Η εποχή του πληθωρισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του πληθωρισμού

Εύκολα χρήματα, δύσκολες επιλογές*

Από την φύση τους, οι κεντρικές τράπεζες δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τα σοκ προσφοράς (supply shocks). Στην περίπτωση ενός απλού σοκ ζήτησης (demand shock) —υπερβολική οικονομική κινητροδότηση, για παράδειγμα— οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα επιτόκια για να σταθεροποιήσουν τόσο την ανάπτυξη όσο και τον πληθωρισμό. Ωστόσο, με τα σοκ προσφοράς, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να σταθμίσουν τους δύσκολους συμβιβασμούς μεταξύ της μείωσης του πληθωρισμού και του κόστους για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους από την χαμηλότερη ανάπτυξη και την υψηλότερη ανεργία. Ακόμα κι αν οι κεντρικές τράπεζες είναι έτοιμες να αυξήσουν τα επιτόκια όπως απαιτείται για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, έχουν πολύ λιγότερη ανεξαρτησία από όση πριν από δύο δεκαετίες. Η οικονομική κρίση του 2008 αποδυνάμωσε την πολιτική νομιμοποίηση των κεντρικών τραπεζών υπονομεύοντας την ιδέα ότι οι πολιτικές τους τελικά λειτουργούν προς όφελος όλων. Πολλοί άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους στην χειρότερη οικονομική ύφεση μετά τη Μεγάλη Ύφεση [στμ: του 1929]. Καθώς οι κεντρικές τράπεζες σήμερα σκέφτονται πόσο πολύ θα περιορίσουν την ζήτηση, πρέπει να εξετάσουν εάν είναι διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν να προκαλέσουν μια ακόμη βαθιά ύφεση. Εάν κατά την διάρκεια μιας ύφεσης το δίχτυ κοινωνικής ασφάλισης της κυβέρνησης είναι ανεπαρκές, δεν πρέπει η κεντρική τράπεζα να το λάβει αυτό υπόψη της; Όσοι απορρίπτουν τέτοιες ανησυχίες ως μη ούσες εντός της νομισματικής πολιτικής δεν έχουν διαβάσει τις ομιλίες των κεντρικών τραπεζιτών την τελευταία δεκαετία.

Εν μέσω μιας ατελείωτης σειράς σοκ προσφοράς, οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται επίσης να αντιμετωπίζουν μια μακροπρόθεσμη αλλαγή που ούτε οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ούτε οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν λάβει ακόμη υπόψη. Αν και πολλοί από τους άμεσους παράγοντες της έκτακτης ανόδου των τιμών το 2021 και το 2022 θα εξαλειφθούν τελικά, η εποχή του διαρκούς εξαιρετικά χαμηλού πληθωρισμού δεν θα επανέλθει σύντομα. Αντίθετα, χάρη σε ένα πλήθος παραγόντων, όπως η απο-παγκοσμιοποίηση, οι αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις, και τα συνεχιζόμενα σοκ προσφοράς όπως η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, ο κόσμος μπορεί κάλλιστα να εισέρχεται σε μια εκτεταμένη περίοδο κατά την οποία ο αυξημένος και ασταθής πληθωρισμός είναι πιθανό να είναι επίμονος, όχι σε διψήφιο ποσοστό αλλά σημαντικά πάνω από το 2%. Οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες επιμένουν ότι δεν μπορούν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος από το να επιτρέψουν στον υψηλό πληθωρισμό να παραμείνει τόσο πολύ ώστε να αρχίσει να ωθεί τις προσδοκίες για μακροπρόθεσμο πληθωρισμό σε οποιοδήποτε αξιοσημείωτο ύψος, και είναι μάλλον δίκαιο να πούμε ότι η πλειοψηφία των οικονομολόγων της Wall Street πείθεται από αυτό το επιχείρημα. Μπορεί, όμως, να βρεθούν αντιμέτωποι με πιο οδυνηρές επιλογές την επόμενη δεκαετία, και σίγουρα στο άμεσο μέλλον. Οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις μιας βαθιάς ύφεσης που προκλήθηκε από τις κεντρικές τράπεζες -ερχόμενη μετά τις δύο χειρότερες υφέσεις μετά τη Μεγάλη Ύφεση (2008 και 2020)- είναι έντονες.

ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΑΛΛΟΥ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ

Από τότε που ο μηνιαίος πληθωρισμός των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνεται απότομα την άνοιξη του 2021, η Ουάσιγκτον διχάστηκε μεταξύ εκείνων που αποδίδουν την ευθύνη στις υπερβολικές δαπάνες της κυβέρνησης Μπάιντεν για την τόνωση (stimulus) της οικονομίας και εκείνων που υποστηρίζουν ότι προκλήθηκε κυρίως από παγκόσμιους παράγοντες πέραν του ελέγχου της Ουάσιγκτον. Κανένα επιχείρημα δεν είναι τρομερά πειστικό. Η άποψη περί την τόνωση είναι ξεκάθαρα υπερβολική: χώρες σε όλο τον κόσμο σήμερα βιώνουν υψηλό πληθωρισμό, παρά τις τεράστιες διαφορές στον βαθμό στον οποίο τόνωσαν τις οικονομίες τους. Αν και τα πακέτα κινήτρων τους ήταν σημαντικά μικρότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η ευρωζώνη είχαν ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία να είναι απλά ελαφρώς χαμηλότερα. Ορισμένοι έχουν επίσης επισημάνει τον περιορισμό στους αγωγούς ορυκτών καυσίμων και την εξερεύνηση [για ορυκτά καύσιμα] από την κυβέρνηση Μπάιντεν ως παράγοντα που συμβάλλει στον πληθωρισμό, αν και οι κύριες επιπτώσεις στην παραγωγή και την προμήθεια [καυσίμων] βρίσκονται πιθανώς στο μέλλον.

Ωστόσο, το να αποδίδεις την ευθύνη για τον πληθωρισμό κυρίως στον πόλεμο του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία, στον πόλεμο του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, κατά της COVID-19, ή στις καταστροφές της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά την πανδημία είναι επίσης λάθος. Πρώτον, οι τιμές αυξάνονταν ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2021, πολύ πριν ο Πούτιν εισβάλει στην Ουκρανία. Και ο πληθωρισμός αρχικά εκδηλώθηκε σε διάφορες χώρες με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Σε μεγάλο μέρος του κόσμου, το υψηλότερο κόστος τροφίμων και ενέργειας ήταν οι κύριοι παράγοντες, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πιο έντονες αυξήσεις τιμών σημειώθηκαν στα ενοίκια, τα οχήματα, τα ρούχα, και την αναψυχή. Σε αυτό το σημείο, οι επιπτώσεις δεύτερου και τρίτου κύκλου λειτουργούν στην οικονομία και οι αυξήσεις των τιμών εκπέμπονται ακόμη ευρύτερα σε πολλούς τομείς.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ο πραγματικός ένοχος ήταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία δεν άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια παρά τον Μάρτιο του 2022, οπότε ο πληθωρισμός ανέβαινε απότομα επί έναν χρόνο. Αυτή η καθυστέρηση ήταν ένα τεράστιο λάθος, αν και πιο εύκολα φαίνεται ως τέτοιο εκ των υστέρων, γνωρίζοντας πια ότι οι χειρότερες επιπτώσεις της πανδημίας θα μπορούσαν να είχαν τεθεί γρήγορα υπό έλεγχο. Και η ρίζα του λάθους δεν έγκειται μόνο στην Fed και στο προσωπικό της, αλλά και σε μια ευρεία συναίνεση στους κύκλους της οικονομίας, η οποία είχε καταστεί πολύ συνδεδεμένη με την άποψη ότι, τις περισσότερες φορές, είναι πολύ καλύτερο να έχουμε πάρα πολλά μακροοικονομικά κίνητρα (stimulus) —υψηλά ελλείμματα, πολύ χαμηλά επιτόκια— παρά πολύ λίγα.