Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ

Πώς «εσωτερικοποιείται» η εξωτερική πολιτική στην Αμερική

Η πρώτη εδράζεται στην θεμελιακή αφετηρία ότι η Ρωσία, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα, τον εκδημοκρατισμό, και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη στην Ευρασία και γι’ αυτό απαιτείται ένα επίπεδο συνεννόησης, όπου οι ανησυχίες της θα λαμβάνονται υπόψη. Ένας ενδεχόμενος αποκλεισμός της Ρωσίας από την Ευρώπη βλάπτει περισσότερο την Δύση από την Ρωσία. Δεδομένης της γεωμετρικής ανόδου της Κίνας που αποτελεί τον πιο σημαντικό στρατηγικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ, η Ρωσία χρειάζεται σε πρώτη φάση να αδρανοποιηθεί στο πλαίσιο του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού ισχύος. Τελικός σκοπός είναι η τελευταία να οδηγηθεί όσο το δυνατόν σε μια διαδικασία στρατηγικής ευθυγράμμισης με την Ουάσιγκτον που θα συντελέσει κομβικά στην έκβαση της σύγκρουσης με την Κίνα. Ο Χένρι Κίσινγκερ λαμβάνοντας υπόψη τα σταθερά σημεία τριβής μεταξύ Κίνας και Ρωσίας στην Σιβηρία και στην Κεντρική Ασία, ενστερνίστηκε την προσέγγιση αυτή ως θιασώτης της ισορροπίας δυνάμεων. Η θεώρηση αυτή εκφράστηκε στην διάρκεια της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ [28].

Το ανωτέρω πλαίσιο αναγνωρίζει εν μέρει τις αντιλήψεις της Ρωσίας (ως χώρας με αυτοκρατορικό παρελθόν) σε θέματα ασφάλειας και λαμβάνει υπόψη το ιστορικό υπόβαθρο της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Όμως, δεν αποδέχεται την στρατηγική εργαλειοποίηση, τα στρατιωτικά μέσα, και την εισβολή της Ρωσίας. Ο πόλεμος θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί στο πλαίσιο της προληπτικής διπλωματίας και της εξισορρόπησης συμφερόντων. Σε αυτή την προσέγγιση εντάσσεται και η πρόταση για μια ουδέτερη Ουκρανία που δε θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως «κράτος-μαξιλάρι» (buffer state) μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Η κριτική που ασκήθηκε επικεντρώθηκε στο ότι η παρούσα προεδρία με την πολιτική της εξώθησε ουσιαστικά την ρωσική εισβολή, δημιούργησε στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ (αντισυσπειρώσεις) μέσω ματαίωσης στόχων [29] από τρίτες χώρες (Ινδία, Τουρκία, Βραζιλία κ.α.) και εξανάγκασε τους δύο μεγάλους αντιπάλους της (Κίνα και Ρωσία) να ενωθούν [30]. Η ένωση αυτή δημιουργεί στην Ευρασία μια ενιαία γεωπολιτική οντότητα (ΥπερΑσία) με χαρακτηριστικά υπερδύναμης [31]. Με την διεθνή σταθερότητα να κλυδωνίζεται συθέμελα, ο Χένρι Κίσινγκερ δήλωσε: «Βρισκόμαστε στο χείλος του πολέμου με την Ρωσία και την Κίνα για θέματα που εν μέρει δημιουργήσαμε εμείς, χωρίς να έχουμε καμία αντίληψη για το πώς θα τελειώσει αυτό ή το πού υποτίθεται ότι θα οδηγήσει [32]».

Η δεύτερη θεώρηση στο αμερικανικό σύστημα λήψης αποφάσεων πηγάζει από την διαχρονική στρατηγική περικύκλωσης της Ρωσίας [33] και την αποφυγή σύζευξης της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, αποτρέποντας το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας νέας ευρασιατικής δύναμης. Η εδραίωση της ειρήνης και η ύπαρξη ενός λειτουργικού συλλογικού συστήματος ασφάλειας προϋποθέτουν την συμβίωση με την Ρωσία ως πραγματικό δημοκρατικό και ευρωπαϊκό «μετα-αυτοκρατορικό» εθνικό κράτος, με κάποια μορφή σύνδεσης ή έστω συνεννόησης με την διατλαντική κοινότητα. Για ηθικούς λόγους η εκδυτικοποίηση της κοινωνίας, ο πολιτικός εκσυγχρονισμός, και η πρόοδος στα ανθρώπινα δικαιώματα συνιστούν προϋποθέσεις ώστε η Ρωσία να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γεωστρατηγικής τριάδας στην Ευρασία μαζί με την Ευρώπη και την Κίνα. Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι υποστήριξε εμφατικά το συγκεκριμένο πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη Μόσχα από θέση ισχύος με ένα συνδυασμό κινήτρων για συνεργασία και ετοιμότητα για αντιπαράθεση μαζί της [34]. Η αλλαγή του status quo της Κίνας από στρατηγικό εταίρο σε ανταγωνιστή, όπως για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκε δημόσια από τον Τζορτζ Ο. Μπους [35], όρισε ένα νέο διακύβευμα: την εξισορρόπηση της σινικής ανόδου. Ως συνέπεια, το δόγμα της διπλής ανάσχεσης έναντι Ρωσίας και Κίνας αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της αμερικανικής στρατηγικής στο νέο πολυπολικό κόσμο που αναδυόταν. Η θεώρηση αυτή υλοποιήθηκε κυρίως μέσω της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας από τις προεδρίες των Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Ο. Μπους.

Η εδραίωση της ανανεωμένης εκδικητικής Ρωσίας και της αναθεωρητικής Κίνας ανέδειξε τα όρια της λειτουργικότητας του ανασχετικού δόγματος. Ο ταυτόχρονος ανταγωνισμός με δύο αντίπαλους ισχυρούς πόλους προϋποθέτει διαρκείς πόρους και διοχέτευση σημαντικών δυνάμεων: συνδυασμό προληπτικών πολέμων, επιλεκτικών δεσμεύσεων, και εξωχώριων εξισορροπήσεων [36]. Η βασική απειλή είναι πλέον η Κίνα και επειδή ο διμέτωπος αγώνας δείχνει ατελέσφορος, η Ρωσία χρειάζεται να συρρικνωθεί όταν το επιτρέψουν οι διεθνείς συγκυρίες. Αυτό θα συμβεί με την αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρώπη στρέφοντάς την στην Κίνα.

Οι συνεργατικές και ταυτόχρονα ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δίνουν την δυνατότητα στην Κίνα, λόγω της υπεροχής της σε όλους τους δείκτες ισχύος, να επιβάλλει τους όρους σύμπλευσης με την Ρωσία που σε βάθος χρόνου θα την αποδυναμώσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά να την αφομοιώσουν. Ένας θανάσιμος εναγκαλισμός. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την Κίνα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η ευκαιρία για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Οι ΗΠΑ και η Δύση συνολικά δε θα μπορούσαν να παραμείνουν αμέτοχες στην απειλή της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας [37].