Η νέα εκστρατεία της Κίνας κατά των Ουιγούρων
Πολλά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Ουιγούρων στην επαρχία Xinjiang έχουν απλώς μετατραπεί σε επίσημες φυλακές και οι κρατούμενοι έχουν καταδικαστεί σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης. Πάνω από 100.000 άλλοι κρατούμενοι έχουν μεταφερθεί από στρατόπεδα σε εργοστάσια στην Xinjiang ή αλλού στην χώρα. Ορισμένες οικογένειες Ουιγούρων στο εξωτερικό αναφέρουν ότι οι συγγενείς τους είναι πίσω στην πατρίδα τους, αλλά σε κατ' οίκον περιορισμό. Και το Πεκίνο έχει επίσης αναγκάσει δεκάδες χιλιάδες Ουιγούρους της υπαίθρου να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να μπουν σε εργοστάσια.
Ο JAMES MILLWARD είναι καθηγητής Ιστορίας στην Σχολή Εξωτερικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Georgetown και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο: Eurasian Crossroads: A History of Xinjiang [1].
Παρά τις συνεχιζόμενες καταχρήσεις [εξουσίας], ο κόσμος έδωσε ελάχιστη προσοχή στις φρικαλεότητες στην Xinjiang τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, η προσοχή έχει στραφεί σε άλλες ειδήσεις που σχετίζονται με την Κίνα -κυρίως στην πανδημία COVID-19. Το Πεκίνο μπόρεσε να διοργανώσει τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες όπως είχε προγραμματιστεί τον Φεβρουάριο του 2022, με συμβολικές μόνο διαμαρτυρίες από δημοκρατικές χώρες. Οι φρικαλεότητες δεν εμπόδισαν τον Κινέζο ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, από το να οριστεί επικεφαλής του ΚΚΚ για μια ιστορική τρίτη θητεία ή να γεμίσει τη μόνιμη επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου με στενούς υποστηρικτές του. Δεν τον εμπόδισε να συναντηθεί με ξένους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Προς το παρόν, μπορεί να φαίνεται ότι ο Σι καταφέρνει να γλιτώσει με τις βάναυσες ενέργειές του στην Xinjiang. Αλλά η ιστορία στην επαρχία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα μπορούσαν να επηρεάσουν περισσότερο την οικονομία της Κίνας όσο περνάει ο καιρός, υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις θα τις επιβάλουν σθεναρά. Αυτό το οικονομικό κόστος θα προστεθεί στο σοβαρό κόστος φήμης που έχει επιβαρύνει το Πεκίνο για την συμπεριφορά του, συμπεριλαμβανομένης της επιδείνωσης των σχέσεων με την Ευρώπη, καθώς και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι σαφές εάν αυτές οι κυρώσεις θα έχουν τελικά σημασία για τον Σι, ο οποίος τώρα κατέχει σχεδόν απεριόριστη πολιτική εξουσία και είναι πρόθυμος να υποβάλει την χώρα του σε οικονομικό και κοινωνικό πόνο για την επιδίωξη των στόχων του. Αλλά ο Σι είναι σε θέση να διορθώσει την πορεία του όταν οι πολιτικές του αποκτούν καταστροφικό κόστος. Εάν ο κόσμος συνεχίσει την οικονομική και ρητορική πίεση, μπορεί να πείσει την Κίνα να τερματίσει τις προσπάθειές της να καταστείλει και να αφομοιώσει τους μη Χαν λαούς της Xinjiang.
ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ
Όταν κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά τα νέα για τα στρατόπεδα εγκλεισμού στην Xinjiang, έπεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το βάρος να δώσουν τον τόνο για το πώς θα αντιδρούσε η διεθνής κοινότητα. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αργές. Αν και δημοσιογράφοι, ερευνητές, και μερικοί Κινέζοι Καζάκοι και Ουιγούροι που έφυγαν από την χώρα είχαν κάνει προφανή την έκταση των φρικαλεοτήτων, το Κογκρέσο, παρά την σπάνια δικομματική ομοφωνία, απέτυχε να εγκρίνει γρήγορα ένα νομοσχέδιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ουιγούρων. Σύμφωνα με την [εφημερίδα] South China Morning Post, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Steven Mnuchin , δεν ήθελε τίποτα να ενοχλήσει τις διαπραγματεύσεις του με το Πεκίνο για μια εμπορική συμφωνία. Όπως ανέφερε η [εφημερίδα] New York Times, η Apple, η Coca-Cola, και η Nike άσκησαν επίσης πιέσεις για να αποδυναμώσουν το νομοσχέδιο των κυρώσεων, ώστε να μην βλάψει τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα.
Αλλά το χειρότερο λάθος της Ουάσιγκτον προήλθε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με τον πρώην σύμβουλό του για την εθνική ασφάλεια, τον Ιούνιο του 2019, στο αποκορύφωμα των φυλακίσεων, ο Τραμπ είπε αυτοπροσώπως στον Σι ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν «ακριβώς το σωστό πράγμα που έπρεπε να γίνει». Ο καταστροφικός αντίκτυπος αυτών των λέξεων σε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές θα πρέπει να μνημονεύεται μαζί με την ρητορική του Τραμπ που υποστήριζε τον τυχοδιωκτισμό του Πούτιν στην Ουκρανία και την προσπάθειά του να εκβιάσει τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ως μια από τις μεγαλύτερες αμαρτίες του πρώην προέδρου όταν βρισκόταν στην εξουσία. Είναι κατανοητό ότι ο Σι, όπως και ο Πούτιν, έχει απομονωθεί ανάμεσα σε οσφυοκάμπτες (yes-men) και είναι επιρρεπής στο να επιμένει σε παράλογες, αυτοκαταστροφικές αποφάσεις. Το θερμό πράσινο φως του Τραμπ -ένα από τα λίγα σχόλια για την Xinjiang που ο Σι μπορεί να άκουσε εκτός του κύκλου του- πιθανότατα παρέτεινε και εμβάθυνε την εθνοκάθαρση.
Ωστόσο, η κυβέρνηση [των ΗΠΑ] έφτιαξε τελικά μια λίστα από άτομα και οντότητες της Xinjiang για απαγορεύσεις εξαγωγών και παγκόσμιες κυρώσεις (Magnitsky sanctions), και το Κογκρέσο ενέκρινε τελικά τον Νόμο για την Πολιτική Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ουιγούρων (Uyghur Human Rights Policy Act) το 2020. Στην τελευταία πλήρη ημέρα της κυβέρνησης Τραμπ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, εξέδωσε απόφαση ότι η Κίνα διέπραττε γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην Xinjiang. Ο διάδοχός του, Άντονι Μπλίνκεν, επιβεβαίωσε αυτήν την απόφαση. Τον Δεκέμβριο του 2021, ο Μπάιντεν υπέγραψε έναν νέο, ισχυρότερο νόμο κυρώσεων -τον Νόμο για την Πρόληψη της Καταναγκαστικής Εργασίας των Ουιγούρων (Uyghur Forced Labor Prevention Act)- ο οποίος απαγόρευε τις εισαγωγές «οποιωνδήποτε αγαθών, προϊόντων, αντικειμένων, και εμπορευμάτων που εξορύσσονται, παράγονται, ή κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει» στην Xinjiang, εκτός εάν έχει αποδειχθεί ότι δεν συνδέονται με καταναγκαστική εργασία. Ελλείψει αξιόπιστου ελέγχου της εφοδιαστικής αλυσίδας τρίτων στην περιοχή των Ουιγούρων, αυτός ο νόμος απαγορεύει ουσιαστικά τις εισαγωγές σχεδόν όλων όσων συνδέονται με την Xinjiang. Μέχρι σήμερα, υπάρχουν περισσότερες από 100 κυρώσεις από τις ΗΠΑ που σχετίζονται με την Xinjiang εναντίον κινεζικών εταιρειών, κυβερνητικών υπηρεσιών, και ιδιωτών.