρευση εισαγωγής του [16] η ποσότητα αυτή δεν μπόρεσε να καλυφθεί από άλλες εξαγωγικές χώρες (Βενεζουέλα και Ιράν λόγω εμπάργκο) ενώ τα αραβικά κράτη του ΟΠΕΚ αρνήθηκαν την αύξηση της παραγωγής [17]. Οι ανοδικές τιμές του αργού πετρελαίου (από 40 δολάρια το βαρέλι μπρεντ το 2020 σε 123 δολάρια τον Ιούνιο 2022, με την τιμή τον Οκτώβριο 2022 να διαμορφώνεται στα 84 δολάρια) συνδέονται άρρηκτα και με την ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν. Η πολιτική αυτή προωθεί τις «καθαρές» μορφές ενέργειας αποτρέποντας ουσιαστικά τις εγχώριες πετρελαϊκές επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις για την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας πετρελαίου [18],

γ) τα προϋπάρχοντα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα επιδεινώθηκαν. Η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα αζωτούχων λιπασμάτων και τον δεύτερο σε εξαγωγές φωσφορούχων λιπασμάτων και καυστικού καλίου (ποτάσας) που είναι απαραίτητες πηγές συστατικών για τις αγροτικές καλλιέργειες. Παράλληλα μαζί με την Ουκρανία κατέχουν το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή άρτων, ζυμαρικών, και πολλών άλλων σκευασμάτων.

Οι γεωργοί παγκοσμίως είναι πιο δύσκολο να προμηθευτούν λίπασμα από την Ρωσία εξαιτίας των Δυτικών κυρώσεων, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την παραγωγή τροφίμων. Ακόμη, ο ρωσικός αποκλεισμός στα ουκρανικά σιτηρά που τροφοδοτούν εκατομμύρια ανθρώπους πλήττει όχι μόνο τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής αλλά και τις ίδιες τις ΗΠΑ. Οι δύο αυτοί παράγοντες συντέλεσαν στην έλλειψη προμήθειας βασικών αγαθών, οδηγώντας σε επισιτιστική ανασφάλεια, δηλαδή στην αδυναμία παροχής αρκετού φαγητού για την διασφάλιση υγιούς και παραγωγικής ζωής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΚΟ «Feeding America», η ζήτηση για επισιτιστική βοήθεια από τις 200 και άνω τράπεζες τροφίμων που λειτουργούν σε όλη την αμερικανική επικράτεια, αυξήθηκε τον Μάρτιο 2022 κατά 65%. Ακόμα, το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ υπολογίζει ότι πάνω από 38 εκατομμύρια Αμερικανοί (εκ των οποίων 12 εκατομμύρια παιδιά) είναι επισφαλείς στην προμήθεια τροφίμων [19]. Η επισιτιστική ανασφάλεια άπτεται της στρατηγικής ασφάλειας και πολιτικής αυτάρκειας στον χώρο των τροφίμων.

Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού, ενεργειακής ένδειας και έλλειψης βασικών αγαθών δημιουργεί ένα εκρηκτικό οικονομικό μίγμα [20]. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τέθηκε στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης ως σημαίνον θέμα επηρεάζοντας την καθημερινή ζωή των Αμερικανών πολιτών με επιπτώσεις στην κοινωνική σταθερότητα.

Η κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση των Δημοκρατικών αφορά την διαχείριση της κρίσης στην Ουκρανία. Επικεντρώνεται στην αδυναμία εξεύρεσης διπλωματικής λύσης προκειμένου να διατηρηθεί η παγωμένη σύγκρουση (frozen conflict) Ουκρανίας-Ρωσίας (αναφορικά με το status quo των επαρχιών Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ μετά τις Συμφωνίες του Μινσκ [21]) ώστε να μην εξελιχθεί σε πόλεμο. Σε επίπεδο τακτικής, η τωρινή αμερικανική ηγεσία αποκάλυψε δημόσια τις προθέσεις της για τη μη εμπλοκή των δυνάμεων του ΝΑΤΟ με τη μορφή αποστολής στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος [22] και έκανε λόγο «για μικρή εισβολή» της Ρωσίας [23]. Οι αμφίσημες δηλώσεις (της αμερικανικής προεδρίας) και η προβολή μιας μη δυναμικής στάσης δεν λειτούργησε ανασταλτικά στην ρωσική επέμβαση [24].

Από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων και έπειτα, η κριτική εστιάζεται στην έλλειψη ετοιμότητας και σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των αναγκών της χώρας. Η αμερικανική κυβέρνηση έδειξε να μη λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν το εσωτερικό, ακολουθώντας μάλλον απροετοίμαστη τα γεγονότα. Παράλληλα, η ασάφεια ως προς τη μακροπρόθεσμη στρατηγική για την εκπλήρωση των στόχων της αμερικανικής υποστήριξης στην Ουκρανία (σε ότι αφορά την παροχή βοήθειας από χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων) είναι ένα ακόμη πεδίο αμφισβήτησης της ακολουθείσας πολιτικής που εντείνεται όσο ο πόλεμος συνεχίζεται χωρίς προοπτική ειρηνικής διευθέτησης [25].

Στην σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (30 Ιουνίου 2022) ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την υποστήριξή τους «όσο χρειάζεται ώστε η Ρωσία να μη νικήσει την Ουκρανία». Ανέφερε ότι για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση την ευθύνη φέρει αποκλειστικά η Ρωσία [26] η οποία δρα κακόβουλα ώστε να αποσταθεροποιήσει κοινωνικά και πολιτικά τις χώρες της Δύσης.

Με την κοινή γνώμη να είναι (σχεδόν) ισόποσα μοιρασμένη για το κατά πόσο αποτελεσματικά διαχειρίζεται ο Τζο Μπάιντεν την κατάσταση στην Ουκρανία [27], η Ρωσία αποτελεί σε κάθε περίπτωση το σημείο αναφοράς τόσο των επικριτών όσο και των υποστηρικτών του. Οι πρώτοι τού καταλογίζουν αδυναμία να αποτρέψει την Ρωσία να επιτεθεί, και ευθύνη για τη μη θωράκιση της χώρας από τις δυσμενείς συνέπειες. Οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί μοχλούς πίεσης, εργαλειοποιώντας ενέργεια και τρόφιμα για να πλήξει τις ΗΠΑ, και ότι η απόφαση για την ρωσική εισβολή ήταν ειλημμένη και μη αναστρέψιμη. Ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών, θέμα της δημόσιας συζήτησης αποτελεί η αναζήτηση ευθυνών για την δεινή οικονομική θέση στην οποία έχουν περιέλθει τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.

ΟΙ ΔΥΟ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ

Αναπόφευκτα προκύπτει το ερώτημα: Ποιο ζωτικό εθνικό συμφέρον διακυβεύεται με την παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ στην Ουκρανία και με ποιο κόστος;

Στην στρατηγική έναντι της Ρωσίας υπάρχουν δύο θεωρήσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.