Το δημοκρατικό δίλημμα του ισραηλινού στρατού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το δημοκρατικό δίλημμα του ισραηλινού στρατού

Μπορεί η επιθυμία υπεράσπισης της δημοκρατίας να δικαιολογήσει την άρνηση εκτέλεσης διαταγών;

Όπως είναι φυσικό, το στρατόπεδο του Νετανιάχου έχει ανατριχιάσει από την αντίδραση. Ο υπουργός Οικονομικών της χώρας κατηγόρησε τους εφέδρους ότι οργανώνουν μια στρατιωτική «εξέγερση» κατά της κυβέρνησης και μια δεξιά εφημερίδα δήλωσε ότι η διαφωνία των εφέδρων είναι «πολύ κοντά στον ορισμό του στρατιωτικού πραξικοπήματος». Σε αντιδιαστολή, ο Herzi Halevi, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των IDF και ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος, απέχει από τέτοιες υπερβολές. Ο Halevi έχει συναντηθεί με ομάδες εφέδρων, τους υπενθύμισε την υποχρέωσή τους να υπηρετήσουν, κάλεσε σε ενότητα, και τόνισε την σημασία της αποχής από την πολιτική. Αλλά δεν έχει καταγγείλει άμεσα αυτούς ή τις ενέργειές τους. Γι' αυτό, οι ειδήμονες που υποστηρίζουν τον Νετανιάχου τον έχουν χαρακτηρίσει «ένα όνειδος».

Σε κανονικούς καιρούς, η κυβέρνηση θα είχε δίκιο να καταδικάσει την αδικαιολόγητη ανάμειξη του στρατού στις πολιτικές υποθέσεις. Ακόμη και στο Ισραήλ, όπου οι στρατιώτες μιλούν τακτικά στον Τύπο, οι ένοπλες δυνάμεις δεν υπαγορεύουν τους νόμους και τις πολιτικές του κράτους. Αυτή η ευθύνη πέφτει στους πολίτες και στους πολιτικούς ηγέτες που εκλέγουν για να τους υπηρετούν. Αλλά οι παρούσες συνθήκες περιπλέκουν αυτήν την εκτίμηση. Το Ισραήλ μπορεί να μην έχει γραπτό σύνταγμα στο οποίο οι έφεδροι να μπορούν να ορκιστούν πίστη, αλλά η απόφασή τους να υπηρετήσουν αντανακλά, παρ' όλα αυτά, μια βαθιά αίσθηση καθήκοντος απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς του. Η επίθεση του Νετανιάχου στο δικαστικό σώμα αμφισβητεί τις βασικές αρχές αυτής της υπηρεσίας. Κατά την άποψή τους, το να προσπαθεί κάποιος να καταστρέψει την διάκριση των εξουσιών σημαίνει ότι παραβιάζει το κοινωνικό συμβόλαιο βάσει του οποίου συμφώνησαν να υπηρετήσουν.

Αυτό εξηγεί γιατί πολλοί έφεδροι πιστεύουν ότι η θέση τους υπερβαίνει την κομματική πολιτική και τις πολιτικές διαμάχες. Σε δημόσιες δηλώσεις τους, έχουν υπογραμμίσει την υπηρεσία τους υπό κυβερνήσεις διαφόρων αποχρώσεων και σε στρατιωτικές αποστολές με τις οποίες προσωπικά διαφωνούσαν. Αντί να αντιτίθενται σε μια συγκεκριμένη διαταγή ή κυβερνητική πολιτική, παίρνουν θέση σε μια μάχη για την τύχη της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως αναφέρεται σε ανοιχτή επιστολή εφέδρων των υπηρεσιών πληροφοριών, δεν έχει νόημα να υπηρετεί κανείς «ένα κράτος που άλλαξε μονομερώς τους όρους της βασικής συμφωνίας με τους πολίτες του». Μια άλλη επιστολή, γραμμένη από πληρώματα εφέδρων υποβρυχίων, καλούσε τον Νετανιάχου να «πάρει τα χέρια του από την ισραηλινή δημοκρατία», καθώς «οποιαδήποτε ζημιά προκληθεί σε αυτήν θα είναι καταστροφική και μη αναστρέψιμη».

Ορισμένοι έφεδροι ανησυχούν επίσης ότι η υπονόμευση του δικαστικού ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας θα μπορούσε να αλλοιώσει την διαδικασία λήψης αποφάσεων για τον στρατιωτικό σχεδιασμό. Αυτό, με την σειρά του, θα μπορούσε να διευκολύνει την κυβέρνηση να τους στείλει σε αποστολές που δεν εξυπηρετούν την εθνική ασφάλεια αλλά την δική της εσωτερική πολιτική ατζέντα και ενδεχομένως να τους εκθέσει σε ποινικές διαδικασίες βάσει του διεθνούς δικαίου. Η απροθυμία της κυβέρνησης να επανεξετάσει την αναθεώρηση [του δικαστικού συστήματος] ή να συμβιβαστεί σε ορισμένα από τα πιο αμφιλεγόμενα στοιχεία της έχει εντείνει αυτούς τους φόβους.

H ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ

Δυστυχώς για τον Νετανιάχου, οι επιλογές του για να φιμώσει τους επικριτές του στον στρατό είναι περιορισμένες. Ως πρωθυπουργός, δεν είναι ο αρχιστράτηγος, καθώς ο ισραηλινός νόμος υποτάσσει τον στρατό στον υπουργό Άμυνας και, τελικά, στο υπουργικό συμβούλιο στο σύνολό του. Ο Νετανιάχου μπορεί, φυσικά, να απολύσει τον υπουργό Άμυνας, Γιοάβ Γκάλαντ -και πράγματι ανακοίνωσε ότι θα το έκανε στα τέλη Μαρτίου, αφού ο Γκάλαντ ζήτησε συμβιβασμό με τους αντιπάλους της δικαστικής αναθεώρησης. Μετά από δημόσια κατακραυγή, ωστόσο, ο Νετανιάχου υπαναχώρησε και ο Γκάλαντ παραμένει στην θέση του. Ο Νετανιάχου θα μπορούσε επίσης να προσπαθήσει να αντικαταστήσει τον Halevi με έναν πιο πειθήνιο αρχηγό του γενικού επιτελείου, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν νομικά και πολιτικά επιβαρυμένο και πιθανότατα θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη δημόσια κατακραυγή από την αποτυχημένη αποπομπή του Γκάλαντ.

Πολύ πιο επικίνδυνα είναι τα βήματα που μπορεί να κάνει ο Νετανιάχου χωρίς τέτοια επίσημα μέτρα. Για παράδειγμα, έχει ήδη πιέσει τους στρατιωτικούς ηγέτες να αμφισβητήσουν δημοσίως τη νομιμότητα των εφέδρων και των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων ευρύτερα. Αυτή η γραμμή επίθεσης είναι ορατή στις προσπάθειες σημαινόντων προσωπικοτήτων της ισραηλινής δεξιάς [2] να χαρακτηρίσουν τους έφεδρους πιλότους ως ελιτιστές. Οι ισχυρισμοί τους αντλούν από τις μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ των πιλότων, οι οποίοι θεωρούνται περισσότερο ανώτερης τάξης και αριστερόστροφοι, και των πληρωμάτων τους του εδάφους, τα οποία τείνουν να προέρχονται από ιστορικά περιθωριοποιημένες ομάδες και κλίνουν προς τα δεξιά. Τέτοιες τακτικές κινδυνεύουν να διχάσουν τις IDF -που επί μακρόν αποτελούσαν ενοποιητική δύναμη και εξισωτή στην ισραηλινή κοινωνία- κατά μήκος κοινωνικών και πολιτικών διαχωριστικών γραμμών, με ορισμένες μονάδες ή τάξεις να τάσσονται με την κυβέρνηση και άλλες εναντίον της. Ευτυχώς, υπάρχουν ελάχιστα σημάδια μιας τέτοιας διάσπασης προς το παρόν, και οι δεσμοί της κοινής υπηρεσίας συνεχίζουν να ισχύουν. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τους διαμαρτυρόμενους εφέδρους, η ιεραρχία και οι κατώτεροι αξιωματικοί στις μάχιμες μονάδες περιλαμβάνουν πολλούς θρησκευόμενους Ζιωνιστές και άλλους που συμπαθούν την ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού. Αυτό σημαίνει πρόβλημα για έναν θεσμό που εξαρτάται από την ενότητα στις τάξεις του.