Η επιστροφή των ελέγχων εξαγωγών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή των ελέγχων εξαγωγών

Μια τακτική με ρίσκο, που απαιτεί συνεργασία από τους συμμάχους

Το ζήτημα του μέλλοντος των ελέγχων των εξαγωγών έχει μεγαλύτερη σημασία όταν πρόκειται για την Κίνα. Η Ουάσιγκτον παρακολουθούσε με ανησυχία τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, να αναπτύσσει την πολιτική της «Στρατιωτικής-Πολιτικής Σύντηξης», η οποία στρατολογεί κινεζικές εταιρείες να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Οι ανησυχίες των ΗΠΑ εντάθηκαν μετά από αναφορές τον Ιούλιο ότι η SMIC, μια κινεζική εταιρεία κατασκευής τσιπ, είχε αναπτύξει προηγμένους ημιαγωγούς κόμβων (node semiconductors), παρά έναν γύρο ελέγχων στις εξαγωγές των ΗΠΑ το 2020. Αυτές οι ανησυχίες οδήγησαν την κυβέρνηση Μπάιντεν να ανακοινώσει νέους εκτεταμένους ελέγχους με στόχο το Πεκίνο τον Οκτώβριο του 2022. Όλοι οι εγχώριοι κινεζικοί κατασκευαστές τσιπ αποκόπηκαν ξαφνικά από τις αμερικανικές εξαγωγές του εξοπλισμού και των υπηρεσιών που απαιτούνται για την κατασκευή ημιαγωγών υψηλής τεχνολογίας. Αν και η χρονική στιγμή ήταν μια έκπληξη, η πολιτική αντανακλούσε την αυξανόμενη δικομματική ανησυχία ότι η Κίνα χρησιμοποιούσε την Δυτική τεχνολογία για να αναπτύξει ανώτερους πυραύλους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, και άλλα όπλα.

Αυτοί οι έλεγχοι των εξαγωγών των ΗΠΑ ήταν μονομερείς. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να επιτύχει κοινή δράση, η συμφωνία με τους κρίσιμους συμμάχους -την ολλανδική και την ιαπωνική κυβέρνηση στην περίπτωση αυτής της συγκεκριμένης τεχνολογίας- έχει αποδειχθεί ανέφικτη. Χωρίς κοινούς ελέγχους, ολλανδικές και ιαπωνικές εταιρείες θα μπορούσαν να αναλάβουν την θέση στην αγορά που έμεινε κενή από εταιρείες των ΗΠΑ. Έτσι, η αποτυχία ευθυγράμμισης των ελέγχων θα έβλαπτε τις εταιρείες των ΗΠΑ χωρίς να προστατεύει την εθνική ασφάλεια, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη ελέγχων μόνο από τις ΗΠΑ.

Οι εξωχώριοι έλεγχοι εξαγωγών ή η επιβολή τους από τις ΗΠΑ επίσης δεν αποτελούν μακροπρόθεσμες λύσεις. Δεν είναι βιώσιμοι για μια συμμαχία με δημοκρατίες όπως η Ιαπωνία και η Ολλανδία. Ενώ το να κατηγορούν τις ΗΠΑ για τις ενέργειες της πολιτικής τους μπορεί μερικές φορές να προστατεύει τις οικονομίες αυτών των χωρών από κινεζικά αντίποινα, οι Ιάπωνες και Ολλανδοί ηγέτες πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι τέτοιες πολιτικές είναι επίσης προς τα συμφέροντα της εθνικής τους ασφάλειας.

ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΕΝΩΜΕΝΟΙ

Για να είναι αποτελεσματικοί, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της πρέπει να συμφωνήσουν να εναρμονίσουν και να επιβάλουν ελέγχους στις εξαγωγές όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μπάιντεν τον Οκτώβριο. Αυτό θα απαιτήσει να πειστούν οι σύμμαχοι ότι το κοινό κόστος της αδράνειας είναι μεγαλύτερο από τις οικονομικές απώλειες από την επιβολή των ελέγχων. Ενδέχεται επίσης να χρειαστούν νέες ρυθμίσεις για την απόκτηση και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με θεμιτές ανησυχίες για την ασφάλεια που σχετίζονται με προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότατα θα είναι η πηγή των περισσότερων από αυτές τις πληροφορίες, λόγω του καλά ανεπτυγμένου μηχανισμού συλλογής πληροφοριών, οι σύμμαχοί τους θα διαδραματίσουν επίσης σημαντικό ρόλο στο να εμποδίσουν τους αξιωματούχους των ΗΠΑ να βλέπουν απειλές εκεί που δεν υπάρχουν.

Απαιτούνται επίσης πληροφορίες για την ενημέρωση των Υπουργών Εμπορίου και Οικονομικών και άλλων φορέων χάραξης οικονομικής πολιτικής, δεδομένου ότι οι νέοι έλεγχοι των εξαγωγών απαιτούν συμπληρωματικές πολιτικές για να είναι αποτελεσματικοί. Η ανάγκη για συμπληρωματικές και συντονισμένες πολιτικές καταδείχθηκε από την συγκεχυμένη προσέγγιση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για τους ημιαγωγούς. Η κυβέρνησή του εργαζόταν σε αντιθετικούς στόχους: ενώ το Υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωνε νέους περιορισμούς στις πωλήσεις τσιπ και εξοπλισμού στην Κίνα το 2019 και το 2020, ο εμπορικός εκπρόσωπος του Τραμπ έλεγε στο Πεκίνο να αγοράσει περισσότερα εξαγόμενα τσιπ και εξοπλισμό από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της Πρώτης Φάσης της εμπορικής συμφωνίας που υπέγραψε. Η αποτυχία να διασφαλιστεί ότι η διοίκηση στο σύνολό της κατανοούσε τις στρατηγικές της προτεραιότητες, υποστηριζόμενη από αξιόπιστες πληροφορίες, οδήγησε σε χάος στην χάραξη πολιτικής.

Η προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι τουλάχιστον συνεκτική. Ορισμένες από τις οικονομικές απώλειες σε Αμερικανούς, Ολλανδούς, και Ιάπωνες κατασκευαστές εξοπλισμού που προκύπτουν από τους ελέγχους των εξαγωγών του Οκτωβρίου μπορούν να αντισταθμιστούν από τη νέα ζήτηση από τις τοπικές εγκαταστάσεις παραγωγής ημιαγωγών που ενισχύονται τώρα από τον αμερικανικό νόμο CHIPS, καθώς και από ιαπωνικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.

Ωστόσο, ακόμη και στις καλύτερες συνθήκες, ο συντονισμός των ελέγχων επί των εξαγωγών είναι δύσκολος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα, όταν οι σύμμαχοι παραμένουν στιγματισμένοι από τις εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ. Πολλοί δικαίως πανικοβλήθηκαν όταν το νέο εμβληματικό νομοσχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών για το κλίμα [1] —ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού, του 2022— περιελάμβανε σαφείς φορολογικές διακρίσεις κατά των βιομηχανιών ηλεκτρικών οχημάτων τους. Φοβήθηκαν ότι επανήλθαν στο «Πρώτα η Αμερική». Το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας της κυβέρνησης Μπάιντεν με την Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε να αποτρέψει αυτού του είδους τις μη φιλικές προς τους συμμάχους οικονομικές πολιτικές. Με το συμμαχικό εμπόριο και τις επενδύσεις να επηρεάζονται όλο και περισσότερο από τη νομοθεσία των ΗΠΑ εκτός από την εκτελεστική δράση, αυτό σημαίνει να πειστεί το Κογκρέσο να είναι ισότιμος εταίρος.