Η εποχή της ενεργειακής ανασφάλειας
Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αξιωματούχοι και ειδικοί πίστευαν ότι οι υπερβολικοί φόβοι για την ενεργειακή ασφάλεια θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον αγώνα για το κλίμα. Σήμερα, ισχύει το αντίθετο: καθώς προχωρά η μετάβαση σε έναν κόσμο καθαρού μηδέν (net-zero) για τις εκπομπές άνθρακα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το κλίμα θα είναι η ανεπαρκής προσοχή στην ενεργειακή ασφάλεια.
Ο JASON BORDOFF είναι ιδρυτικός διευθυντής του Center on Global Energy Policy στην Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια και συνιδρυτής κοσμήτορας του Columbia Climate School. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, υπηρέτησε ως Ειδικός Βοηθός του Προέδρου και Ανώτερος Διευθυντής για την Ενέργεια και την Κλιματική Αλλαγή στο προσωπικό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η MEGHAN L. O’SULLIVAN είναι διευθύντρια του Belfer Center for Science and International Affairs και καθηγήτρια Πρακτικής Διεθνών Υποθέσεων στην έδρα Jeane Kirkpatrick στην Σχολή Κένεντι στο Harvard. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, υπηρέτησε ως Ειδική Βοηθός του Προέδρου και Αναπληρώτρια Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας για το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Μακροπρόθεσμα, η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια θα οδηγήσει σε βελτιωμένη ενεργειακή ασφάλεια σε πολλές περιπτώσεις με το να διαφοροποιήσει τις πηγές και τους προμηθευτές καυσίμων. Για παράδειγμα, οι μεταφορές, οι περισσότερες από τις οποίες σήμερα λειτουργούν με πετρέλαιο, θα είναι λιγότερο ευάλωτες σε διακοπές εφοδιασμού με καύσιμα σε έναν κόσμο όπου περίπου τα δύο τρίτα των οχημάτων θα ηλεκτροδοτούνται, καθώς η ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να παραχθεί από πολλαπλές πηγές ενέργειας. Και επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται κοντά στο σημείο που καταναλώνεται, ένας πιο εξηλεκτρισμένος κόσμος θα υπόκειται επίσης λιγότερο σε εισαγωγές διαταραχών που προκαλούνται από διαφωνίες μεταξύ των χωρών.
Ωστόσο, καθώς η μετάβαση προχωρά και οι καταναλωτές διαφοροποιούνται μακριά από τα ορυκτά καύσιμα, θα προκύψουν νέα τρωτά σημεία και απειλές για την ενεργειακή ασφάλεια. Ακόμη και όταν η χρήση πετρελαίου μειώνεται, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ίσως να αυξηθούν καθώς η παγκόσμια παραγωγή συγκεντρώνεται περαιτέρω σε χώρες που μπορούν να παράγουν με χαμηλό κόστος και με χαμηλές εκπομπές, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στον Περσικό Κόλπο. Στο σενάριο του ΔΟΕ στο οποίο ο κόσμος φτάνει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα έως το 2050, το μερίδιο της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου από τους παραγωγούς του ΟΠΕΚ αυξάνεται από περίπου το ένα τρίτο σήμερα στο περίπου 50%. Ο πετρελαϊκός γίγαντας BP αναμένει ακόμη μεγαλύτερη παγκόσμια εξάρτηση από αυτούς τους παραγωγούς, εκτιμώντας ότι έως το 2050, θα αντιπροσωπεύουν σχεδόν τα δύο τρίτα της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα είναι ένα μεγάλο μερίδιο μιας μικροσκοπικής πίτας, αλλά για δεκαετίες, η ζήτηση πετρελαίου θα παραμείνει πολύ υψηλή και σημαντική ακόμη και αν η ετήσια ζήτηση πέφτει.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ ίσως κάλλιστα να αναρωτηθούν πόσο άνετα θα ένιωθαν αν η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου συγκεντρωνόταν ακόμη περισσότερο στις χώρες του ΟΠΕΚ από όσο σήμερα. Αντιμέτωποι με αυτό το αποτέλεσμα, θα μπορούσαν να εξετάσουν μια σειρά από επιλογές, όπως να επεκτείνουν την ολοένα και πιο δημοφιλή έννοια της «φιλικής στήριξης» (friend shoring) στο πετρέλαιο υποστηρίζοντας πιο ενεργά την παραγωγή στο εσωτερικό και σε χώρες όπως η Νορβηγία και ο Καναδάς, οι οποίες θεωρούνται λιγότερο επικίνδυνες από, ας πούμε, το Ιράν, την Λιβύη, και την Βενεζουέλα. Ορισμένοι αξιωματούχοι θα μπορούσαν ακόμη και να υποστηρίξουν την επιβολή κυρώσεων σε λιγότερο φιλικές πηγές πετρελαίου μέσω φόρων εισαγωγής ή ακόμη και κυρώσεων.
Μια εγκατάσταση που μετατρέπει μεθάνιο σε φυσικό αέριο στο Pixley, στην Καλιφόρνια, τον Οκτώβριο του 2019. Mike Blake / Reuters
----------------------------------------------------------
Ωστόσο, η λήψη τέτοιων μέτρων για την μεταστροφή της αγοράς και την ενίσχυση της παραγωγής πετρελαίου σε προτιμώμενες τοποθεσίες θα εγκυμονούσε σημαντικούς κινδύνους. Θα υπονόμευε τα οφέλη που προκύπτουν από την δυνατότητα αναδρομολόγησης των προμηθειών πετρελαίου σε περίπτωση διακοπής. Θα διακινδύνευε επίσης αντιδράσεις και αντίποινα από τους μεγάλους παγκόσμιους παραγωγούς πετρελαίου στον ΟΠΕΚ, οι οποίοι μπορούν να αυξήσουν τις τιμές περιορίζοντας την παραγωγή. Η επιδότηση της εγχώριας προμήθειας [καυσίμων] θα ήταν επίσης αντίθετη με τις προσπάθειες ενθάρρυνσης των καταναλωτών να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα. Μια καλύτερη προσέγγιση θα ήταν να αγκαλιάσουμε τις παγκόσμιες αγορές αλλά να ενισχύσουμε την άμυνα έναντι αναπόφευκτων κραδασμών και αστάθειας με μεγαλύτερα, όχι μικρότερα, στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου.
Εν τω μεταξύ, η διαφοροποίηση των εισροών καθαρής ενέργειας θα είναι ακόμη πιο δύσκολη από όσο για τα ορυκτά καύσιμα. Οι πηγές της απαιτούμενης τεχνολογίας και εξαρτημάτων, ιδίως τα κρίσιμα ορυκτά που απαιτούνται για τις μπαταρίες και τους ηλιακούς συλλέκτες, είναι ακόμη περισσότερο συγκεντρωμένες από το πετρέλαιο. Ο μεγαλύτερος προμηθευτής λιθίου στον κόσμο (η Αυστραλία) αντιπροσωπεύει περίπου το 50% της παγκόσμιας προσφοράς και οι κορυφαίοι προμηθευτές κοβαλτίου (η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) και σπάνιων γαιών (η Κίνα) αντιπροσωπεύουν ο καθένας περίπου το 70% αυτών των πόρων. Αντίθετα, οι μεγαλύτεροι παραγωγοί αργού πετρελαίου στον κόσμο —οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σαουδική Αραβία, και η Ρωσία— αντιπροσωπεύουν ο καθένας μόλις το 10% έως 15% της παγκόσμιας προσφοράς. Η επεξεργασία και η διύλιση αυτών των ορυκτών είναι ακόμη πιο συγκεντρωμένη, με την Κίνα να εκτελεί επί του παρόντος περίπου το 60% με 90% αυτής. Εν τω μεταξύ, οι κινεζικές εταιρείες κατασκευάζουν περισσότερα από τα τρία τέταρτα των μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων και ένα παρόμοιο ποσοστό των λεγόμενων γκοφρετών (wafers) και κυψελών (cells) που χρησιμοποιούνται στην τεχνολογία ηλιακής ενέργειας.