Μπορεί η Κίνα να διαχειριστεί την σύγκρουση στην Ουκρανία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί η Κίνα να διαχειριστεί την σύγκρουση στην Ουκρανία;

Το Πεκίνο προσπαθεί να ισορροπήσει τους δεσμούς του με την Ρωσία και την Ευρώπη
Περίληψη: 

Αν το Πεκίνο τελικά προσφέρει συγκεκριμένες προτάσεις για την διευθέτηση του πολέμου, υπάρχει ο κίνδυνος ακόμη και φαινομενικά ουδέτερες προτάσεις, όπως το πάγωμα των μαχών εκεί όπου βρίσκονται τώρα, να δώσουν προτεραιότητα στα συμφέροντα της Ρωσίας.

Η BONNY LIN είναι διευθύντρια του China Power Project και ανώτερη συνεργάτις για την Ασιατική Ασφάλεια στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.

Στις 21 Απριλίου, ο πρεσβευτής της Κίνας στην Γαλλία, Lu Shaye, διακήρυξε ότι το αν η Κριμαία είναι μέρος της Ουκρανίας «εξαρτάται από το πώς γίνεται αντιληπτό το πρόβλημα». Έριξε κι άλλο λάδι στην φωτιά λέγοντας ότι «οι πρώην σοβιετικές χώρες δεν έχουν αποτελεσματικό καθεστώς (status) στο διεθνές δίκαιο» -αμφισβητώντας όχι μόνο την κυριαρχία της Ουκρανίας αλλά και την κυριαρχία περισσότερων από δώδεκα χωρών που αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτά τα προκλητικά σχόλια προκάλεσαν ευρεία αποδοκιμασία, με 80 Ευρωπαίους νομοθέτες να προτρέπουν την γαλλική κυβέρνηση να απελάσει τον Lu. Το Πεκίνο προσπάθησε να υποβαθμίσει την κατάσταση, δηλώνοντας ότι ο Lu εξέφραζε απλώς τις προσωπικές του απόψεις.

19052023-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, στη Μόσχα, τον Μάρτιο του 2023. Grigory Sysoev / Sputnik / Κρεμλίνο / Reuters
--------------------------------------------------

Πέντε ημέρες μετά τις δηλώσεις του Lu, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, προχώρησε σε μια μακροχρόνια υποσχεθείσα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Παρόλο που ορισμένοι παρατηρητές καλωσόρισαν το τηλεφώνημα αυτό ως μια προσπάθεια να περιοριστεί η ζημιά από τα σχόλια του Lu, άλλοι υποπτεύθηκαν ότι τα σχόλια του πρέσβη είχαν σχεδιαστεί για να διερευνήσουν πώς θα αντιδρούσε η Ευρώπη αν η Κίνα υιοθετούσε επίσημα τις θέσεις του. Μετά το τηλεφώνημα του Σι, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Qin Gang, επισκέφθηκε την Γερμανία, την Γαλλία, και τη Νορβηγία στις αρχές Μαΐου. Και αυτή την εβδομάδα, ο Li Hui, ο νέος ειδικός εκπρόσωπος της Κίνας για την αντιμετώπιση της σύγκρουσης στην Ουκρανία, θα επισκεφθεί την Ουκρανία, την Πολωνία, την Γαλλία, την Γερμανία, και την Ρωσία για να συζητήσει το πώς θα επιτευχθεί «μια πολιτική διευθέτηση της κρίσης στην Ουκρανία».

Τα γεγονότα αυτά έχουν ρίξει τα φώτα της δημοσιότητας στον αγώνα του Πεκίνου να εξισορροπήσει τους αντικρουόμενους στόχους του στην Ουκρανία. Η Κίνα στοχεύει να δώσει προτεραιότητα στις σχέσεις της με την Ρωσία, τον ισχυρότερο στρατηγικό της εταίρο, κάτι που έχει γείρει την θέση της στην σύγκρουση υπέρ της γείτονος. Ταυτόχρονα, το Πεκίνο επιθυμεί να διασφαλίσει ότι η Ευρώπη δεν θα ενταχθεί σε ένα αντι-κινεζικό μπλοκ -ένας ολοένα και πιο σημαντικός στόχος, δεδομένης της αυξανόμενης απαισιοδοξίας των Κινέζων πολιτικών ότι μπορούν να αποτρέψουν την επιδείνωση των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων. Αυτές οι ανησυχίες έχουν οδηγήσει την Κίνα να προσπαθήσει να εμφανιστεί ως ουδέτερη και να περιορίσει μέρος της υποστήριξής της προς την Ρωσία. Καθώς ο πόλεμος παρατείνεται, ωστόσο, το Πεκίνο διαπιστώνει ότι αυτή η θέση είναι όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί και ότι η σύγκρουση αποδυναμώνει τον στενότερο στρατηγικό του εταίρο, ενώ περιπλέκει το περιβάλλον ασφαλείας της Κίνας.

Ως αποτέλεσμα, το Πεκίνο έχει φύγει από το περιθώριο και έχει αρχίσει να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες για να φέρει και τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Διατύπωσε ένα όραμα για την παγκόσμια ασφάλεια, εξέδωσε ένα έγγραφο θέσεων για την Ουκρανία, και διόρισε έναν ειδικό αντιπρόσωπο για να δεσμεύσει όλα τα μέρη που εμπλέκονται στην σύγκρουση. Φαίνεται επίσης να διερευνά τρόπους για να επαναδιατυπώσει την σύγκρουση στην Ουκρανία ως μια σύγκρουση που καθοδηγείται από μια μακρά και πολύπλοκη ιστορία, προκειμένου να υπονομεύσει την εξωτερική βοήθεια προς την Ουκρανία και να υπερασπιστεί τα ρωσικά συμφέροντα. Αναλαμβάνοντας αυτόν τον πιο ενεργό ρόλο, ωστόσο, οι προσπάθειες της Κίνας είναι πιθανό να είναι μεγάλης προβολής αλλά αργές στα αποτελέσματα. Η Κίνα πιθανότατα θα κάνει αρκετά ώστε να εμφανιστεί ως χρήσιμος και υπεύθυνος παγκόσμιος ηγέτης, αλλά όχι αρκετά ώστε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την επίτευξη ενός τερματισμού της σύγκρουσης στην Ουκρανία με όρους που θα είναι δίκαιοι και αποδεκτοί και από τις δύο πλευρές.

ΕΚΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΑ

Λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πέρυσι, κορυφαίοι Κινέζοι εμπειρογνώμονες παρείχαν μια σειρά από εκτιμήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο και την πορεία του πολέμου. Πολλοί εκτίμησαν αρχικά ότι η σύγκρουση θα ήταν σύντομη και ορισμένοι προέβλεψαν ακόμη ότι δεν θα είχε γεωπολιτικές επιπτώσεις πέραν της Ευρώπης.

Ακόμα και όταν έγινε σαφές ότι δεν θα υπήρχε ταχεία επίλυση της σύγκρουσης, η συμβατική σοφία στο Πεκίνο ήταν ότι η Κίνα θα έπρεπε να διατηρήσει τον μη παρεμβατικό ρόλο της. Ένα μήνα μετά την έναρξη του πολέμου, μια ομάδα κορυφαίων Κινέζων στρατηγιστών από διάφορους ακαδημαϊκούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των συγγραφέων του Unrestricted Warfare, ενός σημαντικού βιβλίου του 1999 για τις νέες μη στρατιωτικές και μη θανατηφόρες μεθόδους πολέμου, συγκεντρώθηκαν ανεπίσημα στο Πεκίνο για να αναλύσουν τον αντίκτυπο στην παγκόσμια τάξη από την σύγκρουση στην Ουκρανία. Εκτίμησαν ότι η σύγκρουση είναι απίθανο να λήξει σύντομα και ότι η Κίνα θα μπορούσε να επωφεληθεί από έναν παρατεταμένο αγώνα. Η Κίνα θα πρέπει να διατηρήσει την ουδετερότητά της, υποστήριξαν, προκειμένου να μετατρέψει την κρίση σε μια ευκαιρία να αναδιαμορφώσει τις σχέσεις της με την Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και την Ευρώπη, οι οποίες θα υφίσταντο αυξανόμενο κόστος όσο ο πόλεμος θα παρατεινόταν.

Οι Κινέζοι στρατηγιστές τάχθηκαν υπέρ της παροχής μυστικής βοήθειας προς την Ρωσία για να διασφαλίσουν ότι θα μπορούσε να αντέξει τη μάχη και ότι δεν θα κατέρρεε. Ωστόσο, συμβούλευσαν να μην παρασυρθούν εξ ολοκλήρου στο στρατόπεδο της Μόσχας. Οι ειδικοί αυτοί πίστευαν ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να δώσει στο Πεκίνο την ευκαιρία να εξομαλύνει εν μέρει τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως από την στιγμή που υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα συνεργασίας με την κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, παρά με μια πιθανή μελλοντική κυβέρνηση Τραμπ.