Οι αουτσάιντερ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αουτσάιντερ

Πώς το διεθνές σύστημα μπορεί ακόμα να ελέγξει την Κίνα και την Ρωσία*

Για να αμφισβητήσουν τους υπάρχοντες θεσμούς, άλλοι αναθεωρητές δημιούργησαν εναλλακτικά θεσμικά συστήματα για να δημιουργήσουν τις δικές τους σφαίρες επιρροής και να προσελκύσουν νέους υποστηρικτές στον σκοπό τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο [12], ειδικά μετά την έναρξη του Σχεδίου Μάρσαλ από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1948, η Σοβιετική Ένωση αποχώρησε από διάφορους Δυτικούς θεσμούς. Ο Ιωσήφ Στάλιν ήλπιζε να αυξήσει την σοβιετική ισχύ όχι με την απροκάλυπτη αμφισβήτηση των Δυτικών συμμαχιών αλλά μέσω πολιτικών εκκαθαρίσεων στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Όταν η Μόσχα αμφισβητούσε τους θεσμούς, θα το έκανε είτε κρυφά είτε σε περιοχές γεωγραφικά έξω από τον πυρήνα της κυρίαρχης τάξης.

Βλέποντας την ποικίλη ιστορική καταγραφή του αναθεωρητισμού, τρία πράγματα ξεχωρίζουν. Πρώτον, δεν είναι απλώς ότι οι διεθνείς θεσμοί αποτυγχάνουν να συγκρατήσουν τους ρεβιζιονιστές. Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή σε διεθνείς θεσμούς μπορεί να δώσει στις χώρες πόρους με τους οποίους να αμφισβητήσουν το status quo. Δεύτερον, το πώς ένας ρεβιζιονιστής αποφασίζει να αμφισβητήσει αυτούς τους θεσμούς εξαρτάται από το πώς τοποθετείται μέσα σε αυτούς. Μόνο οι ρεβιζιονιστές που είναι μέλη σε καλή θέση μπορούν να χρησιμοποιήσουν την στρατηγική να εργαστούν εντός των θεσμών για να προωθήσουν τις φιλοδοξίες τους. Τέλος, αντίθετα με την συμβατική σοφία, ο βίαιος ρεβιζιονισμός δεν είναι ο κανόνας στην διεθνή πολιτική. Πράγματι, όταν οι ρεβιζιονιστές εξαπολύουν στρατιωτικές επιθέσεις, είναι συχνά η έσχατη καταφυγή. Μόνο όταν η αυτοκρατορική Ιαπωνία απέτυχε να καταφέρει τους επεκτατικούς της στόχους εντός των υπαρχόντων θεσμών, στράφηκε στην στρατιωτική βία. Η στρατιωτική επιθετικότητα δεν είναι σημάδι δύναμης αλλά αδυναμίας.

ΕΠΙΤΙΘΕΜΕΝΟΙ

Η Ρωσία, φυσικά, έχει πάρει τον δρόμο της στρατιωτικής επιθετικότητας στον πόλεμό της κατά της Ουκρανίας. Αυτή η βάναυση επίθεση κατά του εκδημοκρατισμού και του φιλελευθερισμού έδειξε πώς —παρά την πρόσφατη διακήρυξη της ενότητάς τους— η Κίνα και η Ρωσία βρίσκονται σε πολύ διαφορετικές θεσμικές θέσεις και ως εκ τούτου επιδιώκουν ξεχωριστές ρεβιζιονιστικές στρατηγικές. Η Ρωσία του Πούτιν μπορεί να είναι αποδιοργανωτική βραχυπρόθεσμα, αλλά είναι τελικά πολύ αδύναμη για να οικοδομήσει μια εναλλακτική θεσμική τάξη. Αν και η Ρωσία επιδίωξε πρόσβαση σε φιλελεύθερους διεθνείς θεσμούς, η χώρα ήταν πάντα ένας κομπάρσος μέσα σε αυτούς. Ως αποτέλεσμα, δεν μπορούσε να βασιστεί στην υπάρχουσα τάξη για να διαπραγματευτεί τα αιτήματά της. Ούτε η Ρωσία έχει πολλούς πόρους έξω από τους υπό την ηγεσία των ΗΠΑ θεσμού οι οποίοι αποτελούν την κυρίαρχη φιλελεύθερη τάξη οι οποίοι θα της επέτρεπαν να βγει από το σύστημα. Παρ' όλες τις συζητήσεις ότι η Ρωσία οικοδομεί την δική της σφαίρας επιρροής, η χώρα έχει ξεπεραστεί από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση στην Ανατολική Ευρώπη και η Κίνα ανταγωνίζεται μαζί της για επιρροή στην Κεντρική Ασία.

Χωρίς τους πόρους για να αμφισβητήσει αποτελεσματικά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ή να οικοδομήσει την δική της, η Ρωσία έχει καταφύγει στην αναστάτωση και την βία. Ξεκινά βίαιες στρατιωτικές ενέργειες κατά των γειτόνων της και χρησιμοποιεί πολιτική παρέμβαση, προπαγάνδα, και οικονομικό καταναγκασμό —για παράδειγμα, χρηματοδοτεί δεξιά λαϊκιστικά κόμματα στην Αυστρία και την Γαλλία, απαγορεύει τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων από την ΕΕ, και απειλεί με διακοπές φυσικού αερίου— για να σπείρει διχασμό στα κράτη της Δύσης και να δημιουργήσει χάσματα μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Μακράν του να σηματοδοτεί κάποιο μεγάλο σχέδιο, η βία της Ρωσίας μπορεί να ειδωθεί καλύτερα ως στρατηγική έσχατης καταφυγής.

Η Κίνα είναι διαφορετική. Τα καλά νέα είναι ότι το Πεκίνο [13] έχει ελάχιστη ανάγκη να χρησιμοποιήσει βία, επειδή η συμμετοχή του στην διεθνή τάξη ενίσχυσε την ικανότητά του να αμφισβητεί το status quo χωρίς να καταφεύγει στην βία. Οι πόροι που παρέχονται από την συμμετοχή σε θεσμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ΠΟΕ, και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέτρεψαν στην Κίνα να επεκτείνει το παγκόσμιο αποτύπωμά της, παρόλο που περιορίζουν επίσης τις φιλοδοξίες του Πεκίνου. Για τους υποστηρικτές της φιλελεύθερης τάξης, ωστόσο, τα κακά νέα είναι ότι η Κίνα έχει ιδιότητα μέλους σε θεσμούς τόσο εντός όσο και εκτός αυτής της τάξης και είναι ακριβώς αυτός ο τύπος της θέσης που επιτρέπει στα κράτη να επιδιώκουν τον μετασχηματιστικό ρεβιζιονισμό.

Ο αυξανόμενος συναγερμός για τον αναθεωρητισμό της Κίνας και της Ρωσίας ενίσχυσε τις εκκλήσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την θεσμική στρατηγική τους και αντ' αυτού να αγκαλιάσουν την παραδοσιακή realpolitik. Ο σκοπός δεν είναι πλέον η ενσωμάτωση˙ είναι η ανάσχεση: οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο στρατός και οι συμμαχίες τους είναι αρκετά ισχυρές ώστε να αποτρέψουν την Κίνα και την Ρωσία από την χρήση βίας για την επίτευξη των στόχων τους. Αυτή ήταν η δηλωμένη προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2017 υποστήριξε ότι ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθούσαν να «αναζητούν τομείς συνεργασίας με τους ανταγωνιστές», ο πρωταρχικός στόχος τους θα ήταν «να αποτρέψουν και, εάν χρειαστεί, να νικήσουν την επιθετικότητα κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ και να αυξήσουν την πιθανότητα διαχείρισης ανταγωνισμών χωρίς βίαιη σύγκρουση».