Οι πηγές της ρωσικής ανάρμοστης συμπεριφοράς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πηγές της ρωσικής ανάρμοστης συμπεριφοράς

Ένας διπλωμάτης αποσκιρτά από το Κρεμλίνο
Περίληψη: 

Εάν η Ουκρανία κερδίσει και ο Πούτιν πέσει, το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει η Δύση είναι να μην επιφέρει ταπείνωση. Πρέπει να κάνει το αντίθετο: να παράσχει υποστήριξη. Τούτο μπορεί να φαίνεται αντιφατικό ή δυσάρεστο, και οποιαδήποτε βοήθεια θα πρέπει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική μεταρρύθμιση. Αλλά η Ρωσία θα χρειαστεί οικονομική βοήθεια μετά την ήττα.

Ο BORIS BONDAREV εργάστηκε ως διπλωμάτης στο ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών από το 2002 έως το 2022, πιο πρόσφατα ως σύμβουλος στην ρωσική αποστολή στο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών στην Γενεύη. Παραιτήθηκε τον Μάιο εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για την εισβολή στην Ουκρανία.

Επί τρία χρόνια, οι εργάσιμες μέρες μου ξεκινούσαν με τον ίδιο τρόπο. Στις 7:30 π.μ., ξυπνούσα, έλεγχα τις ειδήσεις, και οδηγούσα για να εργαστώ στην ρωσική αποστολή στο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών στην Γενεύη. Η ρουτίνα ήταν εύκολη και προβλέψιμη, δύο από τα χαρακτηριστικά της ζωής ως Ρώσος διπλωμάτης.

30042023-1.jpg

Juan Bernabeu
----------------------------------------------------

Η 24η Φεβρουαρίου ήταν διαφορετική. Όταν έλεγξα το τηλέφωνό μου, είδα συγκλονιστικά και απογοητευτικά νέα: η ρωσική αεροπορία βομβάρδιζε την Ουκρανία. Το Χάρκοβο, το Κίεβο και η Οδησσός δέχθηκαν επίθεση. Τα ρωσικά στρατεύματα ξεχύνονταν από την Κριμαία προς τη νότια πόλη Χερσώνα. Ρωσικοί πύραυλοι είχαν μετατρέψει κτίρια σε ερείπια και οδήγησαν κατοίκους σε φυγή. Παρακολούθησα βίντεο από τις εκρήξεις, με σειρήνες αεροπορικής επιδρομής, και είδα ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι.

Ως κάποιος γεννημένος στην Σοβιετική Ένωση, βρήκα την επίθεση σχεδόν αδιανόητη, παρόλο που είχα ακούσει ειδήσεις από την Δύση ότι μια εισβολή θα μπορούσε να είναι επικείμενη. Οι Ουκρανοί υποτίθεται ότι ήταν οι στενοί μας φίλοι και είχαμε πολλά κοινά, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας να πολεμάμε την Γερμανία ως μέρος της ίδιας χώρας. Σκέφτηκα τους στίχους ενός διάσημου πατριωτικού τραγουδιού από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που πολλοί κάτοικοι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης γνωρίζουν καλά: «Στις 22 Ιουνίου, ακριβώς στις 4:00 π.μ., το Κίεβο βομβαρδίστηκε, και μας είπαν ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει». Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, χαρακτήρισε την εισβολή στην Ουκρανία ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που αποσκοπεί στον «απο-ναζιστικοποίηση» του γείτονα της Ρωσίας. Αλλά στην Ουκρανία, η Ρωσία ήταν αυτή που είχε πάρει την θέση των Ναζί.

«Αυτή είναι η αρχή του τέλους», είπα στην γυναίκα μου. Αποφασίσαμε ότι έπρεπε να παραιτηθώ.

Η παραίτηση σήμαινε να πετάξω μια εικοσαετή καριέρα ως Ρώσος διπλωμάτης και, μαζί με αυτήν, πολλές από τις φιλίες μου. Όμως η απόφαση ερχόταν εδώ και πολύ καιρό. Όταν μπήκα στο Υπουργείο το 2002, ήταν σε μια περίοδο σχετικής ανοικτότητας, όταν εμείς οι διπλωμάτες μπορούσαμε να εργαζόμαστε εγκάρδια με ομολόγους μας από άλλες χώρες. Ωστόσο, ήταν φανερό από τις πρώτες μέρες μου ότι το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας είχε βαθιά ελαττώματα. Ακόμη και τότε, αποθάρρυνε την κριτική σκέψη, και κατά την διάρκεια της θητείας μου, έγινε ολοένα και πιο φιλοπόλεμο. Παρέμεινα ούτως ή άλλως, διαχειριζόμενος την γνωστική ασυμφωνία με το να ελπίζω ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω όποια δύναμη είχα για να κάνω πιο μετριοπαθή την διεθνή συμπεριφορά της χώρας μου. Αλλά ορισμένα γεγονότα μπορούν να κάνουν ένα άτομο να αποδεχθεί πράγματα που δεν θα τολμούσε πριν.

Η εισβολή στην Ουκρανία κατέστησε αδύνατο να αρνηθεί κανείς πόσο βάναυση και κατασταλτική είχε γίνει η Ρωσία. Ήταν μια πράξη ανείπωτη σκληρότητας, σχεδιασμένη για να υποτάξει έναν γείτονα και να διαγράψει την εθνική του ταυτότητα. Έδωσε στη Μόσχα μια δικαιολογία για να συντρίψει κάθε εγχώρια αντιπολίτευση. Τώρα, η κυβέρνηση στέλνει χιλιάδες στρατευμένους άνδρες για να σκοτώσουν Ουκρανούς. Ο πόλεμος δείχνει ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον απλώς δικτατορική και επιθετική˙ έχει γίνει ένα φασιστικό κράτος.

Αλλά για μένα, ένα από τα κεντρικά μαθήματα της εισβολής είχε να κάνει με κάτι που είχα δει τις προηγούμενες δύο δεκαετίες: τι συμβαίνει όταν μια κυβέρνηση κάμπτεται αργά-αργά από την ίδια της την προπαγάνδα. Για χρόνια, οι Ρώσοι διπλωμάτες αναγκάζονταν να αντιμετωπίσουν την Ουάσιγκτον και να υπερασπιστούν την ανάμειξη της χώρας στο εξωτερικό με ψέματα και ανακολουθίες (non sequiturs). Μας έμαθαν να ασπαζόμαστε πομπώδη ρητορική και να παπαγαλίζουμε άκριτα σε άλλα κράτη αυτά που μας έλεγε το Κρεμλίνο. Αλλά τελικά, το κοινό-στόχος αυτής της προπαγάνδας δεν ήταν μόνο οι ξένες χώρες˙ ήταν η δική μας ηγεσία. Σε τηλεγραφήματα και δηλώσεις, μας έκαναν να λέμε στο Κρεμλίνο ότι είχαμε διαφημίσει στον κόσμο το ρωσικό μεγαλείο και καταρρίψαμε τα επιχειρήματα της Δύσης. Έπρεπε να συγκρατούμε οποιαδήποτε κριτική για τα επικίνδυνα σχέδια του προέδρου. Αυτή η δουλειά γινόταν ακόμη και στα υψηλότερα κλιμάκια του Υπουργείου. Οι συνάδελφοί μου στο Κρεμλίνο μού είπαν επανειλημμένα ότι ο Πούτιν συμπαθεί τον υπουργό Εξωτερικών του, Σεργκέι Λαβρόφ, επειδή είναι «άνετος» να δουλεύει μαζί του, πάντα απαντώντας με ένα «ναι» στον πρόεδρο και λέγοντάς του αυτό που θέλει να ακούσει. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Πούτιν πίστευε ότι δεν θα είχε πρόβλημα να νικήσει το Κίεβο.

Ο πόλεμος είναι μια ολοφάνερη απόδειξη του πώς οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε θαλάμους αντήχησης μπορούν να αποτύχουν. Ο Πούτιν απέτυχε στην προσπάθειά του να κατακτήσει την Ουκρανία, μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να καταλάβει ότι θα ήταν αδύνατη αν η κυβέρνησή του είχε σχεδιαστεί για να δίνει ειλικρινείς εκτιμήσεις. Για όσους από εμάς εργαζόμασταν σε στρατιωτικά ζητήματα, ήταν ξεκάθαρο ότι οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν τόσο ισχυρές όσο φοβόταν η Δύση —εν μέρει χάρη στους οικονομικούς περιορισμούς που εφάρμοσε η Δύση μετά την κατάληψη της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014, οι οποίοι ήταν πιο αποτελεσματικοί από όσο έδειχναν να συνειδητοποιούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής.