Η Αμερική και η Κίνα πρέπει να μιλήσουν
Η ανεπάρκεια επαφών και διαλόγου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ έχει καταστήσει την σχέση εύθραυστη˙ δεν υπάρχει πλέον σχεδόν κανένα περιθώριο για λάθη ή παρεξηγήσεις. Δεδομένων των πιθανοτήτων μιας τυχαίας κρίσης, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο για την ανοικοδόμηση των δεσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Ο SCOTT KENNEDY είναι ανώτερος σύμβουλος και επικεφαλής του συμβουλίου για τις Κινεζικές Επιχειρήσεις και τα Οικονομικά στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies -CSIS).
Ο WANG JISI είναι ιδρυτικός πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πεκίνου.
Είναι οι συν-συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο Breaking the Ice: The Role of Scholarly Exchange in Stabilizing U.S.-China Relations, μιας επικείμενης έκθεσης του CSIS, από την οποία το παρόν δοκίμιο αντλεί.
Οι αλλαγές στην Κίνα ήταν ακόμη πιο δραματικές. Στα θετικά, η σημασία της κούρσας για να βγει μπροστά [από τις ΗΠΑ] σε επαγγελματικούς και υλικούς όρους φάνηκε να υποχωρεί, καθώς οι άνθρωποι επικεντρώθηκαν περισσότερο στην υγεία και την ευημερία τους, άρχισαν να γυμνάζονται όσο ποτέ άλλοτε και να ντύνονται πιο άνετα. Τα επίπεδα αιθαλομίχλης και ατμοσφαιρικής ρύπανσης μειώθηκαν και τα ηλεκτρικά οχήματα φάνηκαν ξαφνικά πανταχού παρόντα. Αλλά πιο εμφανή ήταν τα σημάδια της κοινωνικής έντασης. Η πολιτική «μηδενικής Covid» [2] της Κίνας άφησε εκατομμύρια πολίτες απομονωμένους και απέκλεισε την χώρα από τον υπόλοιπο κόσμο. Η οικονομία κλονίστηκε καθώς οι καταναλωτές απέφευγαν τα καταστήματα και οι ιδιώτες επιχειρηματίες συγκρατούνταν από τις επενδύσεις. Μετά από μια μακροχρόνια καραντίνα στην Σαγκάη την άνοιξη του 2022, η απογοήτευση για τους περιορισμούς αυξήθηκε, και το φθινόπωρο του ίδιου έτους, ορισμένοι Κινέζοι διαμαρτυρήθηκαν δημοσίως [3]. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την αναταραχή ή το ξαφνικό τέλος της μηδενικής COVID, το οποίο ήρθε τον Δεκέμβριο, αλλά ήταν σαφές ότι όλοι ανακουφίστηκαν που είδαν αυτή την πολιτική να τελειώνει.
Εξίσου δραματικές ήταν και οι αλλαγές στο κλίμα που επικρατούσε στις δύο χώρες σχετικά με την σχέση διμερή [τους]. Η πανδημία απομόνωσε τη μια χώρα από την άλλη και οδήγησε στην δημιουργία κλειστών κύκλων και στις δύο πλευρές: καθώς οι εντάσεις αυξάνονταν, η έλλειψη επαφής καθιστούσε δύσκολη την ενσυναίσθηση και την θέαση των πραγμάτων από την οπτική γωνία του άλλου. Και στις δύο χώρες, μια επιθετική συναίνεση άρχισε να διαμορφώνεται σε ορθόδοξη άποψη: ο αμερικανοκινεζικός ανταγωνισμός είχε μετατραπεί σε υπαρξιακή σύγκρουση.
Τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσινγκτον πιστεύουν ότι ο άλλος ευθύνεται εξ ολοκλήρου για την επιδείνωση των δεσμών και ότι οι δικές του ενέργειες αποτελούν ορθολογικές απαντήσεις στην παράλογη επιθετικότητα του άλλου. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι φαίνονται πεπεισμένοι ότι ο στόχος της Ουάσινγκτον είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Κινέζου ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, να «περιορίσει, να περικυκλώσει, και να καταστείλει την Κίνα». Κατά την άποψη αυτή, για να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να χαλαρώσουν την λαβή του ΚΚΚ στην εξουσία και να περιορίσουν την ανάπτυξη της Κίνας. Το κινεζικό αφήγημα ξεκινά με την υποτιθέμενη «ανάμειξη» των ΗΠΑ στην Xinjiang και το Χονγκ Κονγκ την δεκαετία του 2010, ακολουθούμενη από τους δασμούς και τις κυρώσεις της κυβέρνησης Τραμπ στην Huawei και άλλες εταιρείες τεχνολογίας, οι οποίες συνεχίστηκαν υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Από την πλευρά της, η Ουάσινγκτον είναι πεπεισμένη ότι το Πεκίνο θέλει να διαλύσει την διεθνή τάξη που δημιουργήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και βασίζεται στο κράτος δικαίου, την παγκόσμια οικονομία της αγοράς, και το σύστημα συμμαχιών των ΗΠΑ. Το αμερικανικό αφήγημα ξεκινά με την πρόσκληση της Ουάσινγκτον προς την Κίνα να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και να γίνει «υπεύθυνος συμμέτοχος» -κάτι που, κατά την αμερικανική άποψη, ήταν μια καλοπροαίρετη χειρονομία που το Πεκίνο ουσιαστικά απέρριψε συνεχίζοντας να επιδοτεί αδίκως κινεζικές εταιρείες, να περιορίζει την πρόσβαση αμερικανικών εταιρειών στις αγορές της Κίνας, να κλέβει πνευματική ιδιοκτησία, να περιορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, και να προβαίνει σε επιθετικές στρατιωτικές κινήσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και αλλού.
Αυτές οι ιστορίες είναι λίγο πολύ αμοιβαία αποκλειστικές, και καμία πλευρά δεν πιστεύει ότι η άλλη έχει μεγάλη αξιοπιστία όταν πρόκειται να αναλάβει δεσμεύσεις για την βελτίωση των δεσμών. Η Ουάσινγκτον πιστεύει ότι η ανώτατη ηγεσία της Κίνας είναι σταθερά αποφασισμένη να τερματίσει την περίοδο αρμονικής συνύπαρξης με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να εγκαταλείψει την υπέρ της αγοράς ατζέντα της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το Πεκίνο, εν τω μεταξύ, αντιμετωπίζει με μεγάλο σκεπτικισμό τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι η Ουάσινγκτον αποδέχεται τη νομιμότητα της εξουσίας του ΚΚΚ και σέβεται το δικαίωμα της Κίνας να αναπτύσσεται. Και οι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν καταλήξει να πιστεύουν ότι δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι θα τηρήσει τις όποιες υποσχέσεις του, αφού οτιδήποτε κάνει μπορεί να αναιρεθεί από το Κογκρέσο -ή τον επόμενο πρόεδρο.
Η ηχώ στους κλειστούς κύκλους και στις δύο πλευρές του Ειρηνικού είναι μια νότα βαθιάς μοιρολατρίας, μια αίσθηση ότι οι μεγαλύτερες οικονομικές εντάσεις και οι συγκρούσεις στον τομέα της ασφάλειας είναι αναπόφευκτες. Αυτή η άποψη δημιουργεί έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο και όσο το αίσθημα παραίτησης διαπερνά και τις δύο πρωτεύουσες, η διάσπασή του μπορεί να αποδειχθεί αδύνατη.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΕΝΑ
Σκεφτείτε τον τρόπο με τον οποίο οι δύο πολιτικές κοινότητες αντιμετωπίζουν τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και τις εντάσεις στα Στενά της Ταϊβάν. Τον Φεβρουάριο του 2022, ο Wang επισκεπτόταν την Ουάσινγκτον όταν ο Σι και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, εξέδωσαν κοινή δήλωση στην οποία χαιρετίζουν την «χωρίς όρια» εταιρική σχέση των χωρών τους. Όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία λιγότερο από τρεις εβδομάδες αργότερα, διαπίστωσε ότι ήταν δύσκολο για τους Αμερικανούς να πιστέψουν ότι η Μόσχα δεν είχε ενημερώσει το Πεκίνο για τα σχέδιά της. Ορισμένοι Αμερικανοί περίμεναν ότι η Κίνα θα καταδίκαζε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας, καθώς η Κίνα συχνά ζητά από άλλα κράτη να σέβονται τα κυριαρχικά δικαιώματα και να αναζητούν ειρηνικές λύσεις σε εδαφικές διαφορές. Αλλά προς απογοήτευση της Ουάσιγκτον, η Κίνα ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση.