Η εποχή της ενεργειακής ανασφάλειας
Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αξιωματούχοι και ειδικοί πίστευαν ότι οι υπερβολικοί φόβοι για την ενεργειακή ασφάλεια θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον αγώνα για το κλίμα. Σήμερα, ισχύει το αντίθετο: καθώς προχωρά η μετάβαση σε έναν κόσμο καθαρού μηδέν (net-zero) για τις εκπομπές άνθρακα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το κλίμα θα είναι η ανεπαρκής προσοχή στην ενεργειακή ασφάλεια.
Ο JASON BORDOFF είναι ιδρυτικός διευθυντής του Center on Global Energy Policy στην Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια και συνιδρυτής κοσμήτορας του Columbia Climate School. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, υπηρέτησε ως Ειδικός Βοηθός του Προέδρου και Ανώτερος Διευθυντής για την Ενέργεια και την Κλιματική Αλλαγή στο προσωπικό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η MEGHAN L. O’SULLIVAN είναι διευθύντρια του Belfer Center for Science and International Affairs και καθηγήτρια Πρακτικής Διεθνών Υποθέσεων στην έδρα Jeane Kirkpatrick στην Σχολή Κένεντι στο Harvard. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, υπηρέτησε ως Ειδική Βοηθός του Προέδρου και Αναπληρώτρια Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας για το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν πρόσφατα αφυπνιστεί για αυτά τα τρωτά σημεία καθώς και για το γεγονός ότι θα γίνουν πιο οξυμένα καθώς προχωρά η μετάβαση. Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού [6] ενθαρρύνει την παραγωγή κρίσιμων ορυκτών στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, παρέχοντας εκπτώσεις φόρου και εγγυήσεις δανείων στους εγχώριους παραγωγούς, μεταξύ άλλων μέτρων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν υπέγραψε πρόσφατα συμφωνίες με το Κονγκό και την Ζάμπια που αποσκοπούν στην αύξηση των εισαγωγών από τις ΗΠΑ των ορυκτών καθαρής ενέργειας. Και η U.S. International Development Finance Corporation (DFC) έχει επιδιώξει συναλλαγές χρέους για να υποστηρίξει την ανάπτυξη της κατασκευής ηλιακών κυψελών εκτός Κίνας. Αλλά για να πάρει περισσότερα από τα ορυκτά που χρειάζεται από περισσότερες από τις χώρες που προτιμά, η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί να συνάψει πολλές περισσότερες διμερείς και πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες και να ενισχύσει εργαλεία όπως η Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών των ΗΠΑ, η οποία μπορεί να χρηματοδοτήσει εξορυκτικές δραστηριότητες στο εξωτερικό σε φιλικές χώρες όπως η Ινδονησία. Από την πλευρά του, το Κογκρέσο των ΗΠΑ θα πρέπει να αυξήσει την εξουσία της DFC και να επεκτείνει την ικανότητά της να κάνει επενδύσεις.
Ένας άλλος τομέας που χρειάζεται πολύ περισσότερη διαφοροποίηση είναι το εμπλουτισμένο ουράνιο, το οποίο θα γίνει πιο σημαντικό καθώς η χρήση πυρηνικής ενέργειας [7] αυξάνεται παγκοσμίως για την κάλυψη των αναγκών ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Ο ρόλος της Ρωσίας ως κυρίαρχου προμηθευτή υπηρεσιών πυρηνικών καυσίμων σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί πηγή μεγάλης δυσφορίας και ευπάθειας, δεδομένης της τρέχουσας γεωπολιτικής πραγματικότητας. Η ενίσχυση της παραγωγής, της μετατροπής, και του εμπλουτισμού ουρανίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και μεταξύ των Δυτικών συμμάχων τους και η ουσιαστική ενίσχυση της κατασκευής των συγκροτημάτων καυσίμων για αντιδραστήρες ρωσικής κατασκευής θα είναι κρίσιμης σημασίας για την διατήρηση του υπάρχοντος πυρηνικού στόλου και την διατήρηση των στόχων απαλλαγής από άνθρακα.
ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ένα ασφαλές ενεργειακό σύστημα πρέπει να είναι σε θέση να αντέχει και να ανακάμπτει γρήγορα από απροσδόκητους κραδασμούς και διακοπές. Στο πιο θεμελιώδες επίπεδο, η αξιόπιστη ενεργειακή υποδομή είναι το κλειδί για αυτό το είδος ανθεκτικότητας. Οι κυβερνήσεις και οι ιδιωτικές εταιρείες έχουν εργαστεί εδώ και καιρό για να προστατεύσουν τις ενεργειακές υποδομές από κάθε είδους κινδύνους, από τρομοκρατικές επιθέσεις έως τυφώνες. Καθώς προχωρά η μετάβαση, θα πρέπει να εντείνουν αυτές τις προσπάθειες. Επιπλέον, καθώς η οικονομία της καθαρής ενέργειας γίνεται πιο ψηφιοποιημένη και εξηλεκτρισμένη, θα εκτίθεται σε μια αυξανόμενη απειλή κυβερνοεπιθέσεων. Οι ιδιωτικές εταιρείες και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συντονιστούν και να συνεργαστούν για να αποτρέψουν και να ανταποκριθούν σε απειλές [8] όπως η κυβερνοεπίθεση του 2015 που κατέστρεψε μεγάλα τμήματα του δικτύου στην δυτική Ουκρανία.
Η ανθεκτικότητα απαιτεί επίσης ευελιξία, η οποία στον ενεργειακό τομέα μετριέται από την ικανότητα κάθε τμήματος ενός συστήματος να αντιμετωπίζει απώλειες σε άλλα μέρη. Επειδή οι ανανεώσιμες πηγές όπως η ηλιακή ενέργεια και ο άνεμος είναι εξαιρετικά μεταβλητές, η ενέργεια που παράγουν πρέπει είτε να αποθηκεύεται είτε να υποστηρίζεται από άλλες πηγές, με τα συστήματα παράδοσης να κάνουν προσαρμογές λεπτό προς λεπτό. Αυτό είναι ήδη ένα δύσκολο έργο και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο σε ένα δίκτυο με πιο διακοπτόμενες πηγές ενέργειας και πιο μεταβλητή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τον ΔΟΕ, η ανάγκη του παγκόσμιου συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας για ευελιξία -μετρούμενη ως το ποσό που το υπόλοιπο σύστημα χρειάζεται να προσαρμόσει για να χειριστεί τις αλλαγές στην ζήτηση και στην παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας- θα υπερτετραπλασιαστεί έως το 2050 εάν όλες οι χώρες εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους για το κλίμα. Σήμερα, οι μονάδες που λειτουργούν με άνθρακα ή φυσικό αέριο εκτελούν τις περισσότερες από αυτές τις προσαρμογές. Αλλά καθώς προχωρά η μετάβαση, ο αριθμός τέτοιων εγκαταστάσεων —και επομένως η ικανότητά τους να χρησιμεύουν ως υποστηρίγματα (backstops)— θα μειώνεται σταδιακά.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυναμική, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να λάβουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το αυξανόμενο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο δίκτυο συνδυάζεται με επαρκείς πόρους εξισορρόπησης και χωρητικότητα αποθήκευσης. Για να γίνει αυτό θα απαιτηθούν δομές όπως οι λεγόμενες αγορές δυναμικότητας (capacity markets), οι οποίες πληρώνουν τους παραγωγούς να είναι διαθέσιμοι για να ανταποκριθούν στην ζήτηση αιχμής, ακόμη και αν είναι αδρανείς τον περισσότερο χρόνο. Τέτοιοι μηχανισμοί μπορούν να βοηθήσουν να διασφαλιστεί ότι οι εταιρείες των οποίων οι πόροι χρειάζονται σπάνια παραμένουν ωστόσο σε λειτουργία και υποστηρίζουν μια αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμη και όταν το ποσοστό χρησιμοποίησής τους μειώνεται καθώς το δίκτυο απελευθερώνεται από τον άνθρακα.