Το τέλος της εποχής των κυρώσεων; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος της εποχής των κυρώσεων;

Πώς θωρακίστηκαν οι αντίπαλοι της Αμερικής
Περίληψη: 

Οι εχθροί των Ηνωμένων Πολιτειών να αναζητούν οικονομικές καινοτομίες οι οποίες μειώνουν την επίδραση των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλουν οι ΗΠΑ. Όλο και περισσότερο, τέτοιες χώρες τις έχουν βρει με συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων, εναλλακτικές λύσεις για το SWIFT, και ψηφιακά νομίσματα.

Η AGATHE DEMARAIS είναι διευθύντρια Παγκόσμιων Προβλέψεων στην Economist Intelligence Unit και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο: Backfire: How Sanctions Reshape the World Against U.S. Interests [1].

Οι κυρώσεις αποτελούν εδώ και καιρό το αγαπημένο διπλωματικό όπλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η απάντηση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: επέβαλε αμέσως μια σειρά από τιμωρητικά οικονομικά μέτρα στη Μόσχα και συσπείρωσε άλλες κυβερνήσεις να κάνουν το ίδιο. Το γεγονός ότι οι κυρώσεις είναι ένα δημοφιλές εργαλείο των Αμερικανών πολιτικών είναι λογικό. Γεμίζουν το κενό ανάμεσα στις κενές διπλωματικές δηλώσεις και τις θανατηφόρες στρατιωτικές επεμβάσεις. Ωστόσο, οι χρυσές μέρες των αμερικανικών κυρώσεων μπορεί σύντομα να τελειώσουν.

29122022-1.jpg

Η συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου ΗΠΑ έναντι του ρωσικού ρουβλίου, στη Μόσχα, τον Μάρτιο του 2020. Maxim Shemetov / Reuters
---------------------------------------

Καθώς η Ουάσινγκτον έχει αρχίσει να βασίζεται όλο και περισσότερο στις κυρώσεις [2], πολλά κράτη-παρίες έχουν αρχίσει να σκληραίνουν τις οικονομίες τους ενάντια σε τέτοια μέτρα. Ειδικότερα τρία γεγονότα κατά την τελευταία δεκαετία τα έπεισαν να το κάνουν. Το 2012, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκοψαν το Ιράν από το SWIFT, το παγκόσμιο σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων [οικονομικού περιεχομένου] που επιτρέπει σχεδόν όλες τις διεθνείς πληρωμές, σε μια προσπάθεια να απομονώσουν οικονομικά την χώρα. Άλλοι εχθροί των ΗΠΑ το σημείωσαν, αναρωτώμενοι αν θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι [3]. Στην συνέχεια, το 2014, οι Δυτικές χώρες επέβαλαν κυρώσεις στην Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, ωθώντας τη Μόσχα να θέσει την οικονομική αυτονομία ως προτεραιότητα. Τέλος, το 2017, η Ουάσινγκτον ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο με το Πεκίνο, ο οποίος σύντομα επεκτάθηκε και στον τεχνολογικό τομέα [4]. Με το να περιορίσουν τις εξαγωγές αμερικανικής τεχνογνωσίας ημιαγωγών στην Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν στους αντιπάλους τους να καταλάβουν ότι η πρόσβασή τους σε κρίσιμη τεχνολογία θα μπορούσε να διακοπεί.

Αυτά τα τρία επεισόδια έχουν τροφοδοτήσει την εμφάνιση ενός νέου φαινομένου: της αντίστασης στις κυρώσεις. Η δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλλουν κυρώσεις σε άλλες χώρες απορρέει από την πρωτοκαθεδρία του αμερικανικού δολαρίου και την εμβέλεια της αμερικανικής εποπτείας επί των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών καναλιών. Είναι λογικό, λοιπόν, οι εχθροί των Ηνωμένων Πολιτειών να αναζητούν οικονομικές καινοτομίες [5] που μειώνουν αυτά τα αμερικανικά πλεονεκτήματα. Όλο και περισσότερο, τέτοιες χώρες τις έχουν βρει με συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων, εναλλακτικές λύσεις για το SWIFT, και ψηφιακά νομίσματα [6].

ΣΚΛΗΡΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

Οι προειδοποιήσεις σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις της υπερβολικής χρήσης των κυρώσεων δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1998, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, παραπονέθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν γίνει «ευτυχισμένες με τις κυρώσεις». Ανησύχησε ότι η χώρα «κινδυνεύει να φανεί ότι θέλουμε να επιβάλλουμε κυρώσεις σε όποιον διαφωνεί μαζί μας». Εκείνη την εποχή, οι φόβοι αυτοί ήταν υπερβολικοί: οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούσαν να είναι μια ασυναγώνιστη οικονομική δύναμη και οι κυρώσεις εξακολουθούσαν να αποτελούν μερικές φορές ένα αποτελεσματικό εργαλείο. Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 υποχρέωσαν τον Λίβυο ηγέτη, Μουαμάρ αλ Καντάφι, να παραδώσει τους υπόπτους για δύο βομβιστικές επιθέσεις σε πτήσεις και να αποδεχθεί την κατάργηση του οπλοστασίου του με πυρηνικά και χημικά όπλα. Αλλά έκτοτε, ο ρυθμός χρήσης των κυρώσεων έχει αυξηθεί πάρα πολύ και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ έχουν αντιδράσει λαμβάνοντας προληπτικά μέτρα για να παρακάμψουν τις πιθανές κυρώσεις.

Ένας τρόπος με τον οποίο οι χώρες έχουν γίνει πιο ανθεκτικές στις κυρώσεις είναι μέσω διμερών ανταλλαγών νομισμάτων, οι οποίες τους επιτρέπουν να παρακάμπτουν το δολάριο των ΗΠΑ. Οι συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων συνδέουν τις κεντρικές τράπεζες απευθείας μεταξύ τους, εξαλείφοντας την ανάγκη χρήσης ενός τρίτου νομίσματος για τις συναλλαγές. Η Κίνα έχει αγκαλιάσει αυτό το εργαλείο με ενθουσιασμό, υπογράφοντας συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με περισσότερες από 60 χώρες, όπως η Αργεντινή, το Πακιστάν, η Ρωσία, η Νότια Αφρική, η Νότια Κορέα, η Τουρκία, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, συνολικής αξίας σχεδόν 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο στόχος του Πεκίνου είναι σαφής: να επιτρέψει στις κινεζικές επιχειρήσεις να παρακάμπτουν τα χρηματοπιστωτικά κανάλια των ΗΠΑ όταν το επιθυμούν.

Το 2020, για πρώτη φορά, η Κίνα διευθέτησε πάνω από το ήμισυ των εμπορικών συναλλαγών της με την Ρωσία σε νόμισμα διαφορετικό από το δολάριο των ΗΠΑ, καθιστώντας την πλειονότητα αυτών των εμπορικών συναλλαγών απρόσβλητη από τις αμερικανικές κυρώσεις. Το γεγονός ότι η Ρωσία και η Κίνα θα ανέπτυσσαν κανάλια πληρωμών χρησιμοποιώντας το ρενμίνμπι και το ρούβλι δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Τον Μάρτιο του 2020, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, μια πολιτική λέσχη που αριθμεί την Κίνα, την Ινδία, και την Ρωσία ως μέλη, είχε θέσει ως προτεραιότητα την ανάπτυξη πληρωμών σε τοπικά νομίσματα σε μια προσπάθεια να παρακάμψει το δολάριο ΗΠΑ και τις αμερικανικές κυρώσεις.

Η αυξανόμενη επιθυμία της Κίνας να εγκαταλείψει το αμερικανικό δολάριο είναι κατανοητή, δεδομένης της άθλιας κατάστασης των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Αλλά και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ συνάπτουν συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων. Το 2019, η Ινδία αγόρασε πυραύλους αεράμυνας S-400 από την Ρωσία. Η συναλλαγή ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων θα έπρεπε να έχει προκαλέσει κυρώσεις από τις ΗΠΑ. Αλλά η Ινδία και η Ρωσία αναβίωσαν μια συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων που χρονολογείται από την σοβιετική εποχή. Η Ινδία αγόρασε τους ρωσικούς πυραύλους χρησιμοποιώντας ένα μείγμα ρουβλίων και ινδικών ρουπιών, αποφεύγοντας έτσι τις κυρώσεις των ΗΠΑ που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για να σταματήσουν την πώληση.