Η πραγματική σφαγή των αμνών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πραγματική σφαγή των αμνών

Περισσότερη τροφή δεν σημαίνει και περισσότερος πόνος.

Στις μέρες μας, η οικονομική ανάπτυξη και η εξαπλούμενη ευημερία στον κόσμο, οδηγούν σε αύξηση της ζήτησης για ζωικά προϊόντα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η αυξημένη διεθνής ζήτηση προκάλεσε σχεδόν τριπλασιασμό της συνολικής παραγωγής κρέατος στον αναπτυσσόμενο κόσμο, από το 1980 έως το 2002, από 45 σε 134 εκατομμύρια τόνους. Τη μεγαλύτερη κλιμάκωση, μάλιστα, παρουσίασαν οι χώρες που γνωρίζουν ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη, με πρώτη την Κίνα. Σύμφωνα με στοιχεία του FAO, του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στις αναπτυσσόμενες χώρες η κατανάλωση γάλακτος σχεδόν διπλασιάστηκε, η κατανάλωση κρέατος υπερτριπλασιάστηκε και η κατανάλωση αυγών πενταπλασιάστηκε. Εντούτοις, παρά την αυξημένη κατανάλωση στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ο μέσος άνθρωπος μιας βιομηχανικής χώρας είναι αυτός που εξακολουθεί να καταναλώνει πολύ περισσότερα ζωικά προϊόντα κάθε χρόνο: 82 κιλά κρέας, 208 κιλά γαλακτοκομικά και 13 κιλά αυγά, σε σύγκριση με τα 31 κιλά κρέατος, 50 κιλά γαλακτοκομικών και 8 κιλά αυγών κατ’ άτομο στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Η παγκόσμια παραγωγή αγροτικών ζώων ενισχύθηκε για να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση. Μόνο το 2009, περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια χερσαία ζώα (σχεδόν εννέα φορές περισσότερα από τον ανθρώπινο πληθυσμό της γης) σφαγιάστηκαν για τροφή. Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονται κατά προσέγγιση 52 δισεκατομμύρια κοτόπουλα, 1,34 δισεκατομμύριο χοίροι, 656 εκατομμύρια γαλοπούλες, 521 εκατομμύρια πρόβατα, 403 εκατομμύρια κατσίκια και 298 εκατομμύρια βοοειδή. Επιπλέον, την ίδια χρονιά παρήχθησαν 1,18 τρισεκατομμύριο αυγά για βρώση.

Αυτοί οι δυσθεώρητοι αριθμοί εντείνουν τις ανησυχίες σχετικά με τη μόλυνση, την αυξημένη ζήτηση για σιτηρά και σόγια, που είναι απαραίτητα για τη διατροφή αυτών των ζώων, αλλά και για τη σημαντική επιβάρυνση που η παραγωγή αγροτικών ζώων επιφέρει στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Ταυτοχρόνως, οι συνθήκες υπό τις οποίες διαβιούν τα ζώα θέτουν προβλήματα όσον αφορά την ευζωία τους. Η μεγάλη πλειοψηφία της διεθνούς παραγωγής ζωικών προϊόντων προέρχεται από συστήματα εντατικής κτηνοτροφίας εγκλεισμού, τα οποία στερούν τα ζώα από μια διαβίωση που είναι συμβατή με τη φυσιολογική συμπεριφορά του είδους τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς αυξανόταν η επιθυμία στον κόσμο για κρέας, αυγά και γάλα, το μοντέλο του μακροχρόνιου εγκλεισμού στη ζωική παραγωγή αναπτύχθηκε αρχικά στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική και στη συνέχεια σταδιακά εκτόπισε τις πιο παραδοσιακές κτηνοτροφικές πρακτικές. Σήμερα, βιομηχανικά συστήματα όπως εκείνα που αγοράζουν τουλάχιστον το 90% των ζωοτροφών τους από άλλες επιχειρήσεις και στεγάζουν ένα και μόνο είδος με συνθήκες εντατικής κτηνοτροφίας, προσφέρουν σχεδόν τα δύο-τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής πουλερικών, κρέατος και αυγών και περισσότερο από το μισό της παραγωγής χοιρινού. Και αυτές οι βιομηχανικές μέθοδοι θέτουν αυστηρούς περιορισμούς στα ζώα, τόσο από την άποψη του χώρου όσο και της κατά φύσιν συμπεριφοράς τους.

Αν λάβουμε υπόψη απλώς και μόνο τους αριθμούς των κοτόπουλων που εκτρέφονται ετησίως για το κρέας και τα αυγά τους, αντιλαμβανόμαστε ότι η βιομηχανία πουλερικών είναι μάλλον εκείνη που περισσότερο από κάθε άλλη παραβιάζει κατάφωρα τους κανόνες για την ευζωία των ζώων. Για παράδειγμα, οι όρνιθες ωοπαραγωγής εκτρέφονται σε άδεια συρμάτινα κουτιά, γνωστά ως κλωβοστοιχίες. Αυτά τα κλουβιά είναι τόσο μικρά που ακόμη και αν φιλοξενούσαν μία μόνο κότα, αυτή δεν θα μπορούσε να τεντώσει εντελώς τις φτερούγες της. Συχνά, λοιπόν, σε κάθε τέτοιο κλουβί οι κότες είναι τουλάχιστον τέσσερις ή και περισσότερες. Υπό αυτές τις συνθήκες συνωστισμού, τα πτηνά είναι ανίκανα να αναπτύξουν τη συνήθη κοινωνική ιεραρχία τους. Οι πιο αδύναμες κότες δεν μπορούν να αποφύγουν τις πιο αυταρχικές συγκατοίκους τους και, κατά συνέπεια, υφίστανται ραμφίσματα στα φτερά και στον κορμό τους, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή και τη θανάτωσή τους. Όμως, αντί να τους προσφέρουν περισσότερο χώρο ή να προχωρήσουν σε γενετική επιλογή χαρακτηριστικών που θα ελαχιστοποιούσε την επιθετική συμπεριφορά, πολλοί ωοπαραγωγοί καυτηριάζουν μέρος από το ράμφος των πτηνών, συνήθως με μια καυτή λεπίδα χρησιμοποιώντας σπανίως αναισθησία. Στο τεύχος της επιθεώρησης The State of the Animals 2001, μια ομάδα επιφανών επιστημόνων που ασχολούνται με τα ζώα χαρακτήρισαν τη διαδικασία αυτή ως «εμβαλωματική λύση που συγκαλύπτει βασικές περιβαλλοντικές και διαχειριστικές ελλείψεις».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει απαγορεύσει τη χρήση των κλωβοστοιχιών συρματοπλέγματος από τον Ιανουάριο του 2012. Στο εξής οι Ευρωπαίοι παραγωγοί θα πρέπει να εκτρέφουν τις κότες σε περιβάλλον εκτός κλουβιών ή τουλάχιστον να χρησιμοποιούν εμπλουτισμένα κλουβιά με κουρνιάστρες και ξύστρες, ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιούν ορισμένα από τα βασικά συμπεριφορικά ένστικτά τους. Αν και αυτού του είδους τα κλουβιά αποτελούν μια βελτίωση, εξακολουθούν να καθηλώνουν τις κότες σε καθεστώς μακροχρόνιου εγκλεισμού, στερώντας τους τα μέσα να συμπεριφερθούν όπως υπαγορεύουν τα ένστικτά τους.